[το κείμενο είναι βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Καρπούζη ο δρόμος για το ΈΑΡ]
Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.
Ο ερχομός
Αν κανείς θέλει να ξεκινήσει από την αρχή- αν και ο ίδιος o ποιητής έλεγε πως «βρεθήκαμε σ’ ένα διάλειμμα του κόσμου»-μην περιμένει να του ανοίξουν την πόρτα, κανείς δε θα του ανοίξει τα μάτια για να δει γύρω του, κανείς δε θα του δώσει μια θέση να καθίσει.
Η γενέτειρα, μια μήτρα από την οποία όταν βγούμε στο φως πρέπει να πορευτούμε μοναχοί. Η γενέτειρα όμως είναι ο τόπος, το περιβάλλον που θα ζήσει κάποιος τα παιδικά του χρόνια.
Είναι η εποχή με την πραγματικότητά της και τους καταναγκασμούς της κοινωνίας.
Και για όσους δεν αντέχουν «πολλή πραγματικότητα», αλλά δεν είναι και διατεθειμένοι να υπακούουν, στους κανόνες και τις πολιτικές που επιβάλλονται από την εξουσία, τα πράγματα είναι δύσκολα. Ή μάλλον πιο δύσκολα απ’ ό,τι για άλλους που είναι ευπροσάρμοστοι στις συνθήκες ή τρέφουν αυταπάτες ή έχουν μάθει να μην αντιδρούν και να μην αντιστέκονται σε τίποτα.
Ο Καρούζος ήταν από την πάστα εκείνη των ονειροπόλων, των ευαίσθητων, αλλά και των μοναχικών ανθρώπων που δεν πολυσυγχρωτίζονται με τον κόσμο.
Απόδειξη πως επηρεασμένος από το μορφωμένο ιερέα παππού του, ήθελε να γίνει ερημίτης. Επιπλέον ουδέποτε σκέφτηκε να ζήσει στον ελεφάντινο πύργο του ποιητή του 19ου αιώνα, του εστέτ, του μποέμ του παρακμία – αν κι ήταν και λίγο απ’ όλα αυτά. Δεν άντεχε όμως να μην ενδιαφέρεται για τα κοινά.
Άρχισε να διαβάζει αρχαιοελληνική γραμματεία και εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Έγινε λοιπόν πιστός και ευλαβής για να μπορεί να γίνει αμαρτωλός και αποστάτης.
Στο ζώδιο του Καρκίνου
Ο Νίκος Καρούζος γεννήθηκε το 1926, 17 Ιουλίου, στο Ναύπλιο στο ζώδιο του καρκίνου και πέθανε στην Αθήνα ύστερα από 64 χρόνια έντονης ζωής από καρκίνο [διαβολική σύμπτωση] των πνευμόνων στις 27 Σεπτεμβρίου 1990 εισπνέοντας οξυγόνο και συνεχίζοντας να καπνίζει ώσπου τον μετέφεραν στην εντατική. Με τη ζωή που έκανε δεν ήταν πολύ δύσκολο να διαλύσει τον οργανισμό του και τα κατάφερε. Στην ταβέρνα έπινε κρασί, στα καφενεία ούζο, στα μπαρ και στο σπίτι ουίσκι καπνίζοντας αμέτρητα τσιγάρα, ενώ στο κοιμητήριο συνήθιζε να πίνει τον καφέ του στην αρχή μαζί με τον ιερέα παππού του κι έπειτα μόνος.
Στο υπόγειο
Ζούσε μόνος σ’ ένα υπόγειο με ξεφλουδισμένους από την υγρασία τοίχους σαν τον ήρωα του ντοστογιεφσκικού Υπόγειου, ή σαν τον Κάφκα που παρά τη φυματίωση που τον βασάνιζε επέμενε να ζει στην υγρή Πράγα πριν τον πάρει από το χέρι η Ντόρα Ντυμάντ και τον οδηγήσει στη Βιέννη.
Επιπλέον ήταν πικραμένος γιατί δεν αξιώθηκε την αναγνώριση που του άξιζε κι αυτό τον στεναχωρούσε, τον καταρράκωνε, τον εξόργιζε.
Είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει το δρόμο προς τη Δαμασκό, δηλαδή το δρόμο της πίστης και του σκοπού, αλλά του άρεσε πολύ και το Έαρ η ανεμελιά του και οι επιθυμίες που ξεσηκώνει. Διαλογίστηκε πάνω στην πίστη και την απιστία, αλλά ξεπέρασε και τα δύο. Έμεινε όμως προσηλωμένος στην ακτημοσύνη [«με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου»]. Πολιτικά, όπως έλεγε, δεν μπορούσε παρά να ανήκει στην αταξική κοινωνία σεβόμενος και τη γενιά του που είχε ζήσει την Αντίσταση και τον εμφύλιο. Παρ’ όλα αυτά η ποίηση του ήταν υπαρξιακή.
Η εποχή
Ο δάσκαλος πατέρας του κι ο παππούς από τη μεριά της μητέρας του τον έμαθαν να διαβάζει από τα τέσσερά του χρόνια.
Γύρω στα δέκα είχε αρχίσει να διαβάζει ποίηση και στα δεκατέσσερα είχε ήδη γράψει 100 σελίδες ενός μυθιστορήματος με πλοκή και σασπένς και σκηνικό πολέμου, αλλά το παράτησε όταν διαπίστωσε πως ήταν γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, ώστε να θυμίζει κάτι μεταξύ «Ιλιάδας» κι «Ερωτόκριτου».
Ταραγμένη εποχή, η εποχή του: πραξικοπήματα, κινήματα, πόλεμοι, διαφθορά, πτωχεύσεις, φτώχεια, δυστυχία αλλά και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
4η Αυγούστου 1935, απεργίες αιματηρές, «αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα/ όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα». Ο «Επιτάφιος» του Ρίτσου μετά τη μεγάλη απεργία των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη.
Εξορίες επιφανών αντιφρονούντων, διάλυση των μηχανισμών του ΚΚΕ.
Εκπαίδευση
-
Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο Νίκος είναι 16 ετών. Κι είναι βαθιά χωμένος στη βιβλιοθήκη του παππού του, όπου διαβάζει τα πάντα και μεταφράζει Ουγκώ και Μπωντλαίρ για εξάσκηση. Ο μπαμπάς πολιτικοποιημένος. Αυτός κι ο παππούς φρόντισαν όχι μόνο για την εκπαίδευση αλλά και την ιδεολογική και ηθική διαμόρφωσή του. Ωστόσο όταν μεγαλώσει θα διαμορφώσει μια εντελώς δική του στάση απέναντι στη ζωή.