Η ψυχολογία του εγκλεισμού
Μικροδιηγήματα με εύπεπτα σχόλια και επίκαιρα μηνύματα μας καλούν σε περιπλάνηση στους άδειους δρόμους της Θεσσαλονίκης. Ενδιάμεσα, ποιητικές παρεμβάσεις διακόπτουν τον περίπατο του πεζού λόγου. Μας προσκαλούν να πετάξουμε, να πάμε «στο απέναντι μεγάλο δέντρο», παρέα με τα πουλιά. Παραδόξως, ψηλά στον αέρα, κοντά στα λίγα σύννεφα, δεν θα χρειαστούμε «Βεβαίωση κατ’ εξαίρεση μετακίνησης πολιτών», για να πάμε στο μαγαζί τροφίμων του γειτονικού δένδρου. Ίσως και να μη χρειαστούμε τροφή. Ο καθαρός αέρας και ο ήλιος, παρέα με το λόγο γεμάτο ανθρωπιά που ρέει σαν κρυστάλλινο νερό στις αφηγήσεις της Αρχοντούλας Διαβάτη, τρέφουν την ψυχή μας, όπως τα βιβλία που διαβάζει καλλιεργούν τη δική της. Ξεχνούμε για μια στιγμή ότι ο δήθεν πραγματικός κόσμος είναι χτισμένος πάνω στο ψέμα. Ακόμη και ο αίθριος καιρός που ανακοινώνει το ραδιόφωνο είναι ευφημισμός για τον καύσωνα που επίκειται. Ψεύτικος ο εξωτερικός κόσμος, παραπλανητική και η πρόβλεψη καιρού, σαν να είχε παρακμάσει ο homo sapiens σε homo inscius, homo machina, ή, σε απλά λατινικά, σε non homo.
Η ψυχολογία του εγκλεισμού μάς οδηγεί σε καφκική κοσμοαντίληψη και στην ψυχολογία των τραγικών θυμάτων του Ολοκαυτώματος, στην ενοχή και αποδοχή τιμωρίας για πράξεις που δεν έγιναν ποτέ. Εξάλλου, είμαστε θνητοί, βρε αδελφέ, και αμαρτωλοί, βεβαίως. Η Διαβάτη ανατρέπει τη μηχανή που προσπαθεί να μας συνθλίψει, με τη βιωματική γραφή της, με το ρυθμό της, που μιμείται το ρυθμό της ζωής. Αρχίζει ένα διάλογο με τον εαυτό της στο παρελθόν, διάλογο με δύο ακόμη διεξόδους, το βιβλίο πάνω στο γραφείο μας και τον συνάνθρωπο στο «απέναντι μπαλκόνι» – κυριολεξία και μεταφορά.
Μια βόλτα στη θάλασσα του καλοκαιριού («Magic Bloom») γίνεται αφορμή για στοχασμό πάνω στο καίριο και επίκαιρο θέμα της ελευθερίας του ατόμου, με φόντο πάντα την οικονομική κρίση, με την υγειονομική της προσωπίδα: «διαβάζοντας, διαβάζοντας, τροφή για τις ανάγκες σου όλες το διάβασμα – και πού λεφτά για θάλασσα, κι οι διακοπές άγνωστη λέξη» («Διαβάζοντας το καλοκαίρι»).
Διαβάζει πολύ όλη της τη ζωή, βλέπει κινηματογράφο, και είναι περήφανη για τις πνευματικές της ασχολίες. Αν μελετήσουμε όλα της τα βιβλία, θα τη δούμε να χτίζει σταθερά μια δική της γραφή. Είναι η ανταμοιβή της για την καλή επιλογή των καλλιτεχνικών της δραστηριοτήτων.
