Η μύγα ζουζούνιζε ώρες μέσα στο γραφείο του, είχε κάνει αμέτρητες βόλτες στο χώρο, είχε καθίσει παντού, στους τοίχους, στο ταβάνι, στην πολυθρόνα, στο γραφείο του, στο ντιβάνι του αναλυόμενου. Ζζζζ….Ζζζζ… Κάθισε με θράσος στα χείλη του ποτηριού του, ρούφηξε φιλήδονα με την προβοσκίδα της τον καφέ του. Τι αηδία!
Αλλά ο δόκτωρ είχε αλλεπάλληλα ραντεβού από το πρωί και ασφαλώς δεν μπορούσε να κυνηγάει μύγες την ώρα που ο αναλυόμενος έβγαζε τα σώψυχά του σε τούτο τον με ιερά και όσια προστατευόμενο χώρο. Δεν είχε πάρει ανάσα σήμερα ο δόκτωρ. Τα ραντεβού ξεκίνησαν από νωρίς το πρωί και συνεχίστηκαν με ολιγόλεπτες διακοπές ως τώρα που είχε πάρει πια η νύχτα. Με εξουθένωσαν σήμερα, σκέφτηκε. Και δεν είναι μόνο η κούραση, αλλά και η πλήξη. Πλήξη, πλήξη ν’ ακούς ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες, τις ίδιες κλαψομουνίες.
Μάλιστα! Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση σήμερα ήταν αυτή η μύγα. Τον είχε κάνει τούρμπο εφορμώντας κάθε τόσο σαν αεριωθούμενο ξυστά στ’ αυτιά του. Ζβιννν. Τι στο διάβολο χρειάζονται αυτά τα βρομερά έντομα στη φύση; αναρωτήθηκε. Το μόνο που κάνουν είναι να χέζουν και να ξερνούν παντού για να πάνε μετά τα ρουφήξουν όχι μόνο ότι ακαθαρσία βρουν μπροστά τους, αλλά και τα ίδια τα δικά τους ξερατά και μυγοχεσίματα! Άσε που γεννάνε εκατομμύρια και ένας θεός ξέρει πόσοι απόγονοι θα εκκολαφθούν εδώ μέσα. Αποδιώχνοντας στη στιγμή κάθε σκέψη περί τροφικής αλυσίδας και άλλων επιστημονικών θεωριών -γιατί κάτι τέτοια ακριβώς είναι που ευνουχίζουν τελικά τον άνθρωπο αραιώνοντας την πηγαία οργή του- ο δόκτωρ συνέχισε να αυτοτροφοδοτείται. Γιατί αυτό ήθελε, αυτό είχε επειγόντως ανάγκη τούτη τη στιγμή, ύστερα από τόσες ώρες αφόρητης βαρεμάρας. Την ψυχή τού είχαν βγάλει –κυριολεκτικά- με τις ενοχλητικές, άχαρες γκρίνιες τους. Ανέραστες νοικοκυρές, καλοστεκούμενοι νοικοκύρηδες «εραστές» οι οποίοι, έχοντας μείνει στον άσο, άφηναν πλέον παντελώς αδιάφορες τις πιτσιρίκες που συνήθως κυκλοφορούσαν, δημόσιοι υπάλληλοι σε κατάθλιψη λόγω του ενιαίου μισθολογίου, ξεπεσμένες κοσμικές κυρίες και κοριτσάκια του μπαμπά που δεν μπορούσαν πια να ξαμοληθούν και να λεηλατήσουν τα μαγαζιά της Βουκουρεστίου ψωνίζοντας γόβες Christian Louboutin και Manolo Blahnik, κατέκλυζαν το ιατρείο του ξοδεύοντας, χωρίς καμία οικολογική συνείδηση, τόνους από τα χαρτομάντιλα, που αποτελούσαν τον απαραίτητο εξοπλισμό του γραφείου του. Αυτή η κρίση κατέστρεψε την κοινωνία, κατέστρεψε το ψυχαναλυτικό μας έργο. Ποτέ στην πολυετή καριέρα μου δεν έχω δει να χύνονται τόσα δάκρυα για τόσο άσχετα προς την ειδικότητά μου θέματα. Διότι οι τραγωδίες γράφονται πλέον με λογιστικές πράξεις, με απλά μαθηματικά. Ο κόσμος δεν θα αργήσει να αντιληφθεί ότι το λειτούργημά μας είναι πλέον τελείως περιττό σε ένα σύμπαν που οργιάζει τρανταζόμενο καθώς εισπράττει, πληρώνει και κυρίως χρωστά. Ούτε μια νυμφομανής πλέον, ούτε μια περίπτωση παλιάς, καλής αιμομιξίας, ή έστω αιμομικτικής διάθεσης… Ένας φοροτεχνικός, αυτό τους χρειάζεται, σκέφτηκε βράζοντας από δίκαιη αγανάκτηση ο δόκτωρ.
