Το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί να εξετάσει όψεις της ιστορικής αίσθησης του Καβάφη σε αντιπροσωπευτικά ποιήματά του, τα οποία εντάσσονται‒ως χρόνος γραφής ή δημοσίευσης‒στην περίοδο από το 1914 έως το 1918. Πρόκειται για ποιήματα που εστιάζουν σε μια ιδιαίτερα δύσκολη ιστορικά περίοδο (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος), με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ευρύτερο ελληνισμό. Ο Αλεξανδρινός ποιητής αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι διεισδύει σε μια συγκεκριμένη ιστορική φάση ή σε ένα ιστορικό γεγονός ώστε να προσδώσει μια διασταλτική έννοια στον βαθύτερο μηχανισμό που καθορίζει την εξέλιξη της ιστορίας μαζί με το πεπρωμένο των ανθρώπων, σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο. Αυτή η ιδιότητα του Καβάφη, καθιστά την ποίησή του πάντοτε επίκαιρη εγείροντας ευρύτερους προβληματισμούς για την τύχη του κάθε λαού ως παίγνιο στα συμφέροντα των ισχυρών
Ο τρόπος αντιμετώπισης της ιστορίας από τον Καβάφη συνδέεται άμεσα με τα «ενδιαφέροντα του ιστορικού και βιωματικού παρόντος».[1] Ο αντίκτυπος συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων στον ποιητή έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που βλέπει τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα. Ανατρέχει σε ιστορικά στιγμιότυπα του παρελθόντος ώστε να εντοπίσει μια εποχή ανάλογη με τις δικές του ιστορικές συνθήκες. Επιλέγει εκείνα τα ιστορικά πρόσωπα που εκτιμά ότι λειτουργούν παραπλήσια με ιστορικές μορφές του καιρού του, στις οποίες διακρίνει μια αντίστοιχη πορεία πτώσης ή παρακμής.[2] Μέσω αυτής της διαδικασίας της ιστορικής εξακρίβωσης, ο Καβάφης αξιοποιεί πτυχές του ιστορικού παρελθόντος ως ερμηνευτικό εργαλείο κατανόησης του παρόντος προς αποφυγή ανάλογων λαθών.
Αποβλέπει στο να προειδοποιήσει, δηλαδή, τους δέκτες του ποιητικού μηνύματος για μια παρόμοια απειλή καταστροφής που ελλοχεύει στο «εδώ και τώρα» των αρχών του εικοστού αιώνα. Η ιστορία για τον Καβάφη δεν αποτελεί ένα κλειστό σύστημα αντιπροσωπεύοντας αποκλειστικά μια ορισμένη εποχή του παρελθόντος. Θεωρεί ότι πολλές καταστάσεις αναβιώνουν φτάνοντας έως το «σήμερα» του ποιητή και θα συνεχίζονται, όταν τις προκαλούν παρόμοια αίτια. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που επιλέγει κατά κύριο λόγο ιστορικές περιόδους παρακμής ή πρόσωπα που ενίοτε ανήκουν στο περιθώριο της ιστορίας. Ο Καβάφης «διαστέλλει το χρόνο» του ιστορικού παρόντος συνδέοντας την ιστορική εμπειρία του δικού του «τώρα» με εκείνη την πολύ συγγενική που αποκομίζει από τη μελέτη και την αξιοποίηση του ιστορικού παρελθόντος.[3]
Κρίνεται αναγκαία μια σύντομη αναφορά στα βασικά ιστορικά γεγονότα των αρχών του εικοστού αιώνα ώστε να κατανοηθούν καλύτερα οι ιδιάζουσες ιστορικές συνθήκες όπου εντάσσονται τα ιστορικά ποιήματα που θα ερμηνευτούν εδώ. Οι αντιξοότητες για τον σύγχρονο ελληνισμού εντείνονται ύστερα από την ήττα του 1897 με κορύφωση την Μικρασιατική καταστροφή και την οριστική κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας το 1922. Σε αυτή την πορεία κλιμάκωσης της τραγικότητας για τη μοίρα του ελληνισμού, η περίοδος από το 1914 έως το 1918 έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, καθώς