Τα λίγα χρόνια της ζωής του και τα ακόμη πιο λίγα της βασιλείας του δεν είναι παρά μια υποσημείωση στο βιβλίο της Ιστορίας. Κι όμως, στη λογοτεχνία αυτός ο βασιλιάς δεν μας είναι, ή δεν πρέπει να μας είναι άγνωστος. Η σύντομη ζωή του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου τoυ 6ου (1537-1553) στάθηκε πηγή έμπνευσης για έναν μεγάλο συγγραφέα και για έναν επίσης μεγάλο ποιητή, τον Μαρκ Τουέιν και τον Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ αντίστοιχα. Ο πρώτος έγραψε γι’αυτό τον βασιλιά-παιδί το πασίγνωστό και πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός ( The Prince and the Pauper), που έγινε και κινηματογραφική ταινία και συγκίνησε γενιές και γενιές ανθρώπων. Ο «ποιητής της φύσης», όπως τον αποκάλεσε ο Σέλλεϋ, τον θυμάται και εμπνέεται ένα δεκατετράστιχο στην ποιητική συλλογή του Εκκλησιαστικά Σονέτα ( Ecclesiastical Sonnets) με τίτλο « Edward VI». Με τον ίδιο ακριβώς τίτλο διάβασε το ελληνικό, αναγνωστικό κοινό ένα δεκατετράστιχο του Κώστα Ουράνη στην ποιητική συλλογή Νοσταλγίες το 1920. Το παραθέτω για να το διαβάσει ο αναγνώστης ή να το θυμηθεί:
EDWARD VI
Στου Γουεστμίνστερ το βουβό και σκυθρωπό Αββάτο,
στα πόδια των μεγάλων του προγόνων ξαπλωμένος,
το μαρμαρένιο του ύπνο ο Εδουάρδος ο Έκτος
— δεκάξι χρόνων βασιλιάς — κοιμάται, αγνοημένος.
Ένα παιδί ήταν σοβαρό, ευγενικό, θλιμμένο.
Έζησε μες στο κρύο του παλάτι με βιβλία
κι είχε επισκόπους κι αυστηρούς σοφούς για συντροφιά του:
ο θάνατός του ήτανε η μόνη του ιστορία.
Ουτ’ έρωτες είχε ποτέ, ουτ’ έκανε πολέμους∙
γι’ αυτό στο μαρμαρένιο του τον τάφο δε σκαλίσαν
τα θριαμβικά οικόσημα που οι πρόγονοί του αφήσαν,
μα χάραξαν βασιλικό οικόσημό του άνθη:
τα κρίνα τα γαλατικά και του Τυδόρ τα ρόδα:
Κι ως να ΄ταν άνθη αληθινά, ο τάφος του ευώδα.
Φαντασθείτε ,τώρα, αυτό το δεκατετράστιχο του κοσμοπολίτη Ουράνη το 1920 — τότε που η μισή Ελλάδα ήταν αναλφάβητη ή του Δημοτικού και η ελληνική ποίηση, για να δανειστώ μια φράση μεγάλου ποιητή, «μύριζε μυτζήθρα» – πόσο θα ξάφνιασε το αναγνωστικό κοινό με το ασυνήθιστο και πρωτόγνωρο θέμα του. Ας γυρίσουμε τώρα πάλι εκεί από όπου αρχίσαμε – στην Ιστορία.