Ναι, αυτό που είχε βαθιά ανάγκη ήταν λίγος καλός, απενοχοποιημένος, παλιομοδίτικος θυμός.
Και η μύγα, αυτή η μύγα ήταν θεόσταλτη, πραγματική ευλογία.
Επιτέλους μόνοι! Σκέφτηκε ο δόκτωρ. Αρκετά σε ανέχτηκα τόσες ώρες δω μέσα. Την κοίταξε να κάνει κάτι απροσδιόριστα αποτρόπαιο με τα τριχωτά πίσω πόδια της αναπαυόμενη τώρα πάνω στη μύτη της προτομής του Φρόυντ. Ε αυτό ήταν, τώρα το παρατράβηξες! Ήρθαν τα στερνά σου! Απολαμβάνοντας τη φούρκα του ψαχούλεψε στην τσέπη του για το αυτοσχέδιο όπλο, ένα όπλο δικής, του προσωπικής επινόησης και κατασκευής. Όχι, όχι βέβαια, τι να σου κάνουν εφημερίδες και μυγοσκοτώστρες; Μιλάμε για πανούργα, για δόλια πλάσματα. Αισθάνονται και την παραμικρή κίνηση στον αέρα, και εκεί που τις βλέπεις αναπαυμένες, μακάριες, ή ακόμα και να πηδιόνται οι λυσσάρες, καβαλημένες επί ώρες, με το που θα σηκώσεις το περιοδικό, την παντόφλα, Ζζζζ… Έγιναν στη στιγμή καπνός.
Όχι, ο δόκτωρ είχε τον κεφαλοθραύστη. Τη λαιμητόμο του. Νάτο επιτέλους, το βρήκα! Και με περηφάνια εφευρέτη έβγαλε από την τσέπη του ένα κοινό λαστιχάκι. Όμως προσέξτε, εδώ πρόκειται για μια ιδιοφυή ιδιοκατασκευή, όπου το καθημερινό, το ευτελές αντικείμενο μετατρέπεται σε φονικό όπλο απίστευτης ακρίβειας. Το λαστιχάκι αυτό, ένα κοινό λαστιχάκι απ’ αυτά που τυλίγει το πακέτο με το ζαμπόν ο Βασιλόπουλος, δεν ήταν πλέον στρογγυλό. Ο δόκτωρ το είχε κόψει και με την ίδια του την άκρη είχε σχηματίσει ένα κόμπο. Ο οποίος κόμπος είχε αμέτρητες φορές αφαιρέσει τη γλυκιά επικούρεια ζωή παρόμοιων άχρηστων και χυδαίων ζωυφίων σαν ετούτο.
Ο δόκτωρ έλαβε με μεγάλη προσοχή, με ευλαβική φονικότητα θα έλεγε κανείς τη θέση του απέναντι στη μύτη του Φρόυντ όπου το απεχθές έντομο εξακολουθούσε να ξύνεται, ή δεν ξέρω τι άλλες ανομολόγητες πράξεις έκανε, κι ούτε θέλω να μάθω. Απόλυτα εστιασμένος, φροντίζοντας να είναι κατά τα άλλα τελείως ασάλευτος, μην τολμώντας ούτε καν να ανασάνει, ο δόκτωρ τέντωσε το λάστιχο σε όλο του το μήκος σημαδεύοντας το αναίσχυντο θύμα του με το στιβαρό κόμπο. Η μύγα ήταν τώρα και αυτή τελείως ακίνητη. Μάλιστα, σκέφτηκε ριγώντας με σκοτεινή ικανοποίηση ο δόκτωρ. Η πεισιθανάτια ακινησία. Όταν το ον ξέρει ότι δεν υπάρχει διαφυγή, σωτηρία από πουθενά και μένει μαρμαρωμένο, προσμένοντας σαγηνευμένο τη χατζάρα του Θανάτου. Τότε που παραιτείται και παραδίδεται στο Χάρο. Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα! Η ώρα που πεθαίνει μια ζωή! σκέφτηκε παραφράζοντας προς τον ζόφο τον ποιητή. Αυτό είναι, στο επόμενο κλάσμα του δευτερολέπτου το νήμα της μικρής, σιχαμερής ζωής σου θα έχει κοπεί.
