You are currently viewing Ζωή Κατσιαμπούρα: ένα αφήγημα

Ζωή Κατσιαμπούρα: ένα αφήγημα

ΧΙΟΝΙ ΕΙΝΑΙ…

Το έλεγαν τα δελτία μέρες τώρα και είχαμε προετοιμαστεί. Με τη συνήθη αμφισβήτηση βέβαια «σιγά, βρε παιδί μου, όλο την καταστροφή φέρνουν! Εντάξει, μια κακοκαιρία είναι, να έρθει να νιώσουμε και χειμώνα, που φέτος δεν τον πήραμε χαμπάρι, αρχές Φλεβάρη κι άνθισε κιόλας η κορομηλίτσα». Και την περιμέναμε την κακοκαιρία με το τραγικό όνομα, άντε σήμερα πιάνει κι άντε αύριο.

Ήρθε, λοιπόν! Και τι ωραία, ξυπνήσαμε τη Δευτέρα με λίγο χιονάκι στην αυλή και στην ανθισμένη κορομηλιά και στον δρόμο και λάβαμε θέσεις, με τις πολυθρόνες στραμμένες κατά την μπαλκονόπορτα να το βλέπουμε να πέφτει και να ηρεμούμε στοχαζόμενοι. Και νά στο φέησμπουκ οι φωτογραφίες, όλες περίπου ίδιες, αφού δεν έχουμε φίλους που να μένουν σε τίποτα κορφοβούνια: Χιονισμένα δέντρα στον δρόμο και χιονανθρωπάκια σε αυλές και σε μπαλκόνια, παιδάκια ντυμένα εσκιμώοι να πετούν τη χιονόμπαλα   στον βιντεοσκοπούντα γονέα, τέτοια. Πολύ όμορφα όλα.

Αλλά το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. Κι όσο κι αν προσπαθεί κανείς να ζει με τη «συνειδητότητα» που προστάζουν οι ψυχολογίζουσες ιστοσελίδες, ε, πόσο πια να το απολάυσουμε; Το βαριέσαι και το ωραίο θέαμα, εντάξει, άντε να σταματήσει τώρα, έχουμε και δουλειές.

Μόνο που την Τρίτη ξυπνήσαμε χωρίς ρεύμα και με το χιόνι να έχει αποκλείσει την εξώπορτα. Βρε τι είναι τούτο; Ούτε το 2008 δεν ήταν τόσο! Βέβαια το πρόβλημα ήταν το ηλεκτρικό. Χωρίς μαγείρεμα, εντάξει, πιο ξεκούραστο το ψωμί και τυρί, αλλά χωρίς ζεστό νερό και χωρίς καλοριφέρ; Και να μην μπορείς να πάρεις τηλέφωνο από το σταθερό να απολαύσεις τη «Μήδεια» γκρινιάζοντας με τους φίλους σου; Άντε, προσπαθήσαμε να παρηγορηθούμε, πόσο θα κρατήσει; Ανοίγοντας όμως το άιφον με τα δεδομένα του βρήκαμε διάφορα μηνύματα αποκλεισμένων από χτες στο κρύο και στη σκοτεινιά φίλων και επιπλέον οι ειδήσεις παρέθεταν γειτονιές ολόκληρες με προβλήματα ανάλογα. Οι «βλάβες» μας ενημέρωναν ότι θα απαντήσουν σε 8-10 λεπτά και τα τηλέφωνα ήταν αφόρτιστα, βλακωδώς, ούτε φωτογραφίες του χορού του χιονιού πάνω από τον τάξο της αυλής και του χιονισμένου  σκίνου δεν μπορούσαμε να πάρουμε.

Ανάψαμε το αχρησιμοποίητο από χρόνια τζάκι με τα στοιβαγμένα από πολλά χρόνια ξύλα  και βρήκαμε τι να κάνουμε: κοιτούσαμε τη φωτιά! Κι όταν κουραζόμασταν από τον «διαλογισμό», διαβάζαμε το μυθιστόρημά του ο καθένας, το δικό μου αναφερόταν σε καλοκαιρινές διακοπές και κολύμπι, ωραία ισορροπία.