αφορά τη συμμετοχή της ή όχι στον πόλεμο. Ο Εθνικός Διχασμός τότε επιδείνωσε τη ρευστότητα των καταστάσεων σε πεδίο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με τη συνακόλουθη κρίση αξιών που προκάλεσε το όλο κλίμα. Άξιο επισήμανσης ότι: «η διαπλοκή στρατηγικών επιλογών, οικονομικών δυνατοτήτων και διπλωματικών ελιγμών, που καθόριζε τη διεθνή θέση και την ασφάλεια της Ελλάδας, κατέληξε να εξαρτάται ολωσδιόλου από τα γεωπολιτικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των δύο αντίπαλων συνασπισμών».[4] Ακολούθησαν πολλές εντάσεις σε εσωτερικό επίπεδο που κατέληξαν στην εκθρόνιση του Κων/νου τον Ιούνιο του 1917. Το επόμενο βήμα υπήρξε η απόφαση για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο από το καλοκαίρι του 1917 έως το 1918.[5]
Δεν πρέπει να θεωρηθεί ως σύμπτωση ότι στα συγκεκριμένα ποιήματα που θα εξεταστούν απεικονίζονται πτώσεις ιστορικών προσώπων, των οποίων η πορεία και η τελική τους συντριβή αποτελούν «συνηχήσεις […] ισότιμες των εμπειριών της ιστορικής και της πνευματικής […] ζωής» του ποιητή.[6] Ο Καβάφης φαίνεται ότι είχε στο νου του, για παράδειγμα, όταν έγραφε το ποίημα: «H Δυσαρέσκεια του Σελευκίδου», στο οποίο περιγράφεται η αίτηση για βοήθεια του εκθρονισμένου Πτολεμαίου στη Ρώμη, την αντίστοιχη έκκληση βοήθειας του Κωνσταντίνου προς τον Κάιζερ.[7] Οι ιστορικές εξελίξεις θέτουν σε δοκιμασία τα πολιτικά πρόσωπα και αυτό είναι το κυρίαρχο ζήτημα της περιόδου 1914‒1918. Ανάλογα σκληρή είναι η δοκιμασία στην οποία θα υποβληθεί ο Καισαρίωνας στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του, όταν πρόκειται να γίνει έρμαιο του πολιτικού καιροσκοπισμού των «φαύλων».[8] Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς σχετικά με το λόγο που ο Καβάφης επιλέγει ειδικά σε εκείνη την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να θέσει ως δεσπόζον ζήτημα σε ποιήματά του την αποτυχία ιστορικών προσώπων, αποτυπώνοντας την παρακμή. Καίριες οι παρατηρήσεις του Δάλλα για το συγκεκριμένο ζήτημα:
Tι σημαίνει αυτή η καινούργια διάσταση, στην εξέλιξη του Καβάφη; Πρώτιστα, την απόφαση της εξόδου του από την εμπειρία του ιδιωτικού ή, το πολύ, ενός δημόσιου δράματος […] προς τα ανοιχτά πεδία της Ιστορίας […] και, εσωτερικότερα, τη στροφή από τα αισθήματα της ζωής και τα δράματα των ηρώων του στην πραγματική ιστορική αίσθηση και δράση. Στροφή, που συμβαδίζει τώρα με τα εξωτερικά γεγονότα: Από την παραμονή του 1914 ως την επομένη του 1918 η ποίησή του μοιάζει να συνηχεί τους ορυμαγδούς του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η ίδια έξαρση της διαμάχης μεταξύ των μικρών εθνών, [….] η ίδια αποψίλωση της εθνικής ανεξαρτησίας και, με το πρόσχημα της προστασίας, η επέκταση της σκιάς της αποικιοκρατίας, με επίκεντρα και πάλι τα μικροφιλόδοξα βασίλεια της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Τον Καβάφη η συνειδητοποίηση της παραλληλίας των εποχών τον τοποθετεί στα επίκεντρα σύγχρονων προβληματισμών.[9]