Ξάφνου ο δόκτωρ ένιωσε κάτι μέσα στο δωμάτιο. Κάτι σαν αεράκι, σαν φτερούγισμα (;) θαρρείς πίσω από την πλάτη του. Το λαστιχάκι-κεφαλοθραύστης εκσφενδονίστηκε εκτός στόχου από τα τρεμάμενα χέρια και κατέληξε άδοξα στο πάτωμα, Ζβόινγκ! ενώ η κατατρεγμένη θανατοποινίτισσα πήρε χάρη -για την ώρα. Με μάτια διάπλατα ο δόκτωρ στράφηκε έντομος – ω, παρντόν, έντρομος.
Αλλά αυτό που αντίκρισε τον αντάριασε ακόμα περισσότερο.
Μπροστά του στημένος ο Μαύρος Τρόμος. Το μαύρο κάρμα. Ένας μαυροντυμένος γίγαντας, με κεφάλι σαν αμόνι ξυρισμένο γουλί. Ρίγη ανατριχίλας διέτρεξαν όλο του το κορμί, ήταν λες και του έριξαν ένα κουβά παγωμένο νερό στην πλάτη.
Ήρθε η ώρα μου! σκέφτηκε με πανικόβλητη καρτερικότητα ο δόκτωρ και κοκάλωσε κι αυτός σαν το παρ’ ολίγον θύμα του, υπνωτισμένος σχεδόν ηδονικά από τη φρίκη. Τώρα θα πληρώσω για όλους τους τρελάρες που ζόρισα δω μέσα με σπόντες περί οιδιποδείων και συναφείς κουλαμάρες. Γιατί ποιος θέλει να του λες ότι είναι ερωτευμένος με τη μάνα του, και μάλιστα αν λάβουμε υπ’ όψιν τόσο την αισθητική όσο και τη μενταλιτέ – για να μην μιλήσουμε για την αισθητική της μενταλιτέ – της φερόμενης Σύγχρονης Ελληνίδας μάνας;
Ο επισκέπτης του όμως, αντί να κινηθεί απειλητικά εναντίον του, απίθωσε τα σφιχτά του οπίσθια στην πολυθρόνα και, με φωνή που έβγαινε από πηγάδι θαρρείς, τον πληροφόρησε ποιος ήταν. Ο δόκτωρ ανάσανε ανακουφισμένος. Δεν είναι ο πορθμέας του Άδη που ήρθε να με πάρει. Είναι απλώς ο τελευταίος ασθενής τον οποίο είχε ξεχάσει απορροφημένος από τη σφοδρή επιθυμία να κάνει στη μύγα μια γρήγορη κηδεία. Γιατί άνθρωπος ήταν κι αυτός, και είχε την ανάγκη να εκτονωθεί, να νιώσει την αδρεναλίνη να ρέει στις φλέβες του με τη έξαψη του κυνηγιού ενός «υποδεέστερου» κατά προτίμηση όντος.
Κάθισε λοιπόν και αυτός απέναντί του και, επιστρατεύοντας τεχνικές και μεθόδους τις οποίες είχε πρόχειρες λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, επανέκτησε την ψυχραιμία του και, σκουπίζοντας διακριτικά τη λεπτή μεμβράνη ιδρώτα από το μέτωπό του, επιχείρησε να κάνει ό,τι έκανε πάντα. Δήθεν χαλαρές ερωτήσεις-κλειδιά θα του έδιναν το ψυχολογικό προφίλ που χρειαζόταν.
Μπροστά του είχε ένα άτομο που τόσο η εμφάνιση όσο και τα λεγόμενά του κραύγαζαν την πολιτική του ταυτότητα. Μαύρα ρούχα, χοντρές καλογυαλισμένες αρβύλες, από εκείνες που έτσι και σε πατήσουν μπαίνεις κατευθείαν χειρουργείο, στην καλύτερη για εγχείριση μεταταρσίου. Στο μνημειώδες κεφάλι και στα μυώδη μπράτσα, που αποκαλύφθηκαν καθώς έβγαλε το γεμάτο καρφιά δερμάτινο μπουφάν, πλήθος φασιστικών συμβόλων σε τατουάζ. Σβάστικες, διπλοί πελέκεις, ισπανική φάλαγγα με το ζυγό και το βέλος, ο κουκουβίζων αετός, ακόμα και το αγκίστρι του λύκου – η πλήρης γκάμα. Όσο για τις απόψεις του, τα γνωστά περί μεταναστών, ανθρώπινων σκουπιδιών, φούρνων, σαπουνιών και ελληνικής καθαρότητας.
