You are currently viewing Γιώργος Βέης: Χάρης Βλαβιανός, Τώρα θα μιλήσω εγώ, Εκδόσεις Πατάκη

Γιώργος Βέης: Χάρης Βλαβιανός, Τώρα θα μιλήσω εγώ, Εκδόσεις Πατάκη

 

                                                Ντρέπομαι που έχω σώμα

                                                            Πλωτίνος

     H αδελφή του συγγραφέα, ονόματι  Μαρίνα, για την ακρίβεια Marina Moncada di Monforte (1967-2017), δανείζεται αναδρομικά το δημόσιο βήμα του και σπεύδει να εξομολογηθεί. Μετά θάνατον. Και μάλιστα από τη μανική χρήση ηρωίνης. Η συστηματική απουσία της μητέρας συνιστά τον κύριο κόμβο των αιτίων και των αιτιατών της αυτοκαταστροφής της. Η παρούσα δέσμη μαρτυριών σπεύδει να αποδώσει δικαιοσύνη. Η ποινή αποβλέπει στην τιμωρία της καταγωγής του διηγητικού υποκειμένου. Επιθυμία εν προκειμένω σημαίνει επιστροφή. Οι γραμματικές εικόνες όντως ενσωματώνουν αντοχή νεκρής, η οποία επιχειρεί να διαρθρώσει επί των ημερών μας την ύστατη άμυνα ήθους. Ο θάνατος απελευθερώνει ενέργεια. Δεν είναι λοιπόν η μαύρη τρύπα. Η νεκρή καταγγέλλει, επιχειρηματολογεί, συναιρεί αντινομίες, διαψεύσεις, αλλεπάλληλες ήττες του εγώ και πάθη σε μια κίνηση προς τα εμπρός: έρχεται να μας συναντήσει. Το όποιο οξύμωρο ενυπάρχει στο πεδίο του πραγματικού διαγράφεται εκ προοιμίου. Παραθέτω ενδεικτικά για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής:  «Πάντα μιλούσε εκείνη. Μόνο εκείνη.  Ό,τι ήξεραν για μένα όσοι με γνώρισαν το άκουγαν απ’ τα δικά της χείλη. Σειρά μου τώρα. Τώρα θα μιλήσω εγώ. Δεν είναι το πρεζόνι που της κατέστρεψε τη ζωή. Εκείνη κατέστρεψε εμένα. Εκείνη με οδήγησε στον θάνατο. Εκείνη –που απαιτούσε να την αποκαλώ “μαμά”».

        Η κατάθεση διαθέτει τη χαρακτηριστική δριμύτητα της εισαγγελικής ρητορείας. Η παράταξη των προτάσεων δηλώνει θέληση για συντριβή της άστοργης Άλλης. Ενώπιον χορού μάλιστα. Συγκρατώ εκτός των συναφών άλλων τα εξής: «Την πρώτη φορά που είπα τη λέξη «μαμά» κοιτούσα στα μάτια άλλη γυναίκα. Τη φίλη της που ζούσε μαζί μας. Αυτή με μεγάλωσε. Αυτή έπαιζε όλη μέρα μαζί μου. Αυτή μου διάβαζε παραμύθια και με κοίμιζε τα βράδια. Αυτή με έμαθε να γράφω, να κολυμπάω, να κάνω ποδήλατο. Αυτή μού έραψε την πρώτη αποκριάτικη στολή. Όταν αδιαθέτησα, αυτή μου έδειξε τί έπρεπε να κάνω. Η «μαμά» δεν είχε ποτέ χρόνο».

       Ασφαλώς γνωρίζουμε ότι «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί». Η γνωμοδότηση αυτή του Λέσλι Πόουλς Χάρτλεϊ (1895-1972) αφορά κατ΄ ανάγκην και στο εγχείρημα του λεκτικά πολύπειρου Χάρη Βλαβιανού. Η μέριμνά του, διευκρινίζω, να συνεχίζει να αυτοβιογραφείται ή να βιογραφεί συγγενείς του πρώτου ή άλλου βαθμού συνιστά απόπειρα ακραίας, πάντως ομοιοπαθητικής επανεξέτασης και ενδεχομένου εξορκισμού ατομικών ή άλλων εφιαλτών. Δεν υφίσταται δηλαδή υποχρέωση κάποιας επιτήδευσης ύφους, κάποιας αδιέξοδης επινόησης θεματικών αποχρώσεων ή ακόμη και πρόχειρης καταφυγής σε γνωστά τεχνάσματα του ψευδονεωτερισμού. Τα δεδομένα αρκούν. Και με το παραπάνω. Όταν μάλιστα το ίδιο το θύμα ομιλεί, γράφει, κυκλοφορεί εν τέλει στην πόλη δι΄ εκπροσώπου. Και μάλιστα εξ ιδίου αίματος ορμωμένου. Η Μαρίνα, αυτή η τυπική λεία των αδίστακτων εμπόρων της ηρωίνης και των συνεταίρων – εκβιαστών, οι οποίοι δρουν στη γκρίζα ζώνη του βίου, επιχειρεί αναβάθμιση προσώπου. Κατ΄ αυτό τον τρόπο, ο Χάρης Βλαβιανός, αποτυπώνει με συνέπεια ό, τι η αδελφή του αφηγείται. Η αντι-οικογένειά τους προβάλλει με χαρακτηριστική άνεση σημαινόντων. Η δε επανόρθωση εαυτού μέσα από την αυτοανάλυση ολοκληρώνεται με εμφανή επιτυχία.