Το καβαφικό ποίημα: «Ο Θεόδοτος», δημοσιεύτηκε το 1915, ωστόσο τα στοιχεία από το αρχείο του Καβάφη δείχνουν ότι το ποίημα γράφτηκε τον Οκτώβριο του 1911.[10] Ο συγγραφέας από όπου αντλεί στοιχεία ο ποιητής για το επεισόδιο που εξιστορείται στο πρώτο μέρος του ποιήματος είναι ο Πλούταρχος.[11] Στον Καίσαρα του Πλούταρχου περιγράφεται ότι ο Καίσαρας, νικητής πλέον, ύστερα από την αναμέτρησή του με τον Πομπήιο στα Φάρσαλα το 48 π.Χ., όταν έφτασε στην Αλεξάνδρεια και είδε το Θεόδοτο να του φέρνει το κεφάλι του Πομπήιου απέστρεψε το βλέμμα του και δάκρυσε, τη στιγμή που αντίκρυσε τον νεκρό άντρα.[12] Στον Πομπήιο του Πλούταρχου αναφέρεται, επίσης, περισσότερο εμφατικά ότι ο Καίσαρας έδιωξε εκείνον που του πρόσφερε το κεφάλι του Πομπήιου, θεωρώντας τον ως μίασμα για το φρικτό έγκλημα. Η σφραγίδα του Πομπήιου τον έκανε να δακρύσει, καθώς είχε σκαλισμένο πάνω της ένα λιοντάρι με ξίφος. Όσο για το σοφιστή Θεόδοτο, εκείνο για το οποίο μας πληροφορεί η συγκεκριμένη μαρτυρία του Πλούταρχου είναι ότι, παρόλο που γλύτωσε από την τιμωρία του Καίσαρα, περιπλανήθηκε με το στίγμα του ταπεινωμένου και του μισητού. Ο Βρούτος Μάρκος, ο οποίος δολοφόνησε τον Καίσαρα, ανακάλυψε αργότερα στην Ασία τον Θεόδοτο, τον βασάνισε με κάθε τρόπο και τελικά τον σκότωσε.[13]
Στον Βρούτο, τέλος, του Πλούταρχου αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι ο θάνατος του μεγάλου και ένδοξου Πομπήιου ήταν αποτέλεσμα της ικανότητας του Θεόδοτου να πείθει, πράγμα για το οποίο υπερηφανευόταν και ο ίδιος ο σοφιστής. Ο Θεόδοτος από τη Χίο ανήκε στο περιβάλλον του νεαρού Πτολεμαίου και ήταν δάσκαλός του στη ρητορική. Όταν ο Πομπήιος, ύστερα από την ήττα του από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα, έφτασε στην Αίγυπτο κοντά στον Πηλούσιο, ο Θεόδοτος πρότεινε να τον σκοτώσουν, αντίθετα με τη γνώμη των άλλων. Βασική του θέση ήταν ότι μόνο: «o νεκρός δεν δαγκώνει».[14]
Αυτές είναι οι ιστορικές πηγές που αξιοποιεί ο Καβάφης. Το συγκεκριμένο ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (στ.1-12), γίνεται αναφορά σε βιογραφικά στοιχεία του Καίσαρα, καθώς και στον παρασκηνιακό ρόλο που έπαιξε ο ρήτορας Θεόδοτος στη δολοφονία του Πομπήιου το 48 π.Χ.[15] Ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στον Καίσαρα, νουθετώντας τον να προσέχει. Η τωρινή ισχύς του δεν σημαίνει για τον Καβάφη ότι ανήκει στους εκλεκτούς. Από την αρχή του ποιήματος υποβόσκει ο φόβος της ανατροπής του. Το μέλλον του Καίσαρα δεν προδιαγράφεται τόσο ευοίωνο: Aν είσαι απ’ τους αληθινά εκλεκτούς//την επικράτησί σου κύτταζε πώς αποκτάς.//Όσο κι αν δοξασθείς, τα κατορθώματά σου//στην Ιταλία και στην Θεσσαλία//όσο κι αν διαλαλούν η πολιτείες,//όσα ψηφίσματα τιμητικά//κι αν σ’ έβγαλαν στη Pώμη οι θαυμασταί σου,//μήτε η χαρά σου, μήτε ο θρίαμβος θα μείνουν,//μήτε ανώτερος — τι ανώτερος; — άνθρωπος θα αισθανθείς,//όταν, στην Aλεξάνδρεια, ο Θεόδοτος σε φέρει,//επάνω σε σινί αιματωμένο,//του αθλίου Πομπηίου το κεφάλι.[16]
Η έννοια του εκλεκτού‒ξεχωριστού, προσδιορίζεται από τον ποιητή με ηθικά κριτήρια. Σε αυτή την ερμηνευτική βάση, ο Καίσαρας δεν μπορεί να ενταχθεί σε αυτή την κατηγορία, αφού ό,τι κατάφερε ήταν αποτέλεσμα δολοπλοκιών ή δολοφονιών. Η στιγμή της επίγνωσης του ποιος πραγματικά είναι,[17] θα έρθει για εκείνον όταν θα αντικρίσει το Θεόδοτο μαζί με τον αποκεφαλισμένο Πομπήιο. Ο πρώτος αποτελεί ένα σκοτεινό εργαλείο πολιτικού καιροσκοπισμού. Το νεκρό θύμα είναι σαν να τον προειδοποιεί για τη δική του επικείμενη πτώση.
Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος (στ.13‒19), ο ποιητής υπερβαίνει το συγκεκριμένο πρότυπο του Καίσαρα που φαινομενικά, αλλά και εφήμερα, συνιστά το υπόδειγμα του ευτυχισμένου και ισχυρού ανθρώπου. Πλέον απευθύνεται γενικευμένα στον καθένα που θεωρεί ότι εδραιώνει τη ζωή του σε σταθερά θεμέλια. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να εμφανιστεί ένας Θεόδοτος και να ανατρέψει τα πάντα, επιφέροντας τότε την αναπόφευκτη πτώση: Και μη επαναπαύεσαι που στην ζωή σου//περιωρισμένη, τακτοποιημένη, και πεζή,//τέτοια θεαματικά και φοβερά δεν έχει.//Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου//το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει —//αόρατος, άυλος — ο Θεόδοτος,//φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.
Ο Θεόδοτος, από συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο στην πρώτη ενότητα του ποιήματος, μεταμορφώνεται στο δεύτερο μέρος σε μια «συμβολική μορφή και παρουσία»[18] Μία απειλή θανάτου, όπως εκείνος, υπενθυμίζει στον αναγνώστη της εποχής που δημοσιεύτηκε το ποίημα τη ρευστότητα της συγκεκριμένης χρονικής φάσης, καθώς και το πόσο προσεκτικός πρέπει να είναι ο καθένας ώστε να ερμηνεύει ορθά τα τρέχοντα ιστορικά συμβάντα. Η συμβολική μορφή του Θεόδοτου μπορεί να απειλήσει κάθε άτομο, «ανεξάρτητα από την κοσμική του επιτυχία ή αποτυχία».[19] Με το συγκεκριμένο ποίημα ο Καβάφης επιχειρεί να: «χαράξει τα όρια του ηθικώς επιτρεπτού και στις σφαίρες της εξουσίας και στην καθημερινή ζωή».[20] Φαίνεται ότι εκείνη την περίοδο απασχολούσε ιδιαίτερα τον ποιητή το ζήτημα της ηθικής στάσης των ανθρώπων, ιδιαίτερα στην περίπτωση κάποιου που κατείχε ένα δημόσιο αξίωμα. Υπάρχει ένα σημείωμα του Καβάφη που χρονολογείται το 1910. Πραγματεύεται ακριβώς αυτό το θέμα της διεκδίκησης συμφερόντων σε βάρος των άλλων. Ο Καβάφης σε αυτό το κείμενο εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της ανθρωπότητας, όταν διαπιστώνει στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι να γίνονται καταπατήσεις δικαιωμάτων ή υπερβάσεις αρμοδιοτήτων.[21]
Ο χρόνος γραφής του ποιήματος: «Ο Θεόδοτος», βρίσκεται πολύ κοντά στην ημερομηνία γραφής του συγκεκριμένου σημειώματος. Το θέμα είναι το ίδιο: το ζήτημα της αναπόφευκτης πτώσης όταν η στάση ζωής κρίνεται ως ηθικά επιλήψιμη. Ο ποιητής μένει πάντα πιστός στην αρχή του ηθικού στωικισμού. Αυτό που κινεί το ενδιαφέρον είναι το γιατί το ποίημα αυτό δημοσιεύεται το 1915, μια κρίσιμη χρονιά για το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι της Ελλάδας στον πόλεμο. Φαίνεται ότι ο Καβάφης μπορεί να εκτιμήσει καλά την εξέλιξη κάποιων καταστάσεων και τους κινδύνους που αναμένονται για την Ελλάδα ως απόρροια εσφαλμένων τακτικών. Προειδοποιεί για τους ενδεχόμενους κινδύνους. Το ποίημα αποπνέει ένα τρόμο για κάτι που ανησυχεί έντονα τον ποιητή. Ίσως είναι η έκβαση του πολέμου ή τα παρεπόμενα για τον Ελληνισμό. Φαίνεται ότι είχε αλάνθαστο ιστορικό κριτήριο, ώστε να ερμηνεύει ορθά τα ιστορικά δεδομένα της εποχής και να διαβλέπει τη συνέχεια.
