Πρόκειται για άλλη μία φράση που έχουμε κληρονομήσει από την αρχαιότητα· δηλώνει μεταφορικά τη σωματική ή ηθική κατάπτωση του ανθρώπου, και εδώ την παρουσιάζουμε μέσα από ένα απόσπασμα από τον διάλογο του Λουκιανού Τίμων ἢ Μισάνθρωπος.
Η λέξη ῥάκος (τὸ) (→ ῥακένδυτος, ρακοσυλλέκτης ) σημαίνει το φθαρμένο και ξεσκισμένο ένδυμα, το κουρέλι, και τη συναντούμε ήδη στον ΄Ομηρο.
Στη ραψωδία ν της Ὀδύσσειας οι Φαίακες φέρνουν στην Ιθάκη τον Οδυσσέα, στον οποίο εμφανίζεται η θεά Αθηνά που του καταστρώνει σχέδιο δράσης κατά των μνηστήρων και τον μεταμορφώνει σε γέροντα ζητιάνο, για να μεταβεί στον πιστό χοιροβοσκό του, τον Εύμαιο, και στη συνέχεια στο ανάκτορο. Γέμισε ζάρες το όμορφο κορμί του, γράφει ο ποιητής, του εξαφάνισε τα ξανθά μαλλιά του, του έβαλε δέρμα γέροντα, του θάμπωσε τα μάτια του που πριν ήταν ωραιότατα, και συνεχίζει:
ἀμφὶ δε μιν ῥάκος ἄλλο κακὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,
ῥωγαλέα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ·
Δηλαδή: και άλλο παλιοκούρελο του φόρεσε κι ένα χιτώνα
ξεσκισμένο μες στη λέρα, κατάμαυρο από βρόμικο καπνό·
Και ο Αριστοφάνης στους Βατράχους του πλάθει μία λέξη για να χαρακτηρίσει τον Ευριπίδη και τον αποκαλεί ῥακιοσυρραπτάδην (← ῥάκιον, το υποκοριστικό τού ῥάκος + συρράπτω ), δηλαδή κουρελορράφτη, επειδή έκανε το πρωτάκουστο για το αττικό θέατρο, να παρουσιάσει ήρωές του φτωχούς και ντυμένους με κουρέλια, όπως τον Τήλεφο, τον βασιλιά των Μυσών, στο ομότιτλο δράμα του.
Ο Τίμων, για να γυρίσουμε στον διάλογο του Λουκιανού, είναι πραγματικό πρόσωπο. Αθηναίος, έζησε τον 5ο αι. π. Χ., και λέγεται ότι υπήρξε πλούσιος αλλά από σπατάλες κατάντησε φτωχός, και τότε εγκαταλείφθηκε από τους δήθεν φίλους του, αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή και μεταβλήθηκε σε μισάνθρωπο, επονομασία με την οποία έμεινε γνωστός. Λέγεται επίσης ότι πέθανε ύστερα από πτώση, επειδή δεν ήθελε να τον δει γιατρός. Εκτός από τον Λουκιανό, ενέπνευσε και τον Σαίξπηρ στη συγγραφή του έργου του, Τίμων ο Αθηναίος.
Ο διάλογος, με πολλά στοιχεία κωμωδίας, αρχίζει με τον Τίμωνα πάμφτωχο πλέον και αποτραβηγμένο στη μοναξιά του, κάπου στον Υμηττό. Είναι θυμωμένος με τον Δία που δεν τιμωρεί τους άδικους, επίορκους και σκληρούς ανθρώπους, του εκθέτει τη δυστυχία του και του εκφράζει την αγανάκτησή του για όλους όσους βοήθησε και ευεργέτησε στο πλούσιο παρελθόν του και που, σαν φτώχυνε, ούτε ήθελαν πια να τον γνωρίζουν ούτε γύριζαν να τον δουν.1 Ο Δίας, θέλοντας να αποδώσει δικαιοσύνη, διατάζει τον Ερμή να πάρει τον Πλούτο και να τον οδηγήσει στον Τίμωνα. Πλησιάζοντας ο Ερμής και ο Πλούτος στην κακοτράχαλη και άγονη γωνιά τού Τίμωνα, βλέπουν κοντά του την Πενία, τον Κόπο, την Καρτερία, τη Σοφία και την Ανδρεία και πλήθος άλλων, όσοι ακολουθούν την Πείνα (αρετές που αντιδιαστέλλονται προς ό, τι είχε πει προηγουμένως ο Πλούτος στον Ερμή, ότι δηλαδή σε όποιο σπίτι μπει, τρυπώνει μέσα και η ξιπασιά, η ανοησία, η υπεροψία, η μαλθακότητα, η αυθαιρεσία, η απάτη κι άλλα πολλά).
