Η νουβέλα Θάνατος στη Βενετία του Thomas Mann έχει πολλά κοινά με την τραγωδία Βάκχαι του Ευριπίδη. Και στα δύο αυτά έργα βρίσκουμε τον πρωταγωνιστή αντιμέτωπο με μια πανδημία, συμβολική στο Βάκχαι, πραγματική στο Θάνατος στη Βενετία. Οι δυο πρωταγωνιστές (ένας νεαρός στο έργο Βάκχαι, ένας μεσόκοπος στο έργο Θάνατος στη Βενετία) κάνουν ο καθένας και μία ριζικά διαφορετική επιλογή σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον θα αντιμετωπίσουν αυτή την πανδημία. Το ερώτημα λοιπόν είναι: αποφασίζεις, όπως ο Πενθεύς του Ευριπίδη, να αγνοήσεις τον επικείμενο όλεθρο ώσπου να είναι πια πολύ αργά για επανόρθωση ή αποφυγή; Ή, όπως ο Aschenbach του Mann, προσπαθείς επίμονα να εξιχνιάσεις την αλήθεια και κατόπιν αποκρύπτεις γνώση που θα μπορούσε να σου σώσει τη ζωή;
Και οι δύο αυτοί τρόποι αντιμετώπισης του διλήμματος – τελικά εξίσου καταστρεπτικοί – εφαρμόζονται πάλι στην πανδημική μας κατάρα του 2020, και μπορούν να μας διδάξουν πολλά.
Πενθεύς Αμαθής
Το κεντρικό θέμα του έργου Βάκχαι είναι η έλευση του Διονύσου – θεού του κρασιού, θεού των νυχτερινών γλεντιών – στην Ελλάδα. Ο Διόνυσος ξεκινά από τη Θήβα, εφόσον είναι το βλαστάρι του Διός και της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, ιδρυτή των Θηβών. Ο Πενθεύς, ανηψιός της Σεμέλης, είναι ένας νεαρός χωρίς καμία πείρα, που πρόσφατα έχει αναλάβει το αξίωμα του βασιλιά από τον παππού του, τον Κάδμο. Ο Πενθεύς μας παρουσιάζεται γεμάτος αβάσιμη αυτοπεποίθηση και ψευτοπαληκαριά. Έτσι, όταν εμφανίζεται ο Διόνυσος, συνοδευόμενος από μία ακολουθία μαινάδων σε κατάσταση παροξυσμού, τον αντιμετωπίζει με περιφρόνηση. Στο κάτω-κάτω, μολονότι ο Διόνυσος γεννήθηκε στην Θήβα, τώρα έρχεται από την Ανατολή, για την οποίαν οι Έλληνες είναι γεμάτοι καταφρόνια επειδή την θεωρούν βάρβαρη, μία περιοχή εκθηλυσμένων ανδρών και υπερβολικής πολυτέλειας. Σε μία κλιμάκωση τραγικής ειρωνίας, το ακροατήριο που έχει ήδη ακούσει ή διαβάσει τον πρόλογο του έργου, έναν μονόλογο του Διονύσου, είναι καλύτερα πληροφορημένο από τον Πενθέα, ο οποίος νομίζει ότι έχει να κάνει με έναν αγγελιαφόρο του θεού, όχι με τον θεό τον ίδιο. Αυτό ίσως ωθεί τον νέο Πενθέα σε μία επιπρόσθετη, όσο και παραπλανημένη αντίσταση.
Ο Διόνυσος (που, όπως μας πληροφορεί ο μύθος, εισήγαγε το κρασί στην Ελλάδα) είναι, κατά την γνώμη του Πενθέως, ένας «θηλύμορφο[ς] ξένο[ς] ος εσφέρει νόσον καινήν γυναιξί και λέχη λυμαίνεται» (Βάκχαι γρ. 353-354). Η πορεία του Διονύσου – όπως και η πορεία πολλών λοιμών – είναι από την Ανατολή προς τη Δύση.