Στο βιβλίο της ο άλλος γίνεται ο καθρέφτης της ζωής μας. «Οι άνθρωποι ένας-ένας, δυο-δυο μέσα στα φωτισμένα ως αργά διαμερίσματα, μόνοι με τον εαυτό τους ωστόσο, “κατ’ εξαίρεσιν”, θλιβερά πειραματόζωα, σε βιομετρική παρακολούθηση, βομβαρδισμένοι από πληροφορίες, αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα, γράφοντας όπως-όπως το θέατρο του παράλογου που τους αναλογεί» («Κυρ-Πανικός»). Η Αρχοντούλα, όμως, δεν παραδίδει τόσο εύκολα τα όπλα. Στο τέλος της αφήγησης για τις επιπτώσεις του πανικού, η γενναιόδωρη ιδεολογία της, με ουτοπικές αποχρώσεις, την κάνει να αναλογίζεται, κρυμμένη μέσα στην ασφάλεια μιας παρένθεσης:
(Για φαντάσου, να τα είχαν αφήσει όλα πίσω τους, να ξυπνούσαν από τον εφιάλτη, επιζώντες κι αυτοί μαζί με τους πολλούς, μιλώντας για την καραντίνα και τον ιό στον παρατατικό, κουρασμένοι βετεράνοι ενός άγριου πολέμου που αξιώθηκαν, που όμως θα έβαζε από τώρα και μπρος τη ζωή και τον κόσμο σε νέες ράγες…)
Κανένας πανικός δεν είναι αρκετά ισχυρός να εξουδετερώσει το όραμα ενός νέου κόσμου.
Στις εξόδους της ο αριθμός 6 την καταδιώκει, την περιορίζει. Άθελά της, ίσως, ζει στη χώρα της Αποκάλυψης:
Σήμερα […] διέτρεξα γρήγορα την Τσιμισκή, «μετακίνηση νούμερο έξι»
(«Το πνεύμα των Χριστουγέννων»).
Συμπλήρωσε γρήγορα με μολύβι το νούμερο έξι της σύντομης μετακίνησης («Η φωνή»).
Η αφηγήτρια και ο άντρας της βλέπουν σαν σκηνή θεάτρου το απέναντι μπαλκόνι να γίνεται ο καθρέφτης τους, όταν αντιλαμβάνονται ότι ο άνδρας έχει μείνει μόνος («Καθρέφτες»). Ταυτίζονται με το ζευγάρι, νιώθουν ότι έχουν κοινό πεπρωμένο. Και ξαφνικά η γυναίκα επιστρέφει. Ναι, μέσα στην Πανδημία, υπάρχουν και άλλες ασθένειες. Οι γιοι των γειτόνων έρχονται να δουν τη μητέρα τους. Η πλευρά της αφηγήτριας ταυτίζεται ξανά με την απέναντι. Αλλά την ταρακουνά η σκέψη ότι τα παιδιά θα έλθουν γιατί θα θέλουν να δουν τους ηλικιωμένους γονείς τους. Αφορμή για τη σκέψη αυτή το «ηλικιωμένοι 70 ετών και άνω» που ακούμε συχνά στις ειδήσεις. Και η Διαβάτη σχολιάζει σε παρένθεση:
(Τώρα με την πανδημία πληροφορηθήκαμε ότι είμαστε ηλικιωμένοι, ευπαθής ομάδα με υποκείμενα νοσήματα, που χρήζει προστασίας και φροντίδας. Αλλά τότε, γιατί δεν είχαμε απελπιστεί νωρίτερα; Ως τώρα εμείς προστατεύαμε και νοιαζόμασταν. Ξαφνικά νιώθουμε ανήσυχοι κι ανίσχυροι, χωρίς το καθαρό κοίταγμα στον καθρέφτη. Να τηλεφωνούσαμε ίσως στα παιδιά.)
Ο πανικός γεννά επίσης ποίηση και στοχασμό.
Αίθριος και σήμερα. Ένα εξαιρετικό βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη από τις Εκδόσεις Νησίδες της Θεσσαλονίκης.
315