Στην ίδια θεματική κινείται και το καβαφικό ποίημα: «Η διορία του Νέρωνος». Το αξιοσημείωτο πάλι αφορά το χρόνο γραφής του ποιήματος, το 1915.[22] Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1918[23], τη χρονιά που τελειώνει ο πόλεμος. Το ζήτημα είναι το ίδιο: η πλάνη αυτών που απέκτησαν την εξουσία με ραδιουργίες πως δεν θα ανατραπούν ποτέ. Στην προκειμένη περίπτωση, στο προσκήνιο έρχεται ο Νέρωνας, λίγο πριν την ήττα του από το Γάλβα. Η ιστορική πηγή στην οποία βασίζεται ο Καβάφης είναι ο Σουητώνιος.[24] Το ποίημα αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα του 68 μ.Χ., όταν τα ρωμαϊκά στρατεύματα της Ισπανίας κάλεσαν το διοικητή τους, το Γάλβα, να αντικαταστήσει το Νέρωνα στον αυτοκρατορικό θρόνο.[25] Ο Νέρωνας ήταν γνωστός από την ιστορία για τα εγκλήματά του. Είχε φροντίσει να απαλλαγεί από όσους θεωρούσε ότι απειλούσαν τη βασιλεία του. Δολοφόνησε ακόμη και την ίδια του τη μητέρα, καθώς και τη γυναίκα του.[26] Στο Σουητώνιο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι, αφού συμβουλεύτηκε το μαντείο των Δελφών, έλαβε την ασαφή απάντηση ότι θα πρέπει να φοβάται μόνο τα εβδομήντα τρία χρόνια. Σκέφτηκε τότε επιπόλαια και μονοδιάστατα ότι ο αριθμός αναφέρεται σε εκείνον. Άρα, θεωρητικά, πίστευε ότι είχε πολύ χρόνο ακόμη ευτυχισμένης ζωής. Δεν υπολόγισε, όμως, ότι ο Γάλβας ήταν εβδομήντα τριών ετών.[27] Εύστοχα υποστηρίζει ο Πιερής ότι σε πολλούς ήρωες του Καβάφη η τραγικότητά τους συνίσταται στο χάσμα ανάμεσα στον εσωτερικό τους κόσμο και στον τρόπο που αντιλαμβάνονται την εξωτερική πραγματικότητα.[28]
Αυτή η πλάνη των καβαφικών προσώπων ενδεχομένως να σχετίζεται με τις εσφαλμένες πολιτικές αποφάσεις που ο Καβάφης εκτιμά ότι λαμβάνονται στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτή η θεώρηση αιτιολογεί τη λέξη: «διορία» στο ποίημα, υποδεικνύοντας την αλλαγή πολιτικών χειρισμών όσο είναι καιρός. Οι τελευταίοι στίχοι έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ο Καβάφης υπαγορεύει υπαινικτικά, ειδικά στον αναγνώστη του 1918, την ανάγκη άσκησης του νου τότε για την ορθή λήψη αποφάσεων ή για την στοχαστική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων: Αυτά ο Νέρων. Και στην Ισπανία ο Γάλβας//κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,//ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ.
Στο καβαφικό ποίημα: «Καισαρίων», ο ποιητής αναπαριστά σκόπιμα τον νεαρό Πτολεμαίο στην οριακή στιγμή πριν την πτώση του, ώστε να υπογραμμίσει την έκταση του αμοραλισμού σε μια κοινωνία και εποχή όπου κυριαρχούν οι κακουχίες, οι στερήσεις, οι βιαιοπραγίες και οι σφαγές:[29] Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,//που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν//η λάμπα μου —άφισα επίτηδες να σβύνει—//εθάρρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου,//με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες· ως θα ήσουν//μες στην κατακτημένην Aλεξάνδρεια,//χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,//ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνισθούν//οι φαύλοι —που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».
