Στις μέρες μας, η γιορτή των Χριστουγέννων είναι συνυφασμένη με την ξεγνοιασιά και με μια-έστω και επίπλαστη-αίσθηση ευμάρειας που συνίσταται στην ανταλλαγή δώρων, στη διοργάνωση πλούσιων γευμάτων, σε φανταχτερές διακοσμήσεις ιδιωτικών και δημόσιων χώρων και σε κάποια κοσμική έξοδο, κατά προτίμηση τις παραμονές της πρωτοχρονιάς. Ο τεχνολογικός πολιτισμός μας που τιθάσευσε τη λευκή μαγεία του ηλεκτρισμού, κατάφερε να μετατρέψει το εχθρικό πρόσωπο της φύσης σε μια ευκαιρία για περιπετειώδεις εξορμήσεις στην ύπαιθρο όπου το ψύχος, το σκοτάδι και το χιόνι έχουν χάσει την αρχική τους σημασία και αποτελούν γραφικά και ακίνδυνα στοιχεία όμορφων τοπίων.
Ωστόσο, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Υπήρξε μια εποχή, όχι και τόσο μακρινή, όπου ο χειμώνας ήταν τρομερός. Μέσα στην παγερή του αγκάλη η φύση πέθαινε και ο λευκός μανδύας του χιονιού σκέπαζε τα πάντα. Οι άνθρωποι ζούσαν μαζεμένοι σε μικρές κοινότητες που ήταν περικυκλωμένες από δάση πυκνά και αχανή. Η μετακίνηση από χωριό σε χωριό ήταν ένα ριψοκίνδυνο εγχείρημα και το ουρλιαχτό του ανέμου και των λύκων στις λευκές νύχτες με πανσέληνο συνεπαγόταν θανάσιμους κινδύνους. Η πείνα καραδοκούσε και το σκοτάδι απλωνόταν βαθύ γύρω από μικρά σπίτια που φωτίζονταν από την ασταθή λάμψη μιας φωτιάς στο τζάκι, από κεριά και πυρσούς και αργότερα από λάμπες πετρελαίου.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την παραμονή των Χριστουγέννων, δύσμορφα και πονηρά δαιμόνια που ζούσαν όλο το χρόνο στα έγκατα της Γης, ανέβαιναν στην επιφάνειά της, έβγαιναν μέσα από σπηλιές και βαθιές τρύπες, εισέβαλλαν στα χωριά των ανθρώπων και τους ενοχλούσαν μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων. (Πηγή: Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας” της Ακαδημίας Αθηνών (έκδ. 2014.)
Αυτοί ήταν οι θρυλικοί καλικάντζαροι, μια φυλή υποχθόνιων πλασμάτων που επί 12 συνεχόμενες νύχτες τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους. Λεηλατούσαν και βρομίζανε τις κουζίνες των σπιτιών με τα περιττώματά τους, σκοτώνανε οικόσιτα ζώα, έσπαγαν τα κεραμίδια στις στέγες, παραπλανούσαν και κακοποιούσαν άφρονες διαβάτες που τολμούσαν να ταξιδέψουν μόνοι εκείνες τις νύχτες του κινδύνου, έσπαγαν παράθυρα, κατέστρεφαν χωράφια. Σύμφωνα με τις περιγραφές όσων είχαν την ατυχία να τους αντικρίσουν, ήταν όντα τριχωτά και κακάσχημα, παραμορφωμένα, δαιμονικά στην όψη. Τα πρόσωπά τους μοιάζανε με μουσούδια ζώων και είχαν τεράστια δόντια και μυτερά αυτιά. Τα μάτια τους, προσαρμοσμένα ίσως στο αιώνιο σκοτάδι της χθόνιας αβύσσου, ήταν τεράστια και κατάμαυρα, και τα χέρια τους, συχνά άνισα και στρεβλά, ήταν οπλισμένα με γαμψά νύχια. Σύμφωνα δε με τις ανησυχαστικές δοξασίες που τους περιβάλλουν, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου ήταν αφοσιωμένοι σ’ ένα έργο εξίσου δυσοίωνο και καταστροφικό:
Προσπαθούσαν να ροκανίσουν το δέντρο που κρατάει τη Γη όρθια, τον άξονά της θα λέγαμε σήμερα, και να προκαλέσουν μια παγκόσμια καταστροφή. Ευτυχώς, επειδή κάθε χρόνο, για κάποιους λόγους που ποτέ δεν έγιναν κατανοητοί, βγαίνουν για 12 μέρες στην επιφάνεια της Γης, το δέντρο προλαβαίνει να γιατρέψει τις πληγές του. Έτσι, όταν επιστρέφουν και πάλι στα υπόγεια βασίλειά τους με τον ερχομό των Θεοφανείων, το βρίσκουν θαλερό και απείραχτο, οπότε αρχίζουν και πάλι το σισύφειο έργο τους.