Η Ελισάβετ ήταν δυο χρονών και οκτώ μηνών, όταν η μητέρα της Άννα Μπόλεϊν, βασίλισσα της Αγγλίας, ανέβηκε στο ικρίωμα στις 19 Μαΐου 1536. Την ίδια ακριβώς μέρα ο βασιλιάς Ερρίκος ο 8ος ζούσε αξέχαστες στιγμές στο Χουάιτχολ μαζί με την Τζέιν Σέιμουρ, που είχε εδώ και λίγο καιρό ερωτευθεί και θα γινόταν η τρίτη του σύζυγος. Η Τζέιν Σέιμουρ – που ήταν, όπως έλεγαν οι σύγχρονοί της, «πάνω στ’ άλογο σαν Άρτεμις» -αναφέρεται ως μία από τις κυρίες επί των τιμών στις δυο προηγούμενες βασίλισσες, την Αικατερίνη της Αραγωνίας και την προαναφερθείσα Άννα Μπόλεϊν. Ήταν, θα έλεγα ακόμη, η μόνη γυναίκα μέσα στην Αυλή του Ερρίκου για την οποία δεν είχε ακουστεί να έχει ερωτική σχέση με κανέναν από τους αυλικούς, ενώ πολλοί από εκείνους που ήξεραν καλά την ερωτική ζωή της Αυλής διατείνονταν ότι ο Ερρίκος βρήκε αυτό το άνθος της γυναικείας ομορφιάς να είναι ακόμη άκοπο από αντρικό χέρι. Η οικογένεια Σέιμουρ ( Seymour ) ήταν από τις πιο μεγάλες της αγγλικής αριστοκρατίας και ο πατέρας τής Τζέιν, ο γερο – σερ Τζων Σέιμουρ, όπως τον αποκαλούσαν στην Αυλή του Ερρίκου, ήταν περιβόητος για την ερωτική του σχέση με τη νύφη του. Σύζυγος του ερωτύλου αυτού πεθερού ήταν η λαίδη Μάρτζερι, που ήταν καλλονή στα νιάτα της. Όσο για τα τέκνα αυτής της οικογένειας, εκτός από την Τζέιν, την πιο νέα στην ηλικία από τ’ αδέλφια της , πρώτος στη σειρά ήταν ο Έντουαρ Σέιμουρ, που έγινε αργότερα Προστάτης Σόμερσετ∙ ακολουθεί ο Τόμας Σέιμουρ , ο μετέπειτα Λόρδος Ναύαρχος. Η Μπες Σέυμουρ, η άλλη κόρη της οικογένειας – που ήταν παντρεμένη με τον σερ Άντονι Όουτρεντ , κυβερνήτη της Υερσέης – είχε εδώ και κάμποσο καιρό χηρέψει. Αυτή ήταν η οικογένεια της νέας βασίλισσας, που λάμπρυνε με τη δροσερή της νιότη και την απαστράπτουσα ομορφιά της το παλάτι του Ερρίκου.
Ο Θεός και η μοίρα έτσι είναι συνήθως: δίνουν κάτι και το παίρνουν πίσω διπλό. Πράγματι, την επόμενη χρονιά η νέα βασίλισσα πέθανε στη γέννα, αλλά χάρισε στον Ερρίκο τον διάδοχο που επιθυμούσε, ένα παιδί που, παρά την πρόωρη πνευματική του ανάπτυξη, δεν έζησε αρκετά μετά τη στέψη του στον βασιλικό θρόνο. Το όνομα – Εδουάρδος ή Ερρίκος- είχε αποφασιστεί εκ των προτέρων. Τελικά επικράτησε το όνομα Εδουάρδος και με αυτό το όνομα το 1547 – τη χρονιά που έκλεισε οριστικά τα μάτια του ο Ερρίκος, αφού είχε παντρευτεί και την έκτη σύζυγο , την Κάθριν Παρ – ο εννιάχρονος γιος του αναγορεύτηκε βασιλιάς ως Εδουάρδος ο 6ος. Το γεγονός ότι ο Εδουάρδος ήταν ακόμη ανήλικος για να βασιλέψει και ,όπως λέει ο Δουμάς πατήρ, « η ηλικία φέρνει πάντα μαζί της το λογικό» ( l’ age amène toujours la raison), ο Ερρίκος, αντί για αντιβασιλέα όπως γινόταν συνήθως, είχε προβλέψει τον κίνδυνο των σφετεριστών του θρόνου και προσπάθησε να τον αποτρέψει, όσο καιρό θα ήταν ο γιος του ανήλικος, αναθέτοντας τη διακυβέρνηση της χώρας όχι σε έναν, αλλά σε μια ομάδα συμβούλων, η οποία θα ήταν και o εκτελεστής της διαθήκης του. Παρ’ όλα αυτά, η πρόβλεψη του Ερρίκου δεν ωφέλησε σε τίποτα, γιατί ήταν αντίθετη όχι μόνο στην παράδοση της διαδοχής, αλλά και στις φιλοδοξίες που είχε ο θείος του Εδουάρδου, ο Έντουαρ Σέιμουρ, να γίνει κηδεμόνας του ανιψιού του και κυβερνήτης της χώρας. Τροποποιήσαν αμέσως τα μέτρα που είχε πάρει για το θέμα αυτό ο Ερρίκος, και ο Έντουαρ Σέυμουρ έγινε Προστάτης Σόμερσετ, αξίωμα που του έδινε ανάλογη εξουσία με εκείνη του Ερρίκου.