Και, καθώς ο δόκτωρ σκεφτόταν ότι, αν ο νεαρός συνέχιζε σε αυτό το μοτίβο δεν θα μπορούσε να τον αναλάβει – Διότι τίθεται θέμα δεοντολογίας, το πεδίο να εργασθεί η επιστήμη με ένα φονιά είναι ανύπαρκτο – αλλά και προβληματιζόταν εναγωνίως – εναγωνίως! – για το πώς θα του το φέρει για να μην κινδυνεύσει η σωματική του ακεραιότητα, ο αμονοκέφαλος σταμάτησε απότομα και κάρφωσε το μέχρι τώρα φρενιασμένο βλέμμα του στο παράθυρο, ενώ ταυτόχρονα έχωνε το χέρι στην τσέπη του μπουφάν του, που όλη αυτή την ώρα κρατούσε σφιχτά πάνω του. Κρύος ιδρώτας έλουσε για άλλη μια φορά τον δόκτορα. Δεν τη γλιτώνω τελικά. Τώρα θα βγάλει τη σιδερογροθιά!
Όμως ο νεαρός, με μια κίνηση απαλή, έβγαλε από την τσέπη του ένα φυλλάδιο – που για να μην ταραχτεί παραπάνω ο δόκτωρ έκανε ότι δεν βλέπει τα γνωστά σύμβολα πάνω του – και σηκώθηκε από τη θέση του. Με αργές κινήσεις και μάτια καρφωμένα στο παράθυρο προχώρησε προς τα εκεί. Ο δόκτωρ το χώνεψε τελικά ότι το θέμα δεν ήταν αυτός και, ακολουθώντας τη βλεμματική και σωματική διαδρομή του τρομακτικού γίγαντα, είδε το αντικείμενο του, μέχρι πριν λίγο, ενδιαφέροντός του να ζουζουνίζει κολλημένο στο τζάμι, κινώντας τώρα και το ενδιαφέρον του πελάτη του. Ε τώρα την πάτησες σκατόμυγα, σκέφτηκε σκιρτώντας χαιρέκακα. Αν δεν σε καθαρίσει αυτός, τότε ποιος;
«Μου επιτρέπετε;» γύρισε και τον ρώτησε ο νεαρός, και κάτι δεν κολλούσε στον τόνο της φωνής και στο ύφος του. Ωστόσο ο δόκτωρ ένευσε καταφατικά. Δεν είχε και πολλές επιλογές. Πρώτα απ’ όλα γιατί δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να του φέρει αντίρρηση και δεύτερο γιατί ήθελε να ξεφορτωθεί επιτέλους το μίασμα που του είχε γανώσει τα νεύρα μολύνοντας επιπλέον τον άψογο χώρο του.
Περίμενε λοιπόν τον καταπέλτη της χερούκλας του νεαρού. Αντί γι’ αυτό όμως εκείνος άνοιξε το παράθυρο και, ανεμίζοντας ελαφρά το φυλλάδιο, καθοδήγησε τη μύγα στην ελευθερία της. Έξω στο μολυσμένο αέρα της Αθήνας.
“Πλάσματα του Θεού είναι κι αυτά”, είπε με φωνή που έτρεμε σχεδόν από συγκίνηση ο νεαρός παραπλανημένος νεοναζί. Γιατί μπορεί τα βράδια να κυνηγούσε σκουρόχρωμα μέλη «κατώτερων φυλών», όμως δεν χωρούσε αμφιβολία ότι είχε ριχτεί, ψυχή τε και σώματι, στην αποστολή για τη διάσωση αυτού του εντόμου. Μπορεί να είναι μικρότερα και άρα πιο αδύναμα από μας, συνέχισε, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ίσα δικαιώματα με μας σ’ αυτή τη ζωή.
Και για μια στιγμή ο δόκτωρ νόμισε ότι είδε κάτι σαν δάκρυ να λάμπει στα μάτια του.
Η πιο μεγάλη ώρα. Η ώρα που η μέρα του δόκτορα άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον.