You are currently viewing Βασίλης Πανδής: Louise Glück: Όταν ήμουν μικρό παιδί…, Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

Βασίλης Πανδής: Louise Glück: Όταν ήμουν μικρό παιδί…, Μετάφραση: Βασίλης Πανδής

[Το κείμενο που ακολουθεί, αποτελεί την διάλεξη της Αμερικανίδας ποιήτριας Λουίζ Γκλικ (Νέα Υόρκη, 1943), για την αποδοχή του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας 2020, που της απονεμήθηκε από την Σουηδική Ακαδημία, τον περασμένο Οκτώβριο, «για την αλάθευτη ποιητική φωνή της, που με λιτή ομορφιά μετατρέπει την ατομική ύπαρξη σε πανανθρώπινη». Οι ιδιαίτερες συνθήκες που προέκυψαν φέτος εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, δεν επέτρεψαν την διοργάνωση της τελετής κατά τα ειωθότα, και την παρουσία της σεμνής ποιήτριας στην Στοκχόλμη. Έτσι, «απέχοντας από τις φανφάρες» (όπως έγραψε μια ιστοσελίδα του Βερμόντ), η Γκλικ δέχτηκε το βραβείο στον κήπο του σπιτιού της, στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, και το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του ιδρύματος. Β.Π.]

Όταν ήμουν μικρό παιδί, νομίζω πέντε ή έξι ετών, οργάνωσα με τη φαντασία μου έναν διαγωνισμό για την ανάδειξη του σπουδαιότερου ποιήματος στον κόσμο. Οι επικρατέστεροι υποψήφιοι ήταν δύο, το «Μικρό μαύρο αγόρι» του Μπλέικ [1] και ο «Ποταμός Σουόνι» του Στίβεν Φόστερ [2]. Βημάτιζα πάνω κάτω στον ξενώνα του σπιτιού της γιαγιάς μου, στο Σίνταρχερστ, ένα χωριό στη νότια ακτή του Λονγκ Άιλαντ, απαγγέλλοντας -από μέσα μου και όχι φωναχτά, όπως μού ήταν προτιμότερο- το αλησμόνητο ποίημα του Μπλέικ, και τραγουδώντας -επίσης από μέσα μου- το στοιχειωτικό, ερημικό τραγούδι του Φόστερ. Το πώς συνέβη να διαβάσω Μπλέικ είναι ένα μυστήριο. Νομίζω πως υπήρχαν μερικές ανθολογίες ποίησης στο πατρικό μου σπίτι, ανάμεσα στα πιο κοινά βιβλία με τα πολιτικά και ιστορικά θέματα, και τα πολλά μυθιστορήματα. Όμως, συνδέω τον Μπλέικ με το σπίτι της γιαγιάς μου. Η γιαγιά μου δεν ήταν βιβλιοφάγος, αλλά υπήρχε ο Μπλέικ, «Τα τραγούδια της αθωότητας και της εμπειρίας», κι επίσης ένα μικροσκοπικό βιβλίο με τα τραγούδια από τα έργα του Σέξπιρ, πολλά από τα οποία είχα απομνημονεύσει. Ιδιαίτερα αγαπούσα το τραγούδι από τον «Κυμβελίνο», όπου μάλλον δεν καταλάβαινα λέξη, αλλ’ άκουγα τον τόνο, τις καντέντσες, τις προσταγές που κουδούνιζαν συναρπαστικές για κάθε συνεσταλμένο, φοβιτσιάρικο παιδί. «Και τάφο δοξασμένο να έχεις» [3]. Το ήλπιζα.

Τέτοιου είδους διαγωνισμοί, για την τιμή, για κάποιαν υψηλή αμοιβή, μου φαίνονταν φυσικοί· οι μύθοι που αποτελούσαν τα πρώτα μου αναγνώσματα, ήταν γεμάτοι από αυτούς. Το σπουδαιότερο ποίημα του κόσμου, αυτό μου φαινόταν, ακόμα και όταν ήμουν τόσο μικρή, να είναι η υψηλότερη των υψηλότερων τιμών. Επιπλέον, αυτός ήταν ο τρόπος που ανατραφήκαμε, εγώ και η αδερφή μου· να σώσουμε την Γαλλία (Ιωάννα της Λωραίνης), να ανακαλύψουμε το ράδιο (Μαρί Κιουρί). Αργότερα ξεκίνησα να καταλαβαίνω τους κινδύνους και τους περιορισμούς της ιεραρχικής σκέψης, αλλά κατά τα παιδικά μου χρόνια μού φαινόταν σημαντική η απονομή ενός βραβείου. Κάποιος θα στεκόταν στην κορυφή του βουνού, ορατός από πολύ μακριά, το μόνο ενδιαφέρον σημείο του βουνού. Ο άνθρωπος που βρισκόταν λίγο χαμηλότερα, ήταν αόρατος.

Ή (σε αυτήν την περίπτωση) το ποίημα. Ένιωθα με σιγουριά πως ειδικά ο Μπλέικ ήταν με κάποιον τρόπο γνώστης, αφοσιωμένος στο αποτέλεσμα αυτού τού γεγονότος. Αντιλαμβανόμουν πως ήταν νεκρός, μα ένιωθα πως ήταν ακόμα ζωντανός, καθώς μπορούσα ν’ ακούσω τη φωνή του -παραποιημένη, μα οπωσδήποτε τη φωνή του- να μου μιλά. Να μιλά -ένιωθα- μόνο σ’ εμένα ή ειδικά σ’ εμένα. Ένιωθα επίλεκτη, προνομιούχα, κι ένιωθα επίσης πως ήταν ο Μπλέικ αυτός στον οποίον φιλοδοξούσα να μιλήσω, αυτός στον οποίον, μαζί με τον Σέξπιρ, ήδη μιλούσα.

Ο Μπλέικ ήταν ο νικητής του διαγωνισμού, αλλ’ αργότερα συνειδητοποίησα πόσο έμοιαζαν αυτοί οι δύο λυρικοί. Με έθελγε -τότε, όπως και τώρα- η μοναχική ανθρώπινη φωνή, υψωμένη στον θρήνο ή τον πόθο, και οι ποιητές στους οποίους επέστρεφα, καθώς μεγάλωνα, ήταν οι ποιητές στων οποίων το έργο διαδραμάτιζα, ως η επίλεκτη ακροάτρια, έναν ρόλο αποφασιστικό. Οι εξομολογητικοί, οι σαγηνευτικοί και συχνά κρυπτικοί ή απόκρυφοι. Όχι οι ποιητές των σταδίων. Όχι οι ποιητές που μιλούν στον εαυτό τους.

Μου άρεσε αυτή η σύμβαση, μου άρεσε η αίσθηση πως αυτό για το οποίο μιλούσε το ποίημα, ήταν ουσιαστικό, μα επίσης προσωπικό, ένα μήνυμα που λαμβάνει ο ιερέας ή ο ψυχαναλυτής.

Η τελετή απονομής του βραβείου στον ξενώνα της γιαγιάς μου έμοιαζε, με την αρετή της μυστικότητάς της, να είναι μια προέκταση της έντονης σχέσης που το ποίημα είχε δημιουργήσει· μια προέκταση, όχι μια παραβίαση.

Ο Μπλέικ μού μιλούσε μέσω του μικρού μαύρου αγοριού· ήταν η κρυφή ρίζα αυτής της φωνής. Δεν μπορούσε να ειδωθεί, όπως δεν μπορούσε να ειδωθεί και το μικρό μαύρο αγόρι, ή δεν μπορούσε να ειδωθεί με ακρίβεια, από το αναίσθητο και περιφρονητικό λευκό αγόρι. Μα γνώριζα πως ό,τι έλεγε ήταν αληθινό, πως το πρόσκαιρο, θνητό του σώμα περιείχε μια ψυχή έκλαμπρης αγνότητας. Και το γνώριζα γιατί ο λόγος του μαύρου παιδιού, η περιγραφή των συναισθημάτων και των εμπειριών του, δεν περιέχει καμία κατηγορία, καμία επιθυμία για εκδίκηση, αλλά μόνο την πίστη πως στον υποσχεμένο τέλειο κόσμο της μετά θάνατον ζωής, θα αναγνωριστεί η αξία του, κι εκείνο σε μία πλησμονή της χαράς θα προστατεύσει το πιο ευάλωτο λευκό παιδί από την ξαφνική πλησμονή του φωτός. Το γεγονός πως αυτή δεν είναι μια ρεαλιστική ελπίδα, πως αγνοεί την πραγματικότητα, κάνει το ποίημα σπαρακτικό κι επίσης βαθιά πολιτικό. Το τραύμα και ο δίκαιος θυμός, τον οποίον το μικρό μαύρο αγόρι δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του να νιώσει, και από τον οποίον η μητέρα του προσπαθεί να το προστατεύσει, νιώθεται από τον αναγνώστη ή τον ακροατή. Ακόμα και όταν ο αναγνώστης είναι ένα παιδί.

Μα η δημόσια τιμή είναι άλλο ζήτημα.

Τα ποιήματα που -ολόκληρη τη ζωή μου- με έθελγαν με πάθος, είναι τα ποιήματα του είδους που περιέγραψα, ποιήματα μιας μύχιας επιλογής ή συμπαιγνίας, ποιήματα όπου ο ακροατής ή αναγνώστης συμβάλλει με τρόπο ουσιαστικό, ως αποδέκτης μιας εξομολόγησης ή μιας κραυγής, και κάποτε ως συμμέτοχος σε μια συνωμοσία. «Είμαι ο  κανένας», λέει η Ντίκινσον. «Είσαι ο κανένας κι εσύ; / Είμαστε τότε δύο – μην το μαρτυρήσεις…» [4]. Ή ο Έλιοτ «Ας πάμε λοιπόν, εσύ κι εγώ, / Όταν το βράδυ απλώνεται στον ουρανό / Σαν ασθενής αναίσθητος στο τραπέζι…» [5]. Ο Έλιοτ δεν καλεί τους προσκόπους. Ζητάει κάτι από τον αναγνώστη. Αντίθετα, ας πούμε, με το σεξπιρικό «Πώς να σε πω — καλοκαιριάτικο πρωί;» [6]. Ο Σέξπιρ δεν συγκρίνει εμένα με μια μέρα του καλοκαιριού. Μου επιτρέπεται να κρυφακούσω την εκθαμβωτική δεξιοτεχνία, μα το ποίημα δεν απαιτεί την παρουσία μου.

Στην τέχνη του είδους που με έθελγε, η φωνή ή κρίση του συνόλου είναι επικίνδυνη. Η αβεβαιότητα του εξομολογητικού λόγου ενισχύει την δύναμή του και την δύναμη του αναγνώστη, με την μεσολάβηση του οποίου η φωνή παρακινείται στην επείγουσα έκκληση ή εξομολόγησή της.

Τι συμβαίνει σ’ έναν τέτοιο ποιητή ή μια τέτοια ποιήτρια, όταν παραδόξως η πλειοψηφία αντί να τους εξορίζει ή να τους αγνοεί, τους χειροκροτά και τους δίνει αξία; Θα έλεγα πως τέτοιοι ποιητές θα ένιωθαν να απειλούνται, να ξεγελιούνται.

Αυτό είναι το θέμα της Ντίκινσον. Όχι πάντοτε, μα συχνά.

Διάβαζα την Έμιλι Ντίκινσον παθιασμένα, στην εφηβεία μου. Συνήθως αργά τη νύχτα, μετά την καθορισμένη ώρα του ύπνου, στον καναπέ του σαλονιού.

 

«Είμαι ο κανένας! Ποιος είσαι εσύ;

Είσαι κι εσύ ο κανένας;»

 

Και στην εκδοχή που διάβαζα τότε και που ακόμα προτιμώ:

 

«Είμαστε τότε δύο – μην το μαρτυρήσεις!

Θα μας εξορίσουν, ξέρεις…»

 

Η Ντίκινσον με είχε επιλέξει, ή με αναγνώριζε, όπως ήμουν καθισμένη εκεί, στον καναπέ. Ήμασταν μια ελίτ, συντρόφισσες στην αορατότητα -γεγονός γνωστό μόνο σ’ εμάς- που η κάθε μια επιβεβαίωνε για την άλλη. Στον κόσμο, η καθεμιά μας ήταν ο κανένας.