Ήσυχα. Στο κάτω-κάτω δεν ήμασταν και στα χωριά των παιδικών μας χρόνων. Ούτε έπρεπε να πάω με το γαλίκι μες στο χιόνι να φέρω ξύλα από το υπόστεγο, ούτε να πάω  στο παγωμένο αποχωρητήριο, ούτε να βγω με τα καουτσουκένια μποτάκια για το σχολείο. Έχουμε τα τοτινά ωραία, την ομορφιά και τη σιωπή του χιονιού, μέχρι και κρουσταλήθρες σχηματίστηκαν στην τέντα της βεράντας, έχουμε ένα σπίτι υποφερτά κρύο, έχουμε ακόμα νερό (γεμίσαμε βέβαια ό,τι λεκάνες υπήρχαν μη και κοπεί κι αυτό), δεν χρειάζεται να βγούμε να πάμε πουθενά, ε, θα περάσει. Νά όμως κι ο φόβος! Κι αν δεν περάσει; Στο χωριό δέκα μέρες έμενε το χιόνι τότε.

Με τη θέα του άσπρου κόσμου των στροβιλιζόμενων νιφάδων και των φλογών που κριτσανούσαν, νύχτωσε. Και, παπ, ήρθε το ρεύμα! Παιδική αίσθηση χαράς και αγκαλιές, σαν να γλυτώσαμε από μεγάλο κίνδυνο, σαν να είχαμε και γω δεν ξέρω ποια επιτυχία, ποιο νέο συνταρακτικό.

Αφέθηκε να σβήσει το τζάκι (κόντεψαν στο τέλος τους και τα ξύλα, πρέπει να αγοράσουμε κάνα κυβικό), βάλαμε την  ψηστιέρα στην πρίζα, κρασί, γιορτή.      Και δεν είμαι σίγουρη ότι το αίσθημα που γεννιόταν από τα αναπάντητα τηλεφωνήματα στους αποκλεισμένους χωρίς ρεύμα φίλους δεν είχε και κάτι, ελάχιστο,  από  τον θρίαμβο του επιζώντα!

Την Τετάρτη είχε ήλιο και μπονάτσα. Έσταζαν τα δέντρα, έσταζαν οι στέγες, λιγόστευε και ασκήμαινε το χιόνι, αλλά άνοιξαν οι δρόμοι από τους τολμηρούς με τις αλυσίδες στους τροχούς και από τα μηχανήματα του Δήμου.

Ντυθήκαμε και μεις  εσκιμώοι και βγήκαμε να πάμε στον φούρνο. Στο πήγαινε κι έλα μετρήσαμε πάνω από είκοσι σπασμένα δέντρα, μερικά πεσμένα και πάνω σε αυτοκίνητα. Μετρήσαμε, με μεγαλύτερο φόβο, και πάνω από δέκα ξεμάσκωτους μασκαράδες, μην έγραψε κανείς στο φέησμπουκ ότι το χιόνι σκοτώνει το κόβιντ;

Η σόλα από την ειδική μπότα του άντρα μου, την αγορασμένη προ ετών για χρήση στα χιόνια, βρήκε την ώρα να φύγει και γύρισε εκείνος στο σπίτι βλαστημώντας και πατώντας  με την κάλτσα στον παγωμένο δρόμο.

Το νερό στις λεκάνες το χρησιμοποιήσαμε ως το μεσημέρι. Μα πόσο ξοδεύουμε πια;

Δεν διασκεδάσαμε, τελικά. Δεν απολαύσαμε το χιόνι. Το χιόνι φαίνεται θέλει άλλου είδους  ανθρώπους να το αντιμετωπίζουν, τους παλιότερους ανθρώπους, να ξέρουν πως θα περάσει με αβαρίες, με ενοχλήσεις, με απώλειες, με στερήσεις.. Κι εμείς το ξέρουμε και προσπαθούμε. Αλλά τα συναισθήματα δεν γνωρίζουν από προσπάθειες και τέτοια και προτιμούν επίσης να μην ξέρουν ότι τα πράγματα δεν συμβαίνουν αποκλειστικά για μας… 

Και έτσι, για μερικές ωραίες, υπνωτιστικές, με τις  νιφάδες να χορεύουν, ώρες πληρώνουμε περισσότερες με στέρηση και δυσκολίες και γκρίνια, προφορική και γραπτή…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.