Κυρ Νικηφόρε μου Θέλω να ξέρεις πως επιτέλους έφθασα στην Πλούμιτσα! Στο μέτωπο πυξίδα έχοντας τον ήλιο του μεσημεριού και του Ταΰγετου τις κορυφογραμμές όπου αντηχεί περήφανα η φωνή σου
Είναι άραγε ο παράδεισος πιο φωτεινός που σ’ έκανε να την εγκαταλείψεις ; την Πλούμιτσα τη μακρινή που τ’ όνομά σου γράφει κάθε πέτρα της;
Θέλω να μάθεις όμως κάτι ακόμα. Το επέκεινα πιο λίγο με φοβίζει απ’ όταν έφυγες για κει, αφού ελπίζω κάπου να σε βρω κάπου ανάμεσα στις αναμνήσεις απ’ τις πορτοκαλιές της Σπάρτης, το Σούνιο, του πεύκου τον μονόλογο, ίσως σε κάποια άλλη “λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη”.
Να μου συστήσεις περιμένω τους άλλους πικραμένους αναχωρητές. Θέλω να μου θυμίσεις πάλι πως είναι ακόμα ο κόσμος όμορφος…
Τι κι αν δεν ήρθε ακόμα η ειρήνη που ονειρεύτηκες
Τι κι αν οι ποιητές έχουν ξεχάσει την αγάπη;
Και κάτι ακόμα τελευταίο κυρ Νικηφόρε.
Τ όνομά σου νερό που αναβλύζει καθάριο στην εποχή της ξηρασίας του λόγου.
Συγχαρητήρια για τη δουλειά σας !
Να είσαστε καλά!!!