Όλα είναι δρόμος…
‘’Nomadland’’ 2020 της Chloe Zhao
Μια όαση στην άνυδρη εποχή που ζούμε, μια υπενθύμιση ανθρωπιάς στις ανοίκειες μέρες που διανύουμε, η καινούρια ταινία της πολύ σημαντικής κινεζοαμερικάνας σκηνοθέτιδας.
Σενάριο με καταβολές ντοκιμαντέρ, πλοκή καθόλου βαρυφορτωμένη, που ξετυλίγεται πότε υπαινικτικά και πότε απερίφραστα, έχοντας ως στέρεα βάση το βιβλίο/έρευνα της Jessica Bruder ‘’Η Χώρα των Νομάδων: επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου αιώνα’’. Σκηνοθετική ματιά αυθεντικά ανθρωποκεντρική, που αντιμετωπίζει το θέμα, τους ήρωες και τους τόπους με γνήσιο σεβασμό και αγάπη, χωρίς εξιδανικεύσεις, γραφικότητες και μελοδραματισμό. H μουσική του Ludovico Einaudi ξέρει τι να υπογραμμίσει και πότε πρέπει να υποχωρήσει, για να μην αφήσει τον λυρισμό της να στολίσει αυτό που πρέπει να παραμείνει γυμνό. Και μια Frances McDormand στην πιο λιτή, την πιο εσωτερική, και γι’ αυτό πιο συγκλονιστική, ερμηνεία της.
Η ‘’μεγάλη’’ εικόνα, το χωροχρονικό πλαίσιο, είναι η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση των ετών 2008-2011 στις Δυτικές HΠΑ. Ο αλόγιστος δανεισμός, η φούσκα των στεγαστικών δανείων είχε ως συνέπεια εκατομμύρια οικογένειες να χάσουν τα σπίτια τους από κατάσχεση, εργοστάσια έκλειναν το ένα μετά το άλλο, 800.000 άνθρωποι έμεναν κάθε μήνα χωρίς δουλειά, η ανεργία κάλπασε στο 25%. ‘’Ενθαρρύνονται οι άνθρωποι να επενδύουν τις οικονομίες μιας ζωής και να χρεώνονται για να αποκτήσουν μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους’’, λέει κάπου η ηρωίδα, ‘’και στη συνέχεια μη μπορώντας να τη ξεχρεώσουν τη χάνουν’’. Το Αμερικανικό Όνειρο στην πλήρη αποσάθρωση του.
Μέσα σε αυτό το ζοφερό οικονομικά και κοινωνικά κλίμα ο φακός της Chloe Zhao εστιάζει σε ανθρώπους που, σε προχωρημένη ηλικία, πετιούνται σαν άχρηστα υλικά από τις δουλειές τους, χάνουν το σπίτι τους, δεν έχουν πια τη δυνατότητα να διατηρούν μια μόνιμη κατοικία. Δεν έχουν τρίτη επιλογή από το ή να αρκεστούν στην ανέστια χαμοζωή που τους προσφέρουν τα πενιχρά επιδόματα ή να αναζητήσουν την οποιαδήποτε ευκαιριακή δουλειά και να κάνουν σπίτι τους το όποιο όχημα τους. Διαλέγουν το δεύτερο.
