O ερχομός του χειμώνα
[Llegada del invierno]
Σαν φτάσει ο χειμώνας, είναι μονάχα νέφη αλαφρά στον ουρανό
ρόδινα απ’ το κρύο, κοράκια στα περβόλια
και κανένα άστρο δειλό να λάμπει στο σούρουπο
πίσω από δέντρο γέρικο, φαγωμένο απ’ την παγωνιά.
Κουκουλωμένοι διασχίζαμε τους στερνούς δρόμους
για να βγούμε στον κάμπο και να δούμε το φως το πιο όμορφο
κύκλο να φέγγει σειρές από λεύκες, κύκλο να φέρνει τους τοίχους
του κοιμητηρίου εν ειρήνη: κει ορθώνεται ο θάνατος
σκαρφαλώνοντας τα κυπαρίσσια, κι ακόμα διακρίνω καμιά βιολέτα
πάνω σε μνήματα ερειπωμένα. Τη γαλήνη για να βρούμε
μας απομένει ο θάνατος το δείλι ετούτο.
Μας καταδίωκε πλήθος ολόκληρο, με τα σκυλιά του,
με τις απότομες γωνιές του και τις αργές του τις καμπάνες.
Τρέμει τ’ αρνάκι, ραγίζει ο πάγος στη λιμνούλα.
Λένε πως γεννήθηκε σήμερα βρέφος μελλοθάνατο
και πως, σε κάποιο τόπο, δεν έχει ξύλα μήτε λάδι
για το στρεβλό λυχνάρι. Στον κάμπο μένω, καρφώνω
τη ματιά για μια φορά ακόμα στην κώμη που καπνίζει.
Είναι λίγες μόλις στιγμές που πέρασεν η Θανή
παραμονεύοντας στις ρούγες σα λύκαινα μελανή.
Νέφη διασταυρώνονται ρόδινα. Σπαράζει κιόλας
ο κάμπος και κουρνιάζουν απ’ την ψύχρα οι βελανιδιές.
Άλλη μια νύχτα καλπάζει. Από βουνό σ’ ίσωμα πάει.
Δεν έχει εδώ ούτε μια σταγόνα αίμα, να μας γεμίσει
το στήθος με ντροπή, μήτε γλώσσα να μας πληγώσει,
κι ούτε καρδιά που απ’ οργή χτυπά ή απελπισιά.
Για να βρούμε τη γαλήνη, μας απομένουν οι νεκροί,
τα κυπαρίσσια, ο λόφος με μνήματα κεντημένος.
Παγερή παρθένα ομορφιά
[Fría belleza virgen]
Πίσω απ’ τις νιφάδες, σελήνη παγερή,
λιβάδια, σειρές οι λεύκες, σκεπές…
Από δρόμους νοτισμένους έφτασα
σιμά πολύ στα μάτια σου, στο χιόνι.
Τρούλοι κατακόκκινοι, μαυροπούλια
ξεπαγιασμένα να τσιρίζουνε: ποίηση.
Πίσω απ’ τον τοίχο τον πρασινισμένο, κρυστάλλινο
ποτήρι κολονάτο, που ’χει μέσα
σαμπάνια, φιλιά και λόγια.
Φιλιά πλάι στο τζάκι, κούτσουρα, βουβά
τα σύνεργα του κυνηγού, άνθη πεθαμένα
πολυκαιρισμένα μες στη νεκρικήν υδρία.
Παγωμένη η λίμνη, κει που το καλοκαίρι
τραγουδάνε τα βατράχια μες στα βαθιά τ’ απογέματα.
Φεύγουνε τα σμήνη, ως μέσα στο αίμα πόνο φέρνουνε
τ’ αλυχτίσματα και του βοσκού το τραγούδι.
Πυκνώνει η νύχτα με τ’ αστέρια της.
Βαρύ είναι να θωρείς τέτοια παρθένα ομορφιά.
Πάνω απ’ το σπίτι, καθώς σαλεύει
τούτη τη φλογισμένη και μαγική γωνιά,
τρίξιμο σε θόλο ουράνιο ακούγεται ο Θεός.
Χειμωνιάτικο όραμα
[Visión del invierno]
Κορφές ξεφλουδισμένες, ανεμοδείκτες και σοφίτες,
μπαλκόνια νοτισμένα. Σκέφτομαι τον πυρετό τον αργό
του φαναριού μες στη νύχτα. Στο μεταξύ, τι όνειρο,
τι παρηγοριά το φως του να κρατώ στο βλέφαρό μου.
Κατακόκκινες οι παρειές τούτης της αυγής!
Σπαράζει απ’ την παγωνιά ο Μπερνέσγα ο ποταμός!
Καθάρια τα βουνά. Κουτσαίνει ανηφορίζοντας
το δρομάκι η γριούλα. Και πάλι η καμπάνα
χτύπο αφήνει διαυγή – το κρύσταλλό της πάνω στα χείλια μου.
Παγωμένο καμπαναριό, κορμός γερός της αυγής!
Μέσα στο ναό ένας στεναγμός, ένα δάκρυ ζωντανό.
Στα βιτρώ λαμπαδιάζει ολάκερο του χειμώνα το φως.
Άφησέ με, Λεόν, βαθιά ν’ αποθέσω στα έγκατά σου
από σκούρα πέτρα ένα φιλί. (Πώς καίει το δέρμα σου,
σαν τον αγέρα απ’ τη φλεγόμενη γυμνήν ακακία!)
Στην εσχάτη της ύπαρξής σου πληγή, στην παγωνιά
κάθε σκεπής, ποθώ ν’ αφήσω την καρδιά μου.
Από τα Πρελούδια για μια πλέρια νύχτα (Preludios a una noche total, 1969)
*O καθεδρικός ναός της πόλης Λεόν.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Και πάλι στη Μεσόγειο, ο Χαίλντερλιν .