Αλλοίμονο, όμως, για την αρμονία του βασιλείου! Ο Σόμερσετ είχε, όπως είπαμε, έναν νεότερο αδελφό, τον Τόμας Σέιμουρ, που ήταν άνθρωπος με πολλά ελκυστικά χαρίσματα: όμορφος, ανδροπρεπής, γεροδεμένος και έμπειρος στον πόλεμο και τις κονταρομαχίες. Ήταν, θα λέγαμε ακόμη, ικανός να δείξει θερμή και ανοιχτόκαρδη φιλία (αρετή που τον έκανε να κερδίσει τη συμπάθεια του νεαρού βασιλιά και ανιψιού του), αλλά και βασανιστικό φθόνο που δεν είχε την προνοητικότητα να αποκρύπτει, ενώ η αχαλίνωτη φιλοδοξία του και η έλλειψη σύνεσης μαζί με την ξεροκέφαλη ισχυρογνωμοσύνη του μας δίνουν μια λίαν επικίνδυνη προσωπικότητα για τη νέα τάξη πραγμάτων, που είχε διαμορφωθεί τότε στο αγγλικό βασίλειο. Πράγματι, στις δύσκολες συνθήκες δεν είχε την υπομονή να περιμένει την κατάλληλη στιγμή που θα ευνοούσε τις επιδιώξεις του. Με λίγα λόγια, ήταν γεννημένος για δράση και όχι για πολιτικούς χειρισμούς. Η άνοδος του αδελφού του τον οδήγησε αναπόφευκτα στη δική του άνοδο. Πήρε τίτλο ευγενείας, έγινε μυστικοσύμβουλος και του δόθηκε το αξίωμα, όπως είπα και πιο πάνω, του Λόρδου Ναυάρχου. Το αξίωμα αυτό, βέβαια, απείχε πολύ από το να ικανοποιήσει τις μεγάλες φιλοδοξίες του Τόμας Σέιμουρ, και η υπεροχή τού αδελφού του παρέμενε μια διαρκής πρόκληση, όπως το τρόπαιο του Μιλτιάδη στον Θεμιστοκλή.