Λοιπόν, σε μία τέτοια κατάσταση, τι αποφασίζεις να κάνεις αν είσαι ένας νέος βασιλιάς αμύητος στις περιπλοκές της ζωής; Αρνείσαι να αναγνωρίσεις την αλήθεια, δηλαδή ότι ο Διόνυσος, αν και συνομήλικος με τον πρώτο του εξάδελφο, τον Πενθέα, είναι ένας θεός, απείρως ισχυρότερος από εσένα; Φυλακίζεις εκείνον που θεωρείς απλώς αντιπρόσωπο του Διονύσου; Προσπαθείς να τον περιορίσεις στο μπουντρούμι του παλατιού; Είναι μία μάταια απόπειρα εφόσον πρόκειται για τον ίδιο τον Διόνυσο, που δραπετεύει εύκολα, και η συμπεριφορά του, το μεθύσι και η ροπή προς ασέλγεια επηρεάζουν όλη την πόλη (τις γυναίκες σίγουρα, καθώς και μερικούς ηλικιωμένους άνδρες).
Σ’αυτήν την τραγωδία, ο αξιολύπητος Πενθεύς, πολύ νέος για το ρόλο του ηγέτη, χωρίς την ωριμότητα του «γνώθι σ’αυτόν» τρελαίνεται από την προσωποποίηση του λοιμού που είναι ο Διόνυσος, του οποίου την παντοδυναμία ούτε μπορεί να συλλάβει ούτε να αναγνωρίσει.
Ο μεταμφιεσμένος Διόνυσος εκμεταλλεύεται την αφέλεια του Πενθέως και τον πείθει να φορέσει γυναικεία ενδυμασία για να μπορέσει να παρακολουθήσει απαρατήρητος τα όργια των μαινάδων στα βουνά. Εκεί, συναντά και την μαινάδα μητέρα του, η οποία, σε κατάσταση παραφροσύνης αποκεφαλίζει τον ίδιο της το γιό, καθώς τον έχει περάσει για λιοντάρι και, με το κεφάλι του καρφωμένο σ’ ένα κοντάρι, γυρίζει θριαμβευτικά στην πόλη.
Λοιπόν, τι θα μπορούσαμε να μάθουμε από αυτή την ιστορία; Είτε είσαι νέος, είτε γέρος, είτε ένας πανίσχυρος ηγέτης, είτε ένας κοινός πολίτης, μην χάνεις επαφή με την πραγματικότητα. Μην επιτρέψεις σε μία πανδημία να σου στερήσει την διαύγεια της λογικής. Εξακολούθησε να πιστεύεις στα ιδανικά σου. Μείνε ήρεμος, υπομονετικός – και, αν είναι δυνατόν, αισιόδοξος. Βεβαίως, συνέχισε την προσπάθεια να περιορίσεις, όσο το δυνατόν περισσότερο, τον κίνδυνο, όπως ο Πενθεύς προσπάθησε να εξουδετερώσει τον Διόνυσο. Να φοράς την μάσκα σου, να πλένεις τα χέρια σου, να μένεις σπίτι αν είναι δυνατόν. Αυτά είναι και λογικά και αποτελεσματικά μέτρα που μπορείς να πάρεις.
Με δυό λόγια, «γνώθι σ’αυτόν». Είσαι πιό λογικός από τον Πενθέα, έναν υπεροπτικό αλλά και αμαθή νέο βασιλιά. Όμως, ενώ για τον Πενθεά, ήταν αδύνατον να αναμετρηθεί με έναν ύπουλο θεό, εμείς, ως ένα κοινωνικό σύνολο, θα υπερισχύσουμε του COVID, χωρίς καμία αμφιβολία. Η φρόνησή μας, το σθένος μας, η σταθερή μας στάση εν όψει του μεγάλου κινδύνου που αντιμετωπίζουμε θα νικήσουν το λοιμό.