Οι λαογράφοι ισχυρίζονται ότι οι Καλικάντζαροι αποτελούν απομεινάρια της λατρείας υποχθόνιων θεοτήτων που ονομάζονταν Κάβειροι, καθώς και μεταμορφώσεις πλασμάτων της πανάρχαιας λατρείας του Θεού Διόνυσου, και συγκεκριμένα των Σατύρων που είχαν τραγόμορφα χαρακτηριστικά και οργιαστική, δηλαδή αχαλίνωτη, συμπεριφορά. Επίσης η εικόνα τους φαίνεται να έχει δεχτεί επιρροές από τους εποχικούς πανηγυρισμούς και τις μεταμφιέσεις των λαών της εποχής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που γίνονταν κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, που μεσολαβεί ανάμεσα στις παραμονές των Χριστουγέννων και τα Θεοφάνεια. Οι σχετικές γιορτές ονομάζονταν «Βοτά» και τηρούνταν από τον 5ο έως τον 12ο αιώνα περίπου.
Επιπρόσθετα, οι καλικάντζαροι φαίνεται να σχετίζονται και με τη λατρεία των νεκρών. Σύμφωνα με δοξασίες της Καππαδοκίας, οι πεθαμένοι γύριζαν τις νύχτες του δωδεκαημέρου στους δρόμους και μπορούσαν να μπουν μέσα στα σπίτια των χωριών από τις καμινάδες τους. Για να αποτρέψουν αυτό το τρομακτικό ενδεχόμενο, οι ζωντανοί συγγενείς τους έκαιγαν λιβάνι στη φωτιά για να τους κρατήσουν μακριά.
Για να αντιμετωπίσουν τους δαιμονικούς καλικάντζαρους οι πρόγονοί μας είχαν μηχανευτεί μια πληθώρα τεχνασμάτων: Κάποιοι κρεμούσαν πίσω από την πόρτα του σπιτιού ή μέσα στην καμινάδα την κάτω σιαγόνα ενός χοίρου που πίστευαν ότι έχει δύναμη αποτροπαϊκή. Άλλοι καίγανε αλάτι ή παλιά παπούτσια στη φωτιά, ελπίζοντας η δυσοσμία και ο κρότος που κάνει το αλάτι όταν καίγεται να τους τρομάξουν. Άλλοι πάλι τοποθετούσαν ένα κόσκινο στην είσοδο του σπιτιού. Οι καλικάντζαροι, που δεν φημίζονταν για την εξυπνάδα τους, εντυπωσιάζονταν από το παράξενο εκείνο τεχνούργημα και προσπαθούσαν να μετρήσουν τις τρύπες του, με αποτέλεσμα να τους βρίσκει το ξημέρωμα και το εχθρικό-γι’ αυτούς-φως της αυγής. Άλλοι πάλι προσπαθούσαν να τους καλοπιάσουν αφήνοντας μέσα στις κουζίνες των σπιτιών προσφορές, για παράδειγμα γλυκά και τηγανίτες. Οι καλικάντζαροι που ήταν περιβόητοι για τη λαιμαργία τους, έτρωγαν αυτά τα πρόσφορα και αφήνανε τους ενοίκους του σπιτιού στην ησυχία τους. Το πιο ισχυρό αποτροπαϊκό στοιχείο που κρατούσε τους καλικαντζάρους σε απόσταση ήταν το εξαγνιστικό στοιχείο της φωτιάς. Γι’ αυτό και η φωτιά έπρεπε να καίει μέσα στο σπίτι κατά τη διάρκεια ολόκληρης της επικίνδυνης περιόδου του δωδεκαημέρου. Επιπρόσθετα, στις πλατείες των χωριών και των κωμοπόλεων άναβαν μεγάλες φωτιές, ιδιαίτερα τις παραμονές των Χριστουγέννων, τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Γύρω τους μαζεύονταν πλήθη που τραγουδούσαν τα κάλαντα και χτυπούσαν κουδούνια γιατί, ως γνωστόν, ο θόρυβος τρομάζει και διώχνει όλα τα δαιμόνια της νύχτας.
Ωστόσο οι δοξασίες περί δαιμονικών οντοτήτων που την περίοδο των Χριστουγέννων λυμαίνονται την ύπαιθρο δεν αποτελούν αποκλειστικότητες της νεοελληνικής παράδοσης.
Στη Γερμανία, για παράδειγμα, στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων κάλπαζαν στις ερημιές κάποιοι «άγριοι κυνηγοί» και μια «λυσσαλέα στρατιά», ενώ κακάσχημες μάγισσες, φαντάσματα και «άγριες γυναίκες» που ζούσαν σε δάση αχανή και σκοτεινά ήταν ιδιαίτερα δραστήρια και επικίνδυνα πλάσματα που έπρεπε να αποφεύγονται πάση θυσία. Ακόμα πιο βόρεια, στη Σκανδιναβική χερσόνησο έβγαιναν από τις σπηλιές τους τα ανθρωποφάγα και κακοποιά τρολς, τα οποία, έτσι και καθυστερούσαν να γυρίσουν στις κρυψώνες τους με τον ερχομό της χαραυγής, μεταμορφώνονταν σε πέτρες. Στη Γαλλία, λυκάνθρωποι κυνηγούσαν ανθρώπους και ζώα για να τα κατασπαράξουν, και στην Ισλανδία, εννέα κακά ξωτικά κατέβαιναν από τα βουνά για να αρπάξουν απρόσεκτα παιδιά και να τα πάρουν μαζί τους για πάντα στις ανήλιαγες σπηλιές τους.