Είναι οι πλάνητες της εποχής μας. Οι νέοι πιονέροι του 21ου αιώνα που δεν αναζητούν νέα γη όπως οι πρόγονοι τους, αλλά ένα νέο τρόπο ζωής, ένα νέο νόημα ύπαρξης, μια νέα συλλογικότητα. Αυτοί οι ‘’απόμαχοι’’ που ένα άτεγκτο σύστημα έριξε στο κοινωνικό περιθώριο, καταφάσκουν στη ζωή, καταρρίπτουν όλα τα ηλικιακά στερεότυπα στα οποία τους εγκλώβισαν, δε δέχονται τον οίκτο, θέλουν δουλειά και αξιοπρέπεια. Οι προσωρινές κοινότητες που ευκαιριακά συνιστούν είναι μικρές κοινωνίες συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Αναζητούν την ανθρώπινη επαφή πέρα από συμβάσεις και επιβεβλημένα πρότυπα και μοιράζονται ένα τσιγάρο, μια κουβέντα, μια ανάμνηση, έναν καημό. Κρατούν τη στιγμή σαν πολύτιμη προσφορά, χωρίς απαιτήσεις διάρκειας. Ταξιδεύουν, κατασκηνώνουν, δουλεύουν και πάλι φεύγουν γι’ αλλού. Αποχαιρετούν με μια ζεστή αγκαλιά τους φίλους, με την ελπίδα να ξανασυναντηθούν κάπου, κάποτε. Κι αν όχι – γιατί για κάποιους ίσως το ταξίδι θα τελειώσει – ξέρουν ότι θα τους έχουν φυλαγμένους για πάντα στην καρδιά τους.
Μέσα σε αυτές τις αυτοσχέδιες, άτυπες κοινότητες, ο φακός της Chloe Zhao κλείνει στη ‘’μικρή’’ εικόνα, σε μια γυναίκα. Είναι η Φερν, μια γυναίκα στα 60 της. Έχει χάσει τον άνδρα της, ζει μόνη στο σπιτάκι που ζήσανε χρόνια μαζί – γιατί ‘’αν έφευγε θα ήταν σαν να τον εγκατέλειπε, σαν να μην είχε υπάρξει εκείνος ποτέ’’ – και δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο για γυψοσανίδες. Όμως το εργοστάσιο κλείνει, η Φερν μένει χωρίς δουλειά, δε μπορεί πια να συντηρεί σπίτι, έχει μόνο το παλιό βανάκι της. Το φορτώνει με ο,τι πιο πολύ αγαπάει κι ανοίγεται στον δρόμο. Δε νιώθει άστεγη (homeless), δεν τον δέχεται αυτόν τον χαρακτηρισμό, έμεινε μόνο χωρίς σπίτι (houseless). Θα βρει εποχικές δουλειές και θα σμίξει το βανάκι της με τα τροχόσπιτα των άλλων νομάδων.
Η Φερν επέλεξε μια ζωή μοναχική αλλά και συντροφευμένη. Έχει τις αναμνήσεις της και ξέρει πια, το έμαθε, πως ο,τι δεν ξεχνάς το φέρεις μέσα σου για πάντα. Έχει στενή επαφή με τον εσώτερο εαυτό της, κάνει καλή παρέα μαζί του και συνδέεται οργανικά με τους απέραντους τόπους που διασχίζει: ‘’είμαστε ατίθασες όπως αυτός ο τόπος’’ λέει και θέλει να γεμίσει το μυαλό της με όμορφες εικόνες. Όμως έμαθε επίσης να φτιάχνει με τους ανθρώπους αγαπητικές σχέσεις που αψηφούν την απόσταση. Θέλει να δώσει και να πάρει, όμως μέσα σε ένα σχήμα ζωής που η ίδια θα επιλέξει και θα νοηματοδοτήσει. Ξέρει ότι όταν ζεις τη ζωή που εσύ θέλεις, αναγκαστικά κάποιους θα αφήσεις πίσω σου, που ίσως είχαν την ανάγκη σου. Όταν απορρίπτεις την ασφάλεια και τη σταθερότητα, έχεις μπροστά σου έναν δρόμο όχι εύκολο. Όμως τον αγαπάς αυτόν τον δρόμο και τον παίρνεις σαν άλλος ‘’φτωχός και μόνος καουμπόι’’, με την καρδιά ανοιχτή σαν τον απέραντο ορίζοντα που μπροστά σου ανοίγεται. Με αξιοπρέπεια, γενναιότητα και εντιμότητα απέναντι στον εαυτό σου και τους άλλους.