Το Σημείο Αδιεξόδου για τον Aschenbach
Ο Θάνατος στη Βενετία διηγείται την ιστορία ενός μεσόκοπου Γερμανού συγγραφέα παγκοσμίου φήμης, του Gustave von Aschenbach, που ταξιδεύει στη Βενετία για να υπερνικήσει στειρότητα έμπνευσης, κόπωση, και ανία. Μακριά από τις συμβατικότητες και τους συμβιβασμούς της πατρίδας του, και από τα αυστηρά όρια συμπεριφοράς στα οποία τον δεσμεύει η φήμη του, απλωμένη πια σε ολόκληρη τη βόρεια Ευρώπη, επιτρέπει τώρα στον εαυτό του να υποκύψει στην ακατανίκητη ερωτική έλξη που νοιώθει για ένα δεκατετράχρονο αγόρι Πολωνικής καταγωγής, πολύ όμορφο. Συχνά έχουν συγκρίνει την καλλονή του με την καλλονή του Διονύσου, με τις μακριές, ολόξανθες κυματιστές του μπούκλες, και το χαμόγελο του με την σαγηνευτική γοητεία. Ο Aschenbach δεν μιλάει ποτέ στο αγόρι, τον Tadzio, μολονότι οι δυο τους συνεννοούνται με ματιές. Ο Aschenbach, είτε ενσυνείδητα είτε όχι, παρεξηγεί απόσπασμα του διαλόγου Φαίδρος του Πλάτωνος. Θεωρεί τον εαυτό του λάτρη του αγνού, του άσπιλου κάλλους, και συνεπώς έναν φιλόσοφο, έναν λάτρη της σοφίας, γιατί τελικά η έκσταση μπροστά στη θέα ενός εξαίσιου ανθρώπου, φέρνει τον θεατή πιο κοντά στις αγνές, στις άυλες μορφές, που ο Πλάτων ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύουν την Αλήθεια.
Μα η λατρεία του μεσόκοπου Aschenbach για τον Tadzio γίνεται όλο και μεγαλύτερη παίρνοντας ερωτικές διαστάσεις (αν και χωρίς φυσική επαφή) – ώσπου τελικά ο Aschenbach, γνωστός για την εγκράτειά του και την σύνεσή του, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη, και για την ακλόνητή του αφιέρωση στη λογοτεχνία, μεταμορφώνεται βαθμηδόν σε έναν ξετρελαμένο άνθρωπο που ακολουθεί αθόρυβα και επίμονα, σαν φάντασμα, το αγόρι και την οικογένειά του παντού στη Βενετία.
Ο Aschenbach αναγνωρίζει ότι είναι ερωτευμένος με το αγόρι. Στέκεται έξω από την πόρτα του Tadzio, στο πολυτελές ξενοδοχείο Hȏtel des Bains και ψιθυρίζει την χιλιοειπωμένη φράση: «σ’αγαπώ», μολονότι συγχρόνως ομολογεί ότι ντρέπεται για τα αισθήματά του αυτά προς το αγόρι, αισθήματα που προσβάλλουν την παράδοση των προπατόρων του, που ήσαν όλοι σεβαστοί πολίτες. Όλοι εκτός από έναν, τον πατέρα της μητέρας του, έναν μαέστρο από τη Βοημία. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, ο Aschenbach μαθαίνει ότι ένας λοιμός απειλεί τη Βενετία. Οι αρχές της πόλης υποτιμούν τη σοβαρότητα της απειλής, οι μικρέμποροι, οι κουρείς, και οι πλανόδιοι ηθοποιοί αρνούνται την υπάρξή του, λέγοντας ότι το βακτηριοκτόνο φάρμακο με το οποίο έχουν απολυμάνει τους δρόμους είναι, απλώς, ένα προληπτικό μέτρο, που χρησιμοποιείται επίσης έναντι του νότιου ανέμου Sirocco. Ο Aschenbach παρατήρεί ότι ναι μεν οι περισσότεροι Γερμανοί περιηγητές έχουν φύγει από τη Βενετία, αλλά άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Πολωνών, εξακολουθούν να αγνοούν την απειλή του λοιμού. Αποφασίζει λοιπόν ο Aschenbach να θεωρήσει την εξακρίβωση της αλήθειας ως αποστολή του. Ρωτάει τον καθένα σχετικά με τον κίνδυνο του λοιμού, ώσπου, τέλος, προϊστάμενοι του Βρεττανικού ταξιδιωτικού γραφείου τον βεβαιώνουν για την πραγματικότητα της απειλής: η Ασιατική χολέρα έχει προχωρήσει από την Ανατολή στην Ευρώπη, ακολουθώντας μιά πορεία παρόμοια με την εισβολή του Διονύσου στη Ελλάδα. Συμβουλεύουν τον Aschenbach να φύγει αμέσως από τη Βενετία, διότι επίκειται η απομόνωση της Βενετίας.