Την εποχή που πέθανε ο Ερρίκος ο 8ος, ο Τόμας Σέιμουρ ήταν γύρω στα τριάντα πέντε του χρόνια και ανύπαντρος. Ο αριστοκράτης αυτός εργένης ήταν τόσο ωραίος και ελκυστικός, όσο θα μπορούσε να τον επιθυμεί για άντρα της κάθε γυναίκα της Αγγλίας- ακόμα και κόρη βασιλιά αν ήταν. Με αυτούς τους άσους στο μανίκι, έβαλε σκοπό να γοητεύσει την ετεροθαλή αδελφή του βασιλιά, την Ελισάβετ, κόρη της Άννας Μπόλεϊν , που ήταν τότε γύρω στα είκοσι και στην πλήρη άνθηση της ζωής της. Για πολλούς η Ελισάβετ ήταν πολύ όμορφη∙ για άλλους όμως μάλλον κομψή και αρκετά νόστιμη. Μία από τις σκέψεις που είχε στο μυαλό του ο Τόμας Σέιμουρ ήταν, αν μπορούσε, με τη γοητεία που ασκούσε στις γυναίκες, να πάρει την πριγκίπισσα γυναίκα του και με αυτό τον γάμο να μπει στη βασιλική οικογένεια. Οι φιλοδοξίες του όμως σκόνταψαν στον αδελφό του και στα μέλη του βασιλικού Συμβουλίου, που τον απέτρεψαν με ανυποχώρητη επιμονή και σταθερότητα. Ο Τόμας Σέιμουρ αναγκάστηκε τότε να αλλάξει σχέδια και να μπει στον βασιλικό γυναικωνίτη από άλλη πόρτα.
Η χήρα του βασιλιά Ερρίκου, η Κάθριν Παρ, ερωτοτροπούσε με τον Σέιμουρ από τότε που ήταν λαίδη Latimer. Και είναι αλήθεια ότι θα είχε πετύχει το σκοπό του o Σέιμουρ, αν δεν είχε μπει ξαφνικά στο παιχνίδι ο Ερρίκος. Τώρα που ο θάνατος του βασιλιά άνοιξε το δρόμο, ο Σέιμουρ θυμήθηκε τη χήρα του και έριξε πάλι τα όμορφα μάτια του επάνω της, σίγουρος πια για μια εύκολη κατάκτηση. Και δεν έπεσε έξω. Αν και από τον θάνατο του βασιλιά είχαν περάσει μόλις δυο μήνες και το πένθος ήταν ακόμη βαρύ, η βασίλισσα δεν αντιστάθηκε στη γοητεία του, ενώ ο Σέιμουρ παίζοντας με τα αισθήματά της την παρότρυνε να τον παντρευτεί κρυφά και με αναξιόπρεπη βιασύνη. Αν και επρόκειτο για απερίσκεπτη ή ακόμα και για επικίνδυνη ενέργεια, η χήρα του βασιλιά, βαθιά ερωτευμένη καθώς ήταν, δεν έφερε αντίρρηση στη θέληση του εραστή της και παντρεύτηκαν κρυφά όπως είχαν συμφωνήσει.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της, η Ελισάβετ πήγε να ζήσει στο σπίτι της χήρας του βασιλιά, ακολουθώντας τη συνήθεια της εποχής, η οποία ήθελε τα σπίτια των κυριών να είναι σχολεία για τα κορίτσια. Κατά τη διάρκεια αυτής της συμβίωσης, αναπτύχθηκε βαθιά συμπάθεια ανάμεσα στην Κάθριν και την Ελισάβετ. Πάντως, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, το αρχοντικό της χήρας του Βασιλιά ήταν το πρώτο σε τάξη στη χώρα και επομένως το καλύτερο σχολείο για να σπουδάσει ένα κορίτσι, όταν μάλιστα είναι και πριγκίπισσα. Ο Σέιμουρ, από την άλλη πλευρά, συνέχισε τη φάρσα του και προσπάθησε να πείσει τον νεαρό βασιλιά και τον αδελφό του Λόρδο Προστάτη να τον υποστηρίξουν στις ερωτοτροπίες του με τη γυναίκα που ήταν ήδη σύζυγός του. Επειδή οι σύμβουλοι του μικρού βασιλιά και ο αδελφός του ήταν ευχαριστημένοι που κατόρθωσαν να αποτρέψουν τον γάμο του με την Ελισάβετ, και σ’ αυτό συνέβαλε, βέβαια, η άγνοια της απάτης που γινόταν σε βάρος τους με τον κρυφό γάμο του, δεν του έφεραν καμία αντίρρηση σ’ αυτό που ζητούσε. Πάντως, ο κρυφός γάμος του με τη βασίλισσα δεν βελτίωσε τις σχέσεις του με τον αδελφό του, γιατί η Κάθριν, ως ερωτευμένη και αφοσιωμένη σύζυγος, διεκδικούσε προβάδισμα έναντι της συζύγου του λόρδου Προστάτη, επικαλούμενη τον τίτλο της χήρας του βασιλιά, που διατηρούσε παράνομα όσο ο γάμος της με τον Σέιμουρ ήταν κρυφός. Επομένως, η ανταγωνισμός των δύο αδελφών συνεχιζόταν σε νέα φάση με τη διαμάχη αυτή τη φορά ανάμεσα στις συζύγους τους.
