«Για το καλό μου», τραγούδησε ο υπέροχος Γιάννης Μηλιώκας κάποτε.
Ε ναι λοιπόν, όλα γύρω μας γίνονται για το καλό μας!
Και δεν πιστεύω να έχει κανείς αντίρρηση, εεεε; (…)
Ας τα πάρουμε δι’ ολίγον τα πράγματα από την αρχή:
Το Φεβρουάριο που άρχισε να διαφαίνεται η σοβαρότητα της κατάστασης αυτού που ονομάστηκε «Πανδημία», αρχίσαμε να τσακωνόμαστε για το πώς ακριβώς θα έπρεπε να αποκαλούμε το κακό που μας βρήκε. Οι μισοί υποστήριζαν πως το σωστό είναι «ΚορονΟϊός» και οι άλλοι μισοί «ΚορονΑϊός». Οι μεν αποκαλούσαν τους δε κάτι σαν «αστοιχείωτους και φλώρους» και οι δε τους μεν κάτι όπως «χλεχλέδες και τυχάρπαστα τσουτσεκάκια».
Για την ακρίβεια, βέβαια, δεν ήταν μισοί-μισοί, όπως ποτέ δεν είναι, γιατί πάντα υπάρχει κι ένα ποσοστούλι απεγνωσμένων ανθρώπων που αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος του άσπρου ή μαύρου, στους δρόμους των οποίων αναγκάζεται να πορεύεται. Αλλά ποιος ασχολείται μαζί τους ώστε να το κάνουμε κι εμείς εδώ και τώρα;
Οπότε ας ξαναγυρίσουμε στους μισούς-μισούς που λέγαμε…
Η αποφυγή και η άρνηση είναι αμυντικοί μηχανισμοί τους οποίους ενεργοποιούμε όταν δεν είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε όσα μας πληγώνουν. Και εκφράζονται με διαφορετικούς τρόπους, απ΄όλους. Και από τους μισούς και από τους άλλους μισούς, αλλά και από το υπόλοιπο ποσοστούλι, το οποίο δεν παύει να έχει κι αυτό τα θεματάκια του.
Σε περίπτωση σοκ δε, ακόμα παραπάνω -ούλοι.
Μιας λοιπόν και κυριαρχεί (χωρίς ιδιαίτερο κόπο) η εντύπωση πως ο ένας θέλει να κάνει κακό στον άλλον και ο άλλος θέλει να ψιθυρίσει δυο φωνήεντα στον έναν (πάντα εξάλλου βόλευε το διαίρει και βασίλευε), η κατάσταση, φίλοι μου, έχει ως εξής :
- Δεν θα μου πεις εσύ πώς θα σκεφτώ, εντάξει;
- Μπα; Και ποιος θα σου πει;
- Θα μου πει ο υπουργός!
- Και γιατί να σου πει ο υπουργός;
- Και ποιος να μου πει;
- Να σου πει ο δημοσιογράφος!
- Και γιατί να μου πει ο δημοσιογράφος;
- Και ποιος να σου πει;
- Να μου πει ο επιστήμονας!
Ποιος υπουργός όμως; Και ποιος δημοσιογράφος; Και ποιος επιστήμονας; Ο δεξιά μπαίνοντας ή ο αριστερά βγαίνοντας; Ο τηλεμαϊντανός που λέει ό,τι του λεν στο αυτί ή ο νομπελίστας που ξαφνικά …τρελάθηκε; Ο …μυαλωμένος της παρέας που απαξάπαντως συμβουλεύεται το ζώδιό του πριν βγει από το σπίτι ή ο ψεκασμένος ή ο ψηφισμένος της περιοχής/ της χώρας/της ηπείρου, που τα παίρνει απ’ όπου είναι κατά καιρούς εφικτό; Ο «επαναστάτης» που τα κάνει πρώτος πάνω του αλλά το κρύβει ή η κυρούλα που θλίβεται γιατί σταμάτησε το μανικιούρ για το καλό της ανθρωπότητας; Οι ηλικιωμένοι που στερούνται τους δικούς τους και πεθαίνουν κυρίως από την απομόνωση και την κατάθλιψη ή τα παιδάκια που θα μεγαλώσουν αστοιχείωτα και με την ενοχή πως σκότωσαν τους παπουδογιαγιάδες τους;
Σε πολλά θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με τον έναν, χωρίς όμως να σημαίνει πως συμφωνούμε σε όλα ή πως δεν συμφωνούμε σε τίποτα με τον άλλον.
Πολλά επίσης θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμα, όσα κι αν έχουν ως τα τώρα ακουστεί.
Σε κάθε περίπτωση, εξακολουθούμε να ζούμε κάτι πρωτοφανές, όσο κι αν μας έχει δείξει πλέον κάποιες από τις βασικές του όψεις, όπως το ότι απαγορεύεται να εκφραστεί κάποια αντίθετη από την επίσημη παγκόσμια γνώμη, όπου τα νούμερα κυβερνούν και κυριαρχούν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και με το νόμο.
Έλα όμως που όλοι όσοι ασχολούνται με τα νούμερα δεν το κάνουν με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό;
Κάποιοι ασχολούνται για να τα αναλύσουν, άλλοι για να τα συλλέξουν ή να τα δημιουργήσουν ή για να τα δημοσιοποιήσουν, πάμπολλοι για να κάνουν πως τα κατανοούν συμφωνώντας ή διαφωνώντας, πάρα πάρα πολλοί για να τα ψηφίσουν και να τα υποστηρίξουν δια βίου με αντάλλαγμα είτε αυξημένες τραπεζικές καταθέσεις είτε κάποιες από τις εγκεφαλικές τους λειτουργίες. Και πολλοί ακόμα.
Αρκεί τα νούμερα να επιπλέουν!
Αρκεί τα νούμερα να ανεβαίνουν, ή και να κατεβαίνουν, ανάλογα με το αντικείμενο και τα συμφέροντα της ημέρας!
Αρκεί τα νούμερα να κυβερνούν, να βασιλεύουν και τον κόσμο να κυριεύουν!
Και θα κλείσουμε το απολύτως γενικό και αόριστο τούτο παραλήρημ….-εεε, το αφιέρωμά μας ήθελα να πω- στην κατάσταση που ζούμε, με ακόμα ένα τραγουδάκι από τα παλιά:
«Δύο σακιά χιλιάρικα κι ένα τσουβάλι λίρες
αν είχα θα με κοίταζαν
κι οι λεύτερες κι οι χήρες»
(Ζαμπέτας)
η απλότητα των λόγων συμφωνεί με την πραγματικότητα . Ας βοηθήσουν οι θεοί μη φαγωθούμε για να μας φάνε άλλοι.