Μα τι θα συνιστούσε εξορία για ανθρώπους που υπήρχαν όπως εμείς, στον ασφαλή μας τόπο κάτω από το κούτσουρο; Εξορία είναι όταν το κούτσουρο αφαιρείται.

Δεν μιλάω εδώ για την ολέθρια επιρροή της Έμιλι Ντίκινσον στα έφηβα κορίτσια. Μιλάω για μιαν ιδιοσυγκρασία που δυσπιστεί απέναντι στον δημόσιο βίο ή τον βλέπει ως το πεδίο όπου η γενίκευση αφανίζει την ακρίβεια και η μισή αλήθεια αντικαθιστά την ειλικρίνεια και την φορτισμένη εξομολόγηση. Λόγου χάρη, ας υποθέσουμε πως η συνωμοτική φωνή, η φωνή της Ντίκινσον, αντικαθίσταται από τη φωνή του δικαστηρίου. «Είμαστε ο κανένας. Εσύ ποιος είσαι;» Το μήνυμα γίνεται ξαφνικά δυσοίωνο.

Με έκπληξη, το πρωί της 8ης Οκτωβρίου [7], ένιωσα τον πανικό που περιέγραψα. Το φως ήταν υπερβολικά λαμπερό. Η κλίμακα, αχανής.

Όσοι γράφουμε βιβλία, πιθανότατα επιθυμούμε να αγγίξουμε πολλούς. Όμως μερικοί ποιητές δεν βλέπουν το άγγιγμα των πολλών με όρους χωρικούς, όπως σ’ ένα γεμάτο αμφιθέατρο. Βλέπουν το άγγιγμα των πολλών χρονικά, διαδοχικά, πολλών με τον καιρό, μελλοντικά – αλλά με κάποιον σοφό τρόπο αυτοί οι αναγνώστες έρχονται πάντοτε ατομικά, ένας ένας.

Πιστεύω πως με την απονομή αυτού του βραβείου σ’ εμένα, η Σουηδική Ακαδημία επιλέγει να τιμήσει την εξομολογητική, προσωπική φωνή, την οποίαν η δημόσια εκφορά της μπορεί κάποτε να ενισχύσει ή να διευρύνει, αλλά ποτέ να την αντικαταστήσει.

 

 

© THE NOBEL FOUNDATION 2020

 

  

Σημειώσεις
[1]: Ουίλιαμ Μπλέικ (William Blake), «The Little Black Boy», από τη συλλογή Songs of Innocence and of Experience, τώρα στο Poetry and Prose of William Blake, επιμέλεια Geoffrey Keynes, Nonesuch, Λονδίνο, 1927.
[2]: Stephen Foster (στίχοι, μουσική), «Old Folks at Home», «Way Down Upon the Swanee River», 1851.
[3]: Ουίλιαμ Σέξπιρ (William Shakespeare), «Fear No More the Heat o’ the Sun», στον Κυμβελίνο (Πράξη IV, Σκηνή II).
[4]: Έμιλι Ντίκινσον (Emily Dickinson), «I’m Nobody! Who are you?», στο The Poems of Emily Dickinson, επιμέλεια Martha Dickinson Bianchi και Alfred Leete Hampson, Jonathan Cape, Λονδίνο, 1937.
[5]: Τ. Έλιοτ (T.S. Eliot), «The Love Song of J. Alfred Prufrock», στο Collected Poems 1909-1962, Faber & Faber, Λονδίνο, 1963.
[6]: Ουίλιαμ Σέξπιρ, Σονέτο XVIII (η παρούσα εκδοχή, από το 25 Σονέτα, μετάφραση – επίμετρο Διονύσης Καψάλης, Άγρα, Αθήνα, 2012, σελ. 16 (Σ.τ.Μ.))
[7]: Η ημέρα κατά την οποία ανακοινώθηκε από την Σουηδική Ακαδημία η απονομή του βραβείου Νομπέλ για το 2020 στην Λουίζ Γκλικ. (Σ.τ.Μ.)

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.