Ο κρυφός αυτός γάμος έφερε τον Σέιμουρ σε καθημερινή επαφή με την νεαρή πριγκίπισσα , στην οποία είχαν συγκεντρωθεί οι φιλόδοξες ελπίδες του, από τότε που η Ελισάβετ, μετά τον θάνατο του πατέρα της, είχε πάει να ζήσει με την Κάθριν Παρ. Πράγματι, από τις πρώτες εβδομάδες του γάμου του ο Σέιμουρ είχε καθημερινά για πρώτη του δουλειά τα πρωινά να πηγαίνει στο διαμέρισμα της Ελισάβετ. Αν είχε ξυπνήσει, θα την καλημέριζε και θα τη ρωτούσε πώς ήταν, χτυπώντας τη με οικειότητα στην πλάτη ή στους γλουτούς. Αν πάλι κοιμόταν ακόμα με κλειστές τις κουρτίνες που κρέμονταν από τον ουρανό του κρεβατιού της, τις άνοιγε και την ξυπνούσε, καλημερίζοντάς τη και κάνοντας πως θα της ορμήσει ερωτικά, την ανάγκαζε να χωθεί κάτω από τα κλινοσκεπάσματα γελώντας. Το καθημερινό αυτό ξύπνημα και η οικειότητα του οικοδεσπότη που ξεπερνούσε σιγά – σιγά τα όρια της ευπρέπειας φαίνονταν σαν ένα αθώο παιχνίδι, όσο καιρό, βέβαια, δεν έδιναν αφορμή για σχόλια, ενώ και οι δυο δεν είχαν συνείδηση του τι έκαναν. Ήταν όμως πολύ φυσικό να παρεξηγηθεί η σχέση αυτή, εφ’ όσον ήταν πια κοινό μυστικό ότι ο Σέιμουρ είχε στο παρελθόν ζητήσει να παντρευτεί τη νεαρή πριγκίπισσα. Άρχισαν, λοιπόν, οι διαδόσεις και τα κουτσομπολιά να προκαλούν τις αντιδράσεις της Ελισάβετ και σιγά- σιγά να αναμοχλεύουν τη ζήλια της Κάθριν, που ήταν τότε έγκυος. Η κατάσταση χειροτέρευσε, όταν η Κέιτ Άσλεϋ, η γκουβερνάντα της Ελισάβετ, μια γυναίκα αφοσιωμένη στα καθήκοντά της, αλλά και γοητευμένη από τη χάρη και τη φιλική συμπεριφορά του Σέιμουρ απέναντί της, είπε, ίσως και με τη θέληση εκείνου, στην Ελισάβετ ότι τα αισθήματα του γοητευτικού αυτού αριστοκράτη στρέφονταν προς αυτήν και όχι προς τη Βασίλισσα. Η κοπέλα άρχισε τότε να το παίρνει απάνω της και η καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ο κόσμος, από την άλλη μεριά, που μάθαινε όλα αυτά από το υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού, όλο και πιο πολύ βεβαιωνόταν ότι η νεαρή πριγκίπισσα ένιωθε ευχαρίστηση για το ενδιαφέρον του Σέιμουρ και ότι πάντα κοκκίνιζε, όταν αυτός ήταν το θέμα συζήτησης.
