(Όλα, γραμμένα σε φλούδες ευκαλύπτων με μολυβάκι μαβί. Τα βρήκα στον πάτο ενός πηγαδιού, ασφαλισμένα σε αέρινη φούσκα, κλειδωμένη με σάλιο κουρούνας, σφραγισμένη με ματιές σοφών γυναικών, ποντισμένη εκεί κάτω με τη βοήθεια μιας πέτρας από τον χείμαρρο Βοορτμέτεκ, έργα ανωνύμων ανέκδοτων ποιητών, κι όλα μεταφρασμένα από μένα. Μ. )
Ι. Αλεπούου…
“Μη! Μη μου το πάρεις….” Το άρπαξε και το κρατούσε τόσο δυνατά, που άσπρισαν οι κλειδώσεις στα μακριά κουρασμένα δάχτυλά της, “Μη….” Την ίδια στιγμή σαν να άκουσε στον διάδρομο -του χρόνου;- κάπως θολή και απόμακρη τη φωνή του: “Αλεπούου, αλεπούου μου…!” Το αφράτο γουναρικό άστραφτε στην αγκαλιά της γκριζογάλανο, χειμωνιάτικος ουρανός, πούπουλο σπάνιου κύκνου, μεριές μεριές καστανό απαλό – η μεταξωτή ταινία με την μάρκα τέλεια ραμμένη με τα πλαγιαστά της γράμματα. Δώρο δικό του μετά την τουρνέ στην Νορβηγία.
…Και τώρα η Λιόλια πάει να το σκοτώσει κι αυτό στη λαϊκή αγορά που έχει στηθεί μπροστά στο Θέατρο, δεν της έφτασαν οι παλιές πουέντ μου και το τουτού, ο φθινοπωρινός πίνακας του θείου Ματβέι, το ασημένιο σαμοβάρι, μουσειακά κομμάτια όλα! Τα έδωσε προχθές για δυο βρωμοσασλίκ και λίγο βούτυρο… Αν τα έβλεπε ο Ντίμα μου αυτά, αν τα έβλεπε…
Όταν την τύλιξε για πρώτη φορά στο απαλό βιζόν, η Νίνα ήταν ακόμη μια πολλά υποσχόμενη μικρούλα από το κορ ντε μπαλέ, τα μαλλιά της κατρακυλούσαν μέχρι τους γλουτούς όλο σκάλες και μπούκλες σαν χαλκορόδινες, ένα κεφαλάκι τόσο δα, στόμα που έτρεμε στο φιλί του σαν το πέταλο της ορχιδέας, γάμπες νεογέννητης γαζέλας. Χύνονταν στην γαμήλια παστάδα σαν ευγενή θηρία πίνοντας και δαγκώνοντας ο ένας τη φύση του άλλου, μεθώντας με την ευωδιά των νεανικών τους χυμών, ξετρελαμένοι μέχρι παραλογισμού, τόσο φουντωμένοι, μέχρι και στον διάδρομο του θεάτρου, αν ήταν έρημος, έβαζε τα δάχτυλά του μέσα της γλυκά και την έκανε να λιώνει…
“Μη μου το πάρεις, Λιόλια μου… μη….”
Μάζεψε τα αχτένιστα γκρίζα τσουλούφια της μέσα στο σκουφί, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη μια στιγμή, είδε το πικρό της στόμα, σαν άγνωστο – και σιχάθηκε όλους τους καθρέφτες. Το μαδημένο χαρτομαντηλάκι ακόμα σφιγμένο στη χούφτα, τα μάτια να τσούζουν, βγήκε φορώντας το γουναρικό. Από μέσα η φόρμα της γυμναστικής, κάλτσες χοντρές, ψηλές μπότες απρέ σκι. Θα πήγαινε η ίδια στην κεντρική οδό, ίσως εκεί έδιναν μια καλύτερη τιμή. ….Ο Ντίμα δεν υπάρχει πια, ο Ντίμα δεν υπάρχει πια, ο Ντίμα μου το ίδιο θα έκανε, αν δεν είχαμε γάλα στο ψυγείο, ούτε μια μπύρα, ούτε καν μια σαμπάνια να ξεχάσουμε και να κλάψουμε… Τα δάκρυα έστεκαν στη χνουδωτή επιφάνεια σαν στρας, μια ριπή χιόνι την έσπρωξε πιο κει, και ούρλιαζε ο αέρας: “Αλεπούου, αλεπούου μου…..”
Μπαρίς Μπάρινκωφ, Νινότσκα, νουβέλα, Σανκτ Πετερσμπούργκ, 2004
II. Α-στράτευτοι
Όταν μηδενίζεις τα πάντα, ό,τι έχεις πιο ακριβό, εννοώ την ποίηση, την τέχνη, την αγάπη, τους γονιούς και την γενέτειρα, εκτός από την ιδιότυπη χαρά της κατεδάφισης που βιώνεις, εκτός από την μέθη του αιρετικού σπασμού, δίνεις και το μεγάλο όπλο στον εχθρό σου, τον θάνατο. Δεν θα το κάνω αυτό, είπε ο Γκέοργκ, κι ας είναι η τρελή μόδα της εποχής, όλοι Σελίν θα γίνουμε; Κι επίσης, σκέψου τι ποίηση θα είχε γράψει ο Μαγιακόφσκι, αν δεν ήταν μπολσεβίκος, ζαλίζομαι και που το σκέφτομαι, από πόσες χοντροκοπιές θα είχε γλιτώσει, θα ‘χε μείνει σύννεφο με παντελόνια ή λυσασμένο σκυλί χωρίς πενταετή πλάνα και μέλλον με ουρά. Κάθε πρωί θα έπαιρνε το τρένο με το μολυβάκι του στην τσέπη, και θα έγραφε α-στράτευτος, μονάχος όπως …όπως τον θρήνο του για τον Γιεσένιν. Η αγάπη και η τέχνη είναι τα δύο δώρα από τον Παράδεισο που πρόλαβε να δώσει η βελουδοπράσινη αγριόπαπια στους πρωτόπλαστους πριν την τρομακτική εμφάνιση του αγγέλου της επαναστάσεως…..
Λόριν Πετρασέφσκι, Γκραν Ρομάν, Βίλνα, 1968
Φανταστική αλλά υπέροχη!