Μόλις τους βλέπει η Πενία εξανίσταται και λέει οργισμένη στον Ερμή: «Τώρα έρχεται ο Πλούτος στον Τίμωνα, τώρα που εγώ τον παρέλαβα σε κακή κατάσταση από την Απόλαυση, τον παρέδωσα σε τούτους εδώ, στη Σοφία και στον Κόπο, και τον ανέδειξα γενναίο και πανάξιο άντρα; […] Κι αφού τον εξάσκησα τέλεια στην αρετή, μου τον παίρνετε »‒ η συνέχεια στο πρωτότυπο:
ἵνα αὖθις ὁ Πλοῦτος παραλαβὼν αὐτὸν Ὕβρει καὶ Τύφῳ
ἐγχειρίσας ὅμοιον τῷ πάλαι, μαλθακὸν καὶ ἀγεννῆ καὶ ἀνόητον
ἀποφήνας ἀποδῷ πάλιν ἐμοὶ ῥάκος ἤδη γεγενημένον;
Σε μετάφραση
για να τον παραλάβει πάλι ο Πλούτος και να τον δώσει στα χέρια
της Υπεροψίας και της Ξιπασιάς κάνοντάς τον όμοιο
μ’ αυτόν που ήτανε παλιά, μαλθακό, χαμερπή και ανόητο,
και να τον δώσει μετά πίσω σ’ εμένα, αφού θα ’χει γίνει πλέον ράκος;
Και ο επιγραμματοποιός της εποχής του Αυγούστου, ο Αντίφιλος Βυζάντιος, σε ένα επίγραμμά του ( Παλατινή Ανθολογία 9.242) για έναν ακάματο πορθμέα, τον Γλαύκο, αναδεικνύοντας το μεγάλο δέσιμο που είχε ετούτος ο περαματάρης σε όλη του τη ζωή με το σκαφάκι του, γράφει πως δεν άφησε το πηδάλιο από το χέρι του ούτε όταν έφτασε σε βαθιά γηρατειά, όταν ήταν πια ἁλίοιο βίου ῥάκος, ράκος θαλασσινής ζωής.
(Και οι τρυφεροί στίχοι που ακολουθούν ιστορούν το τέλος που επεφύλαξε ο ποιητής για τον Γλαύκο του: Μιας που ούτε κι όταν έφτασε η ώρα του θανάτου του άφησε το γηραλέο του σκαρί, σαν πέθανε, έκαψαν το σκαφίδι του, για να πλεύσει ο γέροντας στον ΄Αδη μέσα στο δικό του πλεούμενο).
1) Αυτόν τον καημό θα τραγουδήσει και ο λαϊκός βάρδος περίπου δεκαεννέα αιώνες αργότερα:
Πάλιωσε το σακάκι μου·/ θα σβήσω απ’ το μεράκι μου·/ και καημό έχω μεγάλο/
δεν μπορώ να πάρω άλλο.
Πόσα κουστούμια χάρισα·/ μα τώρα που ρεστάρησα/ φίλος δε με πλησιάζει/
τα παλιόρουχα κοιτάζει.
Ντυμένο σε προσέχουνε/ κι όλοι κοντά σου τρέχουνε·/ σαν παλιώσουν πέρα ώς πέρα/δε σου λένε καλημέρα.
Β. Τσιτσάνη Το σακάκι, 1948
Οι καιροί αλλάζουν, η ζωή αλλάζει, όμως στο βάθος του ο άνθρωπος
παραμένει ο ίδιος.