TO ANTIO
Πρέπει να σηκωθείς, το ξυπνητήρι διαμαρτύρεται κάθε πέντε λεπτά. Κάνε ένα βήμα, να κατέβεις από αυτή τη λευκή βάρκα, που πλέει απ’ τα μεσάνυχτα ως την ανατολή σε σκοτεινά νερά. Καθημερινά είσαι μια πέτρα που κυλά μόλις φέξει, για να καταλήξεις και πάλι στον πάτο του Αχέροντα γύρω στις δώδεκα το βράδυ. Σήκω! Έχεις να πλυθείς, να ντυθείς, να χτενίσεις για ένα τέταρτο το βαμμένο μαλλί, να πας να χορταριάσεις, άλλη μια φορά, ως τις τέσσερις το απόγευμα στην καρέκλα του γραφείου. Μετά να ρημαδοφάς μόνος στο ίδιο εστιατόριο, για μια ώρα ακριβώς με το ρολόι, και να επιστρέψεις στο σπίτι. Ποια ταινία να δεις απόψε άραγε βυθισμένος στον γωνιακό καναπέ, κλέβοντας wifi από τον κυρ-Γιάννη, τον γείτονα του διπλανού διαμερίσματος;
Όταν κάποια στιγμή σε κατάλαβε κι έβαλε κωδικό, τον ρώτησες τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών του, τάχα μου δήθεν, για να τους πάρεις δώρο στα γενέθλιά τους. Από τότε που κατάφερες και πάλι να τον κλέβεις, πληκτρολογώντας αυτά της μεγάλης του κόρης για να κατεβάζεις ταινίες, δίνεις καθ’ όλη τη διάρκεια που τις παρακολουθείς σιωπηλά συγχαρητήρια στον εαυτό σου, για την τόλμη και την ευφυΐα σου.
Σήμερα άραγε γιατί ξύπνησες «στραβά», εκνευρίζεσαι επειδή μιλώ ακατάπαυστα μες το κεφάλι σου; Έτσι δεν κάνω πάντα όταν πρόκειται να συμβεί κάτι απευκταίο; Ξεκίνα επιτέλους θα αργήσεις και ποιος ακούει τη στρίγγλα την προϊσταμένη. Κλείδωσες; Να το διπλοτσεκάρεις, γιατί συνήθως είσαι αφηρημένος. Μην μου παριστάνεις εμένα τον αθλητή του τριπλούν, δρασκελίζοντας τα σκαλοπάτια με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο αριστερό, κρατώντας ταυτόχρονα τον χαρτοφύλακα! Μαζί ανεβαίνουμε κάθε πρωί στη ζυγαριά. Να σε δω τώρα πως θα κουμπώσεις το παλτό με το ένα χέρι.
Εεε! Μα ήταν επόμενο να σκοντάψεις με τόσα νεύρα, συγκεντρώσου, παρ’ ολίγον να ρίξεις το μαύρο ξύλινο σκέπασμα από φέρετρο, που είναι ακουμπισμένο στην εξώπορτα της οικοδομής. Δεν ταράχτηκες καθόλου. Δεν ντρέπεσαι; Μήπως τελικά είσαι κοινωνιοπαθής, σαν αυτούς που αρέσκεσαι να ταυτίζεσαι στις ταινίες; Είναι δυνατόν να σκύβεις πρώτα να καθαρίσεις το παπούτσι σου που λερώθηκε από το χτύπημα;
Άστο και κοίτα βρε αφιλότιμε ποιος πέθανε, διάβασε το κηδειόχαρτο! Αμάν, την πατήσαμε, λες να είναι ο κυρ-Γιάννης; Ζωή σε μας! Πώς θα βλέπεις ταινίες τα βράδια; Σήμερα βρήκε να μας αφήσει που είναι τα γενέθλιά σου; Διάβασέ το ντε! Καλέ, αυτή εδώ δεν είναι η δική σου ημερομηνία γέννησης; Είδες, σου τα ‘λεγα εγώ, ζήσε μην είσαι μονόχνοτος, δεν μ’ άκουγες. Πολυλογά μ’ ανέβαζες, γκρινιάρη με κατέβαζες. Ορίστε τώρα, ώσπου να πεις καλημέρα σας, ήρθε το αντίο.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Πασχάλης Κατσίκας γεννήθηκε το 1971 στη Γερμανία. Από το 1977 ζει στην Κομοτηνή. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Βιβλιοθηκονομίας και Συστημάτων Πληροφόρησης του ΑΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Εργάζεται στη
Βιβλιοθήκη του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά περιοδικά: Ποιείν, Poeticanet, Εξιτήριον, Φρέαρ, Θράκα, Νότες
Λογοτεχνίας, Λόγω Γραφής, Φτερά Χήνας, Fractal, Χάρτης, Ιστορίες Μπονζάι (Πλανόδιον), Ατέχνως. Στα λογοτεχνικά περιοδικά: Μανδραγόρας (τεύχ. 58/2018 & 60/2019), Οροπέδιο (τεύχ. 22/2019), Λογοτεχνικό Δελτίο
(Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης, τεύχ. 3/2019, 8-9/2020 & 11/2020) και στην εφημερίδα Παρατηρητής της Θράκης. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Τεταρτημόρια κυκλοφόρησε το 2019 (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης).