Σα να ’χανε τα πάντα προς στιγμήν αποσυρθεί
Μες στο κουτί (άραγε της Πανδώρας ή του Σρέντιγκερ;)
Έμεναν μόνο ένα εσύ κι ένα εγώ, πιο τρομαγμένο
Γνώριζαν
Μέλλον δεν είχανε σ’ αυτό το παρελθόν, αλλά
Έδεναν τους σπονδύλους έναν έναν με τριξίματα
Να συμφιλιωθούν ξανά τέλος κι αρχή
Να συντεθεί ξανά δικέφαλο το ζώο
Έπρεπε
Να ζευγαρώσουνε, να διαιρέσουνε το άτμητό τους
Ν’ αναγεννήσουν αποθέματα, ταμένα όλα στη φθορά
Τέσσερις ακριβώς, χτύπησε κεραυνός κι ανάβλυσε
Ύπνος βαθύς από τα παιδικά τους χρόνια
Παρέσυρε την κολυμβήθρα άλλων ύπνων
Εκείνη την αρχαία όπου
Λάδι στο μέτωπο, στο στήθος
Στο απεταξάμην
Στρατιές δαιμόνων, χαμένων ημερών, απεταξάμην
Τέσσερις και τριάντα
Τα σκεύη αναποδογύρισαν, χύθηκαν γαλαξίες
Έφευγε ορμητικά ρευστό της προσευχής
Έδερνε τον αέρα ανεβαίνοντας
Στη δίνη του παλεύαν άγγελοι
Ράμφη, φτερά, νύχια, κουβάρι
Ευαγγελίζονταν κάτι πολύ παλιό
Και τότε
Έφυγαν μονομιάς τα δέντρα, τα νέφη αναλήφθηκαν
Οι βράχοι βούλιαξαν με πάταγο
Χαλίκια βρέφη βράχων σκόρπισαν παντού
Τσακίστηκε ο παγετώνας, θρυμματίστηκε η Παγγαία
Και τότε
Ο ολιγόλεπτος τους βίος, ο παράλληλος
Πίεσε
Κι έσπρωξε στο αιώνιο το εφήμερο-