ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ
Μπήκα στα δεκατέσσερα. ‘Έχω για κεφάλι ένα μάτσο από σιχαμερά φυτά.
Με επηρέασε κάτι που διάβασα, πριν μια βδομάδα. Τα χρόνια τα παλιά λάτρευαν τη Φύση. Την έλεγαν Θεά Μητέρα. Γίνονταν προς τιμήν της όργια στην αρχή της Άνοιξης. Οι άντρες και οι γυναίκες έσμιγαν ελεύθερα κι όσα παιδιά γεννιούνταν έτσι, τα αφιέρωναν στους ναούς της Θεάς, να την υπηρετούν ως ιερείς και ιέρειες.
Ένιωσα μιαν ένοχη ηδονή. Η σκέψη μου κόλλησε σ’ αυτό.
Χθες, σ΄ ένα περίπατο στο δάσος, ρίζες άρχισαν να σαλεύουν κάτω από τη φούστα μου. Πράσινα φύλλα σκέπασαν και έρπουν σαν σκουλήκια στο πρόσωπο μου.
Ντρέπομαι. Σίγουρα δεν το βλέπουν οι δικοί μου, όμως καταλαβαίνουν.
Ο Απόστολος Καλουδάς γεννήθηκε το 1958 στη Θεσσαλονίκη. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως τραπεζικός. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στη συλλογική έκδοση «Χαμογελάνε οι Τζοκόντες;», της λογοτεχνικής ομάδας Περιπλανώμενοι Σαββατιανοί και σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά . Είναι παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.