Η κατάσταση που επικρατούσε στην κατοικία της βασίλισσας και τα σχόλια του κόσμου ανάγκασαν τον Λόρδο Προστάτη και τα μέλη βασιλικού Συμβουλίου ν’ ασχοληθούν με το θέμα και να ν’ αποφασίσουν την αναχώρηση της Ελισάβετ από την κατοικία της βασίλισσας και την επιστροφή της στο Τσέσχαντ, όπου έμενε όταν ζούσε ο πατέρας της. Παρά το γεγονός ότι ο αποχωρισμός δεν ήταν αρμονικός, η Κάθριν και η Ελισάβετ αναθέρμαναν τη φιλία τους και επικοινωνούσαν στο εξής με αλληλογραφία. Το Σεπτέμβρη όμως του 1548 η Κάθριν Παρ πέθανε πάνω στη γέννα και ο δρόμος για τα σχέδια του Σέιμουρ ήταν πια ανοιχτός. Η Κέιτ Άσλεϋ, η γκουβερνάντα, όπως είπα, της Ελισάβετ, δεξί χέρι και τώρα του Σέιμουρ, δεν έχασε καιρό και άρχισε για λογαριασμό του τα προξενιά: «Ο σύζυγος που σας είχε υποδειχθεί μετά τον θάνατο του βασιλιά» της έλεγε «είναι μόνος και ελεύθερος, για να κερδίσετε την καρδιά του αν θέλετε». Ανταπόκριση όμως από την πλευρά της Ελισάβετ δεν υπήρξε. Πάντως, τους τελευταίους μήνες του 1548, όποιες κι αν ήταν οι φιλάρεσκες αρνήσεις της Ελισάβετ, ήταν φανερό ότι η νεαρή πριγκίπισσα ήταν τόσο ερωτευμένη με τον Λόρδο Ναύαρχο, ώστε οι υπηρέτες της -είτε για λόγους αφοσίωσης και αγάπης είτε για λόγους συμφέροντος – είχαν καταστεί σύμμαχοι στις επισκέψεις του Σέιμουρ. Η κατάσταση άρχισε τότε να γίνεται πάλι επικίνδυνη, γιατί στα σχέδια του Σέϊμουρ δεν ήταν μόνο η Ελισάβετ, αλλά και η εύνοια του νεαρού βασιλιά για τον όμορφο και γλυκομίλητο θείο του. Πράγματι, εκμεταλλευόμενος το προσωπικό του θέλγητρο είχε από καιρό κατορθώσει να κερδίσει την παιδιάστικη αγάπη του νεαρού βασιλιά και να τον επηρεάζει κατά τη βούλησή του. Το φθινόπωρο του 1547 είχε επιβάλει στον εστεμμένο ανιψιό του να γράψει ένα γράμμα, με το οποίο ζητούσε από το Κοινοβούλιο να υποστηρίξει μια υπόθεσή του, η οποία αφορούσε την παραχώρηση στον Σέιμουρ ενός αξιώματος, παρά την αντίθετη γνώμη του Λόρδου Προστάτη και του Συμβουλίου. Απέτυχε φυσικά, αλλά αυτή η αποτυχία του δεν τον συνέτισε και συνέχισε τις μηχανορραφίες, για να καταστήσει ενήλικο τον βασιλιά όσο το δυνατό πιο γρήγορα και, στηριγμένος στην εύνοια του νεαρού ανιψιού του, να εξουδετερώσει τους αντιπάλους του. Αυτά τα γεγονότα έφεραν ανάμεσα στον Σόμερσετ και στον Λόρδο Ναύαρχο έναν παροδικό συμβιβασμό, για να σταματήσει ο τελευταίος την ερωτική του πολιορκία στην Ελισάβετ και την παράνομη επίδραση που ασκούσε στον ανήλικο βασιλιά. Ο νεότερος όμως αδελφός δεν μπορούσε να ξεχάσει ορισμένα παράπονα που είχε απέναντι στον αδελφό του και το ανήσυχο πνεύμα του άρχισε πάλι τις μηχανορραφίες.
Από τη στιγμή που ο δρόμος για την Ελισάβετ και τον νεαρό βασιλιά έκλεισε με εντολή του αδελφού του, ο Σέιμουρ άρχισε να κάνει νέα σχέδια για να πετύχει τον σκοπό του. Μπορεί να μην ήταν αγαπητός στον λαό, ήταν όμως το καμάρι της αριστοκρατίας. Σκέφτηκε λοιπόν να ιδρύσει ένα πολιτικό κόμμα που θα εκπροσωπούσε και θα συσπείρωνε γύρω του όσο το δυνατόν περισσότερες οικογένειες ευγενών με απώτερο σκοπό ένα πραξικόπημα. Παράλληλα είχε υποσχεθεί στη λαίδη Τζέιν Γκρέι, τη νέα ερωτική του σύντροφο που ήταν από μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια, πως θα την πάντρευε με τον βασιλιά, μόλις γινόταν ενήλικος και έπαιρνε τα ηνία της χώρας στα χέρια του, ενώ η ερωτική τους σχέση θα μετάλλαζε από κρυφό και παράνομο έρωτα σε βασιλική μοιχεία πρώτα και σε βασιλική συμβίωση αργότερα.
Και αυτό για να μπει εμπόδιο στα σχέδια του αδελφού του Λόρδου Προστάτη, που ήθελε τον νεαρό βασιλιά γαμπρό του. Το κακό όμως είναι ότι όλες αυτές οι ανατρεπτικές κινήσεις του δεν γίνονταν με προσοχή και άκρα μυστικότητα. Γρήγορα τα σχέδιά του έγιναν αντιληπτά και ένα μήνα αργότερα πλήρωσε το αντίτιμο της επιπολαιότητας και της τρέλας του, αρνούμενος στην αρχή ν’ απαντήσει στις τριάντα τρείς κατηγορίες που τον βάραιναν, μένοντας με το στόμα κλειστό. Αργότερα όμως αναγκάστηκε ν’ απαντήσει μόνο σε τρεις. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1549 κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο ένα διάταγμα για τη στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Στις 20 Μαρτίου του ιδίου έτους, ένα νέο διάταγμα – το οποίο υπέγραφαν τα μέλη του βασιλικού Συμβουλίου και ο αδελφός του Λόρδος Προστάτης – έδινε διαταγή για την εκτέλεσή του με αποκεφαλισμό στον Πύργο του Λονδίνου. Την παραμονή του θανάτου του, με το πνεύμα ακόμη προκλητικό, έγραφε σημειώματα στις ετεροθαλείς αδελφές του βασιλιά, Ελισάβετ και Μαρία, που ήταν κόρη της πρώτης συζύγου του Ερρίκου, στα οποία έβριζε τον αδελφό του και τις καλούσε να συνωμοτήσουν εναντίον του. Αμετανόητος και με ασυνήθιστο θάρρος αντιμετώπισε τον θάνατο επάνω στο ικρίωμα. Η άφοβη και περήφανη αυτή στάση του έκανε τον κόσμο να λέει με συγκίνηση και θαυμασμό ότι ο άνθρωπος αυτός πέθανε πολύ γενναία και ότι δεν θα φερόταν έτσι, αν δεν ήταν δίκαιος και σωστός ο αγώνας του. Η φύση δεν τα δίνει όλα σε έναν άνθρωπο∙ στον Τόμας Σέιμουρ όμως τα έδωσε όλα εκτός από ένα – τη σύνεση.
.