ΙΙ
Βρέθηκα μακριά απ’ τη φυλή, το ορφανό, δεν είχα φόβο, κυνηγούσα
πνεύμα μεγάλου ζώου μού παραστεκόταν, πρόγονος, το τοτέμ μου
κάτι ασώματο, που με προστάτευε ολόσωμο
δεν είχα φόβο
κι ας γκρεμιζόταν το στερέωμα
κι ας μαύριζε ο θόλος
και ας ξεχύνονταν αδιάκοπα από το σύννεφο
οι αδελφοί αρχαιοπτέρυγες ερίζοντας, σύννεφα τσαλακώνοντας
και ας ξεχύνονταν αδιάκοπα απ’ τη σαβάνα με βουή
οι αδελφοί οι βόνασσοι, αγέλη, τρομεροί σαν άγγελοι
σαρώνοντας τα πάντα
κι ας σκόρπιζε η γραμμή του ορίζοντα σε σκόνη μνήμης θάβοντας τις χιλιετηρίδες
δεν είχα φόβο
κι ας δέχτηκα, το άμοιρο
αιχμή από οψιδιανό στο μέτωπο και λίθινο μαχαίρι στα πλευρά
και ας γονάτισα –
μετά
ανάβλυζε το αίμα μου
φούντωνε το βουνό στη ράχη μου, φυτεύονταν τα δόντια μου, τα κόκαλά μου
δεν είχα φόβο, κρυβόμουνα στον ύπνο, γλίτωνα πάντα τον μεγάλο θάνατο
Πάφλαζε σκοτεινά ο ύπνος στα ρηχά
αποσυρόταν και σκουριά χρωμάτιζε τα βράχια
αποτυπώνοντας σκηνές από αέναο κυνήγι. Ω, τι θαύμα
Ήμουνα θηρευτής, ήμουν τροφή
Δεν είχα φόβο