      Δεν διείδα εν ολίγοις μόνον πένθος στην προκειμένη περίπτωση ή για μια ακόμη φορά την πανηγυρική, την τελεσίδικη νίκη του ορμεμφύτου προς θάνατον, αλλά, αντιστρόφως, την επιβεβαίωση της αυταξίας μιας τραγικής, ως εκ των πραγμάτων ύπαρξης. Εννοώ, ότι επειδή ακριβώς η Μαρίνα εκούσα άκουσα αστόχησε παταγωδώς να παγιώσει ένα ευ ζην, μας δείχνει μέσα από κάθε αποστροφή του λόγου της, μέσα από κάθε αφορισμό της, τον υπαρκτό εν τέλει παράδεισο. Εξ αντιδιαστολής μάλιστα, ιδιαίτερα έντονης, δηλαδή δια-δραστικής. Ό, τι απαντά στους αντίποδες της μαζοχιστικής εγκατάλειψης στην κόλαση των ναρκωτικών ουσιών. Έτσι, εν ολίγοις, διαβάζω το πόρισμα και τις παρεπόμενες συνδηλώσεις του φέρ’ ειπείν εδώ: «Το μόνο αληθινό σπίτι που είχα ήταν το σώμα μου. Και επειδή το μισούσα, το κατέστρεφα. Το κατέστρεφα σιγά – σιγά. Όταν διαρκώς αφαιρείς, φτάνεις κάποια στιγμή στο τίποτα. Όταν δεν έπαιρνα πρέζα, αυτό αισθανόμουν. Ένα τίποτα». Η απώλεια επισημαίνει κατ΄ εξοχήν εδώ την αδήριτη ανάγκη όχι μόνον της ανεύρεσης του εαυτού, αλλά της αποκατάστασης των πάντων εν αγαθώ. Αυτό είναι το μάθημα της Μαρίνας. Η διαγραφή του τίποτα. Έστω εκ των υστέρων.

       Το ερώτημα είναι σαφές. Το παραθέτω κατά λέξη:  «Τα χέρια μου ήταν κατατρυπημένα. Πόσο φαιδρή μού ακουγόταν η λέξη «επανένταξη». Επανένταξη πού; Σε τι; Σε ποια πραγματικότητα;». Σαφής όμως είναι και η απάντηση: τώρα θα μιλήσω εγώ. Πρόκειται για την πραγματικότητα του ομιλήματος. Ο τίτλος του βιβλίου είναι δηλαδή η πύκνωση των σημείων του χωρόχρονου.

 

      Η διαλεκτική της αποκαλυπτικής αυτής μαρτυρίας υποστηρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, αναβάθμιση επιλογών βίου και πολιτείας. Η Μαρίνα επιστρέφει στο παρόν (μας) διότι τώρα απλώς επι-βιώνει. Το ανοίκειο καθίσταται οικείο νυν. Το κείμενο διατηρεί ύπαρξη. Τώρα. Επιπλέον: εδώ. Άλλωστε, όπως έχουμε μάθει, όσοι περάσαμε από το σπουδαστήριο του φιλέλληνα εκείνου φιλοσόφου της Δρέσδης και της Φρανκφούρτης: «κανείς άνθρωπος δεν έζησε στο παρελθόν και κανείς ποτέ δεν πρόκειται να ζήσει στο μέλλον. Το παρόν μόνο συνιστά τη μορφή όλης της ζωής … Το παρόν μόνο είναι αυτό που πάντα υπάρχει και στέκεται σταθερό και ακίνητο […]Επομένως, κανένα ατέλειωτο παρελθόν ή μέλλον στο οποίο εμείς δεν θα υπάρχουμε δεν μπορεί να μας τρομάξει, διότι θεωρούνται αυτά ως να είναι μια κενή οφθαλμαπάτη και το πέπλο της Μάγια» (βλ. Άρτουρ Σοπενχάουερ(WWR I, 278, 279 και WWR I, 284, αντιστοίχως).

     Το αίτημα της Μαρίνας διαχέεται μέσα ακριβώς στην εξιστόρηση του δράματος, από την πρώτη εκμυστήρευση ως τις δύο τελευταίες λέξεις της απόλυτης οιμωγής, ήτοι: «Δεν ήταν». Διακρίνω επιπροσθέτως και τα εξής ενδεικτικά: «Έζησα ποτέ ευτυχισμένη; Όχι. Ίσως λίγες στιγμές. Όταν ήμουν μικρή και δεν ήξερα, δεν φανταζόμουν ακόμη τι θα ακολουθούσε. Κράτησα στη μνήμη μου μια στιγμή ευτυχίας, μια στιγμή στη ζωή μου, μια αυγουστιάτικη μέρα στις Σπέτσες. Ήμουν έντεκα χρονών. Μπορεί δώδεκα. Ο αδελφός μου, μου πρότεινε νωρίς το πρωί να κάνουμε μαζί τον γύρο του νησιού με τη μηχανή του. Ξαφνιάστηκα με την πρότασή του». Το ξάφνιασμα παρατείνεται: πώς ο λόγος μπορεί να επιστρέφει στην αρχή του; Εκεί που δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά θάνατος; Και μάλιστα οικειοθελής κατά το μάλλον ή ήττον; Η πρακτική που ακολουθεί ο συγγραφέας αποδίδει καρπούς: μέσα από τα συντρίμμια του βίου και της πολιτείας της Μαρίνας αποδίδεται το σώμα του δράματος. Ακέραιο. Έτσι, τη θέση της ανίατης ντροπής την παίρνει η δόξα της λέξης. Διερμηνεύω το πραγματικό από την άλλη του πλευρά. Διότι η Μαρίνα απλώς ζει.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.