Πέρα από όλα τα παραπάνω, στις παραδόσεις όλων των λαών του κόσμου εντοπίζονται επίμονες δοξασίες για κακόβουλες υποχθόνιες φυλές που ζουν βαθιά μέσα στη Γη και δεν συμπαθούν τους ανθρώπους. Στα ορυχεία της Ουαλίας, για παράδειγμα, οι ανθρακωρύχοι μιλούσαν για τους παράξενους Tommyknockers, ιδιότροπα ξωτικά που τα άκουγαν να σκάβουν τις δικές τους στοές στα βαθιά και που δεν ήθελαν να έχουν πάρε δώσε με την ανθρώπινη φυλή. Προσπαθούσαν να τα πηγαίνουν καλά μαζί τους με το να μένουν όσο γίνεται πιο μακριά από τα σημεία όπου ακούγονταν οι σκαπάνες τους. Οι πιο τολμηροί άφηναν μικρές προσφορές φαγητού για τους Tommyknockers, οι οποίοι, όταν ήταν στις καλές τους, καμιά φορά τους προειδοποιούσαν για τούνελ και περάσματα που ήταν ασταθή και επικίνδυνα. Άλλες φορές, ωστόσο, ήταν ικανοί να προκαλέσουν κατολισθήσεις και καταρρεύσεις στοών με πολλά θύματα. Στη Γερμανία υπήρχαν αντίστοιχες πεποιθήσεις για την ύπαρξη και την επικίνδυνη συμπεριφορά υποχθόνιων οντοτήτων που ονομάζονταν Cobolts, και λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι το τοξικό χημικό στοιχείο Κοβάλτιο πήρε από εκεί το όνομα του.
Μια εξωραϊσμένη εικόνα εκείνων των παράξενων νάνων του υπεδάφους επιβιώνει μέσα από το γνωστό σε όλους παραμύθι της Χιονάτης με τους επτά νάνους, όπου οι συμπαθείς εκείνοι χαρακτήρες σκάβουν τα ορυχεία τους για να βρουν διαμάντια.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στις παραδόσεις όλων των ευρωπαϊκών λαών τα Χριστούγεννα είχαν μια σκοτεινή και δαιμονική πλευρά. Εκείνη η περίοδος του χρόνου όπου το σκοτάδι κυριαρχεί και το κρύο του χειμώνα απλώνει το θανάσιμο μανδύα του πάνω από ολόκληρο τον κόσμο, λειτουργούσε ως πύλη απ’ όπου τα γεννήματα της νύχτας μπορούσαν να περπατούν ανενόχλητα πάνω στη Γη.
Ίσως αυτή η σκοτεινή πεποίθηση να έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, σε υποσυνείδητο επίπεδο. Γιατί, όλοι αυτοί οι φανταχτεροί στολισμοί των Χριστουγέννων με τα πολύχρωμα φωτάκια και τις φωταψίες, τι άλλο θα μπορούσε να είναι εκτός από μια απόπειρα να κρατηθεί η παγερή νύχτα μακριά μαζί με όλα τα επικίνδυνα παιδιά της;
Έρικ Σμυρναίος
04/12/17
Πηγές:
http://www.protothema.gr/stories/article/639622/kalikadzaroi-ta-daimonia-tou-dodekaimerou-se-olo-ton-kosmo/
-
«Ο Βιασμός της Κοκκινοσκουφίτσας» Συγγραφέας: Γιώτα Χουλιάρα, Εκδόσεις «Άλλωστε» 2017.
-
Περιοδικό Strange Τεύχος Δεκεμβρίου 2017.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία!
Ερικ Σμυρναίος
Εμείς ευχαριστούμε για το εξαιρετικό άρθρο!
Πολύ όμορφη αφήγηση και περιγραφή! Συγχαρητήρια για το άρθρο σας που αφορά στις λαϊκές δοξασίες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο!
Μια συμπλήρωση που αφορά στην περιοχή της Καστοριάς! Τα Θεοφάνια πραγματοποιούνται τα γνωστά ” Ραγκουτσάρια “. Θυμίζουν τους Καλικάντζαρους μεν αλλά παραπέμπουν και στις Απόκριες λόγω των μεταμφιέσεων. Η επικρατέστερη άποψη ανάγεται στην Τουρκοκρατία. Μεταμφιέζονταν για να κρυφτούν και να επισκεφτούν τα σπίτια τους! Η άποψη που τα συνδέει με τους Καλικάντζαρους ουσιαστικά αναφέρει πως πρόκειται για απόπειρα εξορκισμού του κακού!
Καλή Χρονιά!