You are currently viewing Μαρία Γυφτογιάννη: ένα διήγημα

Μαρία Γυφτογιάννη: ένα διήγημα

ΤΟ ΠΑΧΥΔΕΡΜΟ

Βγήκε στον δρόμο και περπατούσε όλο δυτικά. Από το πρωί που ξύπνησε ήταν σαν μαγεμένος. Δεν ένιωθε τον εαυτό του. Κάτι άλλο είχε πάρει τα ηνία, κάτι τόσο απόλυτο και υψηλό, που του παραδόθηκε ευθύς αμέσως.

Ίσιωσε το γκρι κουστούμι του και αποτίναξε κάθε μικρή και μεγάλη βρωμιά αυτού του κόσμου. Ένιωθε ότι είχε γεννηθεί με αυτό το κουστούμι και μεγάλωνε μαζί του. Ήταν της καλύτερης ποιότητας βέβαια, τον κρατούσε δροσερό το καλοκαίρι και ζεστό τον χειμώνα. Τι να σου κάνει όμως και αυτό; Τα χρόνια πέρασαν, παραπέρασαν μάλιστα, γέρασε κι αυτό μαζί του. Ήταν γεμάτο σκισίματα από τις μάχες της ζωής του και μπαλώματα από τις καινούριες αγάπες που κάλυπταν τις τρύπες των παλιών. Ωστόσο υπήρχαν και κάποιες που έχασκαν καταπίνοντας αναμνήσεις και δάκρυα. Μόνο στο μέρος της καρδιάς το κουστούμι ήταν άφθαρτο, για να την προσέχει και να την κρατάει τρυφερή σαν μικρού παιδιού.

Καλόκαρδος, ανοιχτόκαρδος, λεοντόκαρδος, όλα τα είχε. Κι αυτά τού τα αναγνώριζαν όλοι γύρω του. Έσπευδε πάντα να προσφέρει με αυταπάρνηση τη βοήθειά του σε όποιον την είχε ανάγκη. Ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε γεννηθεί για να επιτελέσει μια αποστολή, ένα προορισμό. Ένας υπάκουος στρατιώτης μιας αέναης κι άγνωστης σε αυτόν μάχης, στην οποία ρίχτηκε χωρίς να ρωτηθεί. Αλλά στο κάτω – κάτω αυτό δεν είναι η ζωή;

Αυτή η μάχη είχε συνήθως πίκρες, στενοχώριες, αγωνίες και άγχη. Τις στιγμές της μεγαλύτερης χαράς τις ένιωσε παίζοντας ή όταν ερωτεύτηκε. Λίγες στιγμές μέσα στο διάβα του, γνήσιας και άσπιλης χαράς. Λίγες στάλες χαράς  που ξεπληρώνονται με τόνους λάσπης.

Το μόνο που έμαθε είναι ότι τα πάντα περιφέρονται γύρω από τα συναισθήματα. Αυτά καθορίζουν τη ζωή. Όταν ήταν χαρούμενος έδειχνε τον ενθουσιασμό του με κάθε τρόπο: χόρευε, στριφογυρνούσε, κάποιες φορές κυλιόταν και στη γη. Άλλες φορές πάλι όταν ήταν χολωμένος ‘κρέμαγε προβοσκίδα’ όπως του έλεγε η γυναίκα του. Κι όταν την ερωτεύτηκε ένιωθε τα μεγάλα του αυτιά να ζεματάνε, όπως τα χερούλια μιας καυτής κατσαρόλας που έβραζε ακατάπαυστα το ερωτικό φίλτρο. Κι η τρυφερή του καρδιά χτυπούσε σαν τρελή.

Το τρένο που μεταφέρει τη ζωή, έχει για βαγόνια τα διαφόρων λογιών συναισθήματα και ατμομηχανή την αγάπη. Αυτή ήταν η μοναδική του βεβαιότητα.

Κι όλο περπατούσε δυτικά, χωρίς να σταματάει πουθενά. Ένα αυτόματο χωρίς δική του βούληση. Δεν ήξερε πού πήγαινε, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί, να σταματήσει. Ακόμα και να ήθελε. Γρήγορα αποκόπηκε από όλους τους άλλους. Ξεμάκρυνε. Ο ήλιος πυροκόκκινος γίγαντας ετοιμαζόταν να τελειώσει το έργο του για σήμερα και να δώσει τη θέση του στο φεγγάρι. Συνέχισε την πορεία του κατά πώς του έδειχνε το μέσα του. Ακόμα κι όταν νύχτωσε.

Ώρες αργότερα και πριν χαράξει, έφτασε στο νεκροταφείο. Γυμνά κουφάρια κείτονταν παντού. Τεράστια λευκά οστά σπαρμένα αριστερά και δεξιά ενός διαδρόμου, δημιουργούσαν ένα απόκοσμο φαινόμενο.

Μπήκε μέσα χωρίς δισταγμό, προχώρησε, βρήκε τον τόπο του, ξάπλωσε, ακούμπησε την προβοσκίδα του στην τρυφερή καρδούλα του κι αποκοιμήθηκε.

Το, κατά τους ανθρώπους, παχύδερμο.

 

 

 

This Post Has One Comment

  1. Κατίνα Βλάχου

    Πολύ ωραίο διήγημα! Πρωτότυπο, σφιχτογραμμένο, ευαίσθητο!

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.