Και σ’αυτό ακριβώς το σημείο η συμπεριφορά του Aschenbach γίνεται προβληματική. Έχει καθήκον να προειδοποιήσει την οικογένεια του Tadzio να φύγει αμέσως από τη Βενετία. Στη φαντασία του, βλέπει τον εαυτό του να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, μιλώντας στην αριστοκρατική, ακατάδεχτη μητέρα του Tadzio, καθώς απλώνει προστατευτικά τις παλάμες του πάνω στις ξανθές, Διονύσιες μπούκλες του αγοριού. Όμως, ο πόθος του Aschenbach να κρατήσει τον Tadzio κοντά του αποδεικνύεται ισχυρότερος από το ηθικό του καθήκον. Ο Aschenbach έχει πλέον φθάσει στο σημείο άνευ επιστροφής, στο οποίο το ψέμα είναι πιο καθηλωτικό από την αλήθεια, στο σημείο που τον κάνει συνένοχο με τις Βενετικές αρχές: η χολέρα πρέπει να μείνει μυστικό.
Ευτυχώς, η οικογένεια του Tadzio θα φύγει από τη Βενετία εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Όσο για τον Aschenbach, που αντιλαμβάνεται πλήρως το βάθος της κατάντιας του, τελικά πεθαίνει στην ακρογιαλιά, την ώρα που στρέφει το βλέμμα του προς τον Tadzio για μία τελευταία φορά, και βλέπει, στη φαντασία του, το αγόρι με τον δείκτη του τεντωμένο προς την Ανατολή, απ’ όπου άρχισε η χολέρα, καθώς και η συμβολική χολέρα στις Βάκχες του Ευριπίδη.
Ποιό, λοιπόν, είναι το μάθημα που μπορούμε να αντλήσουμε απ’ αυτή, τη δεύτερη, ιστορία; Ο Θάνατος στη Βενετία μπορεί να θεωρηθεί μία προειδοποίηση για τη μάστιγα της δικής μας μολυσμένης εποχής. Το μήνυμα είναι: πάντα ψάχνε να ανακαλύπτεις την αλήθεια. Όταν την ξέρεις, διαλάλησέ την, ακόμα κι αν ούτε εσύ, ούτε οι γείτονές σου, ούτε οι συμπολίτες σου θέλουν να την ακούσουν. (Όπως λέει ο Οιδίπους, «Αλλ’ όμως ακουστέον».) Όλοι μας πρέπει να είμαστε γενναίοι. Και αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη γενναιότητα είναι η ευθύνη του καθενός μας για την ευημερία της κοινωνίας. Λοιπόν, να φοράς τη μάσκα σου!
Ο Aschenbach τελικά πεθαίνει στη Βενετία, μόλις και μετά βίας διατηρώντας κάποια αξιοπρέπεια, ενώ η ενοχή του παραμένει άγνωστη σε όλους, εκτός από αυτόν τον ίδιο. Η Αλήθεια, και τα προστατευτικά μέτρα που απαιτείται να λαμβάνουμε, είναι ίσως ο μόνος τρόπος να υπερισχύσουμε του πανδημικού αυτού λοιμού.
Ο Aschenbach είναι πιο ηλικιωμένος από τον Πενθέα, αλλά είναι εξίσου αμαθής, όσον αφορά στα αισθήματα. Αδίδακτος, και ανεπίδεκτος, είναι τελείως απροετοίμαστος όταν απρόσμενα, το χάος που δημιούργησε ο λοιμός, του αποκαλύπτει μία καινούργια, προηγουμένως απαγορευμένη εμπειρία. Όπως ο Πενθεύς, έτσι και ο Aschenbach, υποτιμά μία δύναμη ανώτερή του. Και, όπως ο Πενθεύς, ο Aschenbach κάνει το θανάσιμο λάθος.
###
Η Σούζαν Ματθία, έχει PhD στη Συγκριτική Λογοτεχνία από το New York University όπου και διδάσκει Αρχαία Ελληνική, Ρωμαϊκή και Ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Μετέφρασε το μυθιστόρημα Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη. Αυτή η μετάφραση δημοσιεύθηκε από τον εκδοτικό οίκο Cosmos Publishing. Ο Μιλτιάδης Ματθίας ειναι πιανίστας και μεταφραστής Ελληνικής και Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και ποίησης. Μαζύ μεταφράσανε τη δοκιμή «Ερωτόκριτος» του Σεφέρη που δημοσιεύθηκε στο Modern Greek Studies Yearbook από το University of Minnesota.