V
Τι αγωνία
Θα ’ταν κάτι κρυφό
πολύ κρυφό, πολύ κρυμμένο, αλλιώς
γιατί να ψάχνω τόσα χρόνια στα θεμέλιά μου
κάτω από χιλιάδες ύπνους;
Τι να ήταν; Έψαχνα στα τυφλά
έβρισκα μόνο μέρη μου ασύνδετα
ένα μικρό δικό σου, απ’ τα αμεταχείριστα
λίγα των άλλων
όλα μας ανακατεμένα με παράξενα κτερίσματα
Έβρισκα
αταίριαστα κομμάτια πένθους
μνήμες ανήλικες ταριχευμένες μες στο μέλι
μνήμες ανίατες, συλλογικές, μες στη σκουριά
παλιά τοπία με τα άχρηστα ανταλλακτικά τους
Έβρισκα, τέλος, πιο βαθιά
Έναν υποθαλάσσιο κήπο
Με άγνωστες μορφές ζωής που ακόμα δεν-
(Μα πάντα καταλήγουν όλα εκεί;)
Πάντως, συνέχιζα να ψάχνω
Α, τι πείσμα
Πού να το βρω;
Κι αν δεν το περιέχω πια, κι αν δεν με περιέχει;
Κι αν έχουμε ήδη δωρηθεί κειμήλια στο χάος;
Τι αγωνία. Ας ξυπνήσω πάλι.
VI
Όλα τα μυστικά γίνονται ξαφνικά πουλιά και φεύγουν
Βυθίζονται αστραπιαία με το ράμφος, κάθετα
Σε άπατο γαλάζιο
Καθώς χαράζει
Χαράζουν υδατογραφήματα
Γράφουν και σβήνουν σχήματα, σχέδια,
Σύμβολα αυτοδιασπώμενα
Γίνεται αυτόματη
Μετάφραση κυμάτων και νεφών, παράφραση ευχών
Σκορπίζουν τα πουλιά τα μυστικά
Μαύρες μικρές ιδέες που κάτι τις ξεσήκωσε
Σήμα κινδύνου, κρότος, σφύριγμα, ίσκιος αρπακτικού
Μαύρα αποσιωπητικά στα ίσαλα του βυθισμένου ορίζοντα