Ι
Αφού δεν ελπίζω να ξαναγυρίσω
Αφού δεν ελπίζω
Αφού δεν ελπίζω να γυρίσω
Ποθώντας το χάρισμα του ενός και τις προοπτικές του άλλου
Δεν αντιμάχομαι πια ν’ αντιμάχομαι τέτοια πράγματα
(Γιατί θα έπρεπε ν’ απλώνει τα φτερά του ο γερασμένος αετός;)
Γιατί θα ’πρεπε να πενθώ
Της κοινής εξουσίας τη χαμένη δύναμη;
Αφού δεν ελπίζω να ξαναγνωρίσω
Την ασταθή δόξα της στιγμής
Αφού δεν νομίζω
Αφού γνωρίζω πως δεν θα γνωρίσω
Τη μόνη αυθεντική πρόσκαιρη ισχύ
Αφού δε δύναμαι να πιω
Εκεί που ανθίζουν δέντρα και ρυάκια κελαρύζουν, αφού
Τίποτα δεν γίνεται ξανά
Αφού γνωρίζω πως ο χρόνος είναι πάντα χρόνος
Κι ο τόπος, τόπος πάντοτε και μόνο τόπος
Κι ό,τι είναι παρόν, είναι παρόν μόνο για μια στιγμή
Και μοναχά για ένα σημείο
Χαίρομαι που τα πράγματα είναι όπως είναι και
Απαρνούμαι την ευλογημένη όψη
Και απαρνούμαι τη φωνή
Αφού δεν μπορώ να ελπίζω πως θα επιστρέψω
Χαίρομαι συνεπώς έχοντας να δημιουργήσω κάτι
Που να χαίρομαι γι αυτό
(…)