You are currently viewing Τάσος Γουδέλης: ένα διήγημα

Τάσος Γουδέλης: ένα διήγημα

ΕΘΕΛΟΤΥΦΛΙΑ

 

Το τελευταίο που θα σκεπτόταν ότι θα μπορούσε κάποτε να την ξαναδεί τότε που έφυγε μέσα σε  θολό τοπίο και τον χρόνο όπως πάντα να αδιαφορεί  τον απασχολούσαν άλλα βιαστικά όμως πιθανόν στο βάθος της ταραχής του να μην είχε αποκλείσει ότι θα διασταυρωθούν πάλι στο μέλλον  τώρα πια μετά από τόσο καιρό δεν ξεχνά ότι σε όλο το διάστημα μετά που δεν βλέπονταν και ήταν πολύ μεγάλο  είχε την εντύπωση ότι εκείνη τον παρακολουθούσε αόρατη μπορεί μέσα από ένα αυτοκίνητο την ώρα που αυτός περπατούσε ή από ένα παράθυρο όταν περνούσε στο δρόμο αλλά γρήγορα απέφευγε παρόμοιες σκέψεις εξάλλου είχε περάσει το σύνορο που είχαν σιωπηρά συμφωνήσει και έπρεπε να θεωρεί το παρελθόν νεκρό εν πάση περιπτώσει ποιος προλαβαίνει να τακτοποιήσει τις αδιόρατες εικόνες και τις λέξεις που πάντα συγχέονται στο διαλυμένο εσωτερικό του να αποφύγει σαν τις απρόσκλητες συσπάσεις του σώματός του που φοβάται να εξηγήσει ακόμα και αν μπορούσε όμως τις συνηθίζει και συνεργάζεται δηλαδή υποκύπτει όπως θάλεγε κανείς γιατί δεν είναι και τόσο δυσάρεστες οι εκκρεμότητες που αν δεν υπάρχουν θα χάναμε την ευκαιρία να απολαύσουμε το άγχος που νομίζουμε δώρο και μας κρατά ζωντανούς ήταν λοιπόν μακριά αλλά και κοντά της με τον τρόπο του με την παράλογη πεποίθηση ότι θα την εύρισκε δίπλα του στο κρεβάτι γυρίζοντας προς το μέρος της απαλά με μια περιστροφή αργή που θα είχε καταργήσει θεωρίες αποστάσεων και στιγμών  αυτό μέσα του κρυβόταν σαν ένα τελευταίο καταφύγιο παρότι ο άλλος του εαυτός του έλεγε ότι όλα είχαν τελειώσει μεταξύ τους αμετάκλητα και όσα ήθελε να φαντάζεται ακόμα ζωντανά ήσαν αυταπάτες με τις οποίες του άρεσε πάντα να φλερτάρει παιδικά σαν να μην υπήρχε η πιθανότητα της νύχτας και της γεύσης που αφήνει πίσω του ένας αποχαιρετισμός αυτόν παράλογα τον συντηρούσε η ιδέα του προσωρινού και τα πρωινά του κόσμου που περιφρονούν το πένθος νομίζοντας ότι τα πρόσωπα που είχε εγκαταλείψει ή απλώς προσπεράσει τον περίμεναν χωρίς την σκιά τους αναλλοίωτα

 

είχε διατηρήσει λοιπόν με κρυφή αισιοδοξία και άγια αφέλεια ότι θα συναντηθούν πάλι αναλλοίωτοι σαν να είχαν μόλις χωρίσει με τα καθημερινά κλειδιά της επιστροφής καθένας στο χέρι του ας είχαν περάσει δραματικά οι μέρες και οι στιγμές που όλοι διαπιστώνουν ότι η μορφή τους στον πρωινό καθρέφτη δεν είναι η ίδια με τη χθεσινή τόσο απλά μα αντιστεκόταν στην ιδέα να το δεχθεί σαν να είχε κάνει ρομαντική συμφωνία με κάποιο πνεύμα τόσο αφοσιωμένος ήταν στη βεβαιότητά του σαν τον πιστό που ζει σε μια λευκότητα χωρίς πένθος δεν ανησυχούσε γιατί όλα νόμιζε θα επανέλθουν ως δια μαγείας ή μάλλον πολύ φυσικά γιατί έτσι είχε συνηθίσει να σκέπτεται λες και το τοπίο έξω από το παράθυρο θα μείνει άφθαρτο σαν εγγύηση μελλοντική πότε αυτός θα αποφασίσει να την αναζητήσει επιστρέφοντας

 

  σαν κάποιος που αφήνει πίσω του χρόνια εκείνη και αφού περνάει από δαιδάλους πιστεύοντας στο τέλος ότι περίμενε απλώς στη διάβαση για απέναντι θέλει να την συναντήσει πάλι αφού είχε κλείσει την πόρτα πίσω του λες πριν από λίγο αφήνοντας τη σιλουέτα της σκυμμένη στην καθημερινότητα που θα τον υποδεχόταν την επόμενη στιγμή νόμιζε και εκείνη θα σήκωνε το πρόσωπο κοιτώντας τον απαράλλακτη ενώ τώρα που την ξαναβλέπει καταρρέει γιατί ανάμεσα στις δύο κινήσεις της είχε μεσολαβήσει κάτι σαρωτικά άγνωστο που την μεταμόρφωσε όπως σε ταινία τρόμου

 

ή μάλλον αυτός πρέπει να είχε αλλάξει και το αναγνώρισε στο φθαρμένο πρόσωπό της αλλά ήταν πολύ αργά να σκεφτεί ότι είχε κάνει λάθος τόσα χρόνια και τώρα έπρεπε να το παραδεχθεί οπότε έκλεισε τα μάτια κοιτώντας πίσω για να βλέπει αυτό που ήθελε να δει πείθοντας τον εαυτό του παράλογα ότι έχει συναντήσει τώρα κάποιο εχθρικό πνεύμα που του αρέσει να υπενθυμίζει ότι δεν τρώμε με τα χέρια ζωντανών και φεύγουμε από κοιμητήρια ξεχνώντας με τη σοφία της ταχύτητας το μόλις παρελθόν

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.