Η επιλογή μιας συγκεκριμένης ιστορικής στιγμής, ως ειδική γωνία λήψης για αποτύπωση γεγονότων, έχει ιδιαίτερη σημασία στον Καβάφη, καθώς αντιπαραβάλλεται με την παρόμοια ιστορική κατάσταση που επικρατεί κατά τον χρόνο γραφής ή δημοσίευσης των ιστορικών ποιημάτων του.[30] Σε αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, η εποχή του Καισαρίωνα λειτουργεί για τον Αλεξανδρινό ποιητή ως μέσο κατάδειξης της αμφιλεγόμενης τύχης της Ελλάδας κατά την περίοδο 1914‒1918, αλληλένδετα με τις κινήσεις και τις αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο ποιητής επιχειρεί να εξακριβώσει μέσω του συγκεκριμένου ιστορικού παραλληλισμού το ζοφερό πεπρωμένο που επίκειται για τον ελληνισμό.
Στο καβαφικό ποίημα: «Δημητρίου Σωτήρος 162-150 π.Χ.», ο Καβάφης ασχολείται ξανά με την ήττα ενός ιστορικού προσώπου. Ο χρόνος γραφής του ποιήματος είναι το 1915, ενώ της δημοσίευσής του το 1919.[31] Κύρια πηγή του ποιήματος είναι ο Πολύβιος από τον οποίο αντλείται υλικό για τη ζωή του Δημήτριου στη Ρώμη, τη σχέση του με τους Ρωμαίους, την ανησυχία του για απόδραση, την αναζήτηση ελευθερίας και τελικά τη φυγή του. Για τα στοιχεία που αφορούν το τέλος του Δημήτριου, ο Καβάφης βασίζεται στον ιστορικό Ιώσηπο.[32] Στο καβαφικό ποίημα, ωστόσο, δεν γίνεται καμία άμεση αναφορά στο θάνατο του ήρωα. Ο Καβάφης εστιάζει μόνο στο διάστημα κατά το οποίο ο Δημήτριος κυβέρνησε στη Συρία (162-150 π.Χ). Από το 175 έως το 162 π.Χ. υπήρξε αιχμάλωτος στη Ρώμη. Επιθυμούμε κατά την περίοδο της εκεί παραμονής του να αποκατασταθεί η χαμένη αίγλη των ελληνιστικών βασιλείων, αλλά όταν έφτασε στη Συρία κατάλαβε ότι αυτό ήταν πλέον μια αυταπάτη.[33] Η παρακμή τους ξεκίνησε ύστερα από την ταπεινωτική για εκείνους ήττα στη μάχη της Μαγνησίας το 190 π.Χ., στην οποία ο παππούς του Δημήτριου είχε ηττηθεί από τους Ρωμαίους. Ακολούθησε η δολοφονία του πατέρα του, Σέλευκου Δ΄ το 175 π.Χ.[34]
Μόλις συνειδητοποιήσει, εκεί στη Συρία, τη ματαιότητα της όλης κατάστασης, ο Δημήτριος θα αναλογιστεί: «Και τώρα;». Το εσωτερικό αδιέξοδο του ήρωα σηματοδοτεί την τελική πτώση που θα επακολουθήσει λίγο αργότερα, χωρίς να γίνει κάποια ρητή μνεία στο ποίημα.[35] Απλά, ο Καβάφης, με μοναδική ποιητική δεξιοτεχνία, φροντίζει να τον τοποθετήσει λίγο πριν από το τέλος, ώστε να λειτουργήσει ως συναγερμός στον αναγνώστη αυτή η αίσθηση αναμενόμενου αφανισμού που απηχεί το ποίημα. Η βασική ιδέα του συγκεκριμένου καβαφικού ποιήματος συνδέεται με αυτό που γενικότερα υποστηρίζει ο Σαββίδης για την ιστορική αίσθηση του Καβάφη: «Για τον Αλεξανδρινό η ατομική αίσθηση τελικά ταυτίζεται με την ιστορική. Δηλαδή με την αίσθηση που μας κάνει να βλέπουμε την Ιστορία ως την Πολιτική του χτες, και την Πολιτική ως την Ιστορία του αύριο».[36]
Ο Καβάφης θεωρεί την Αλεξάνδρεια της εποχής του, καθώς και τον ελληνισμό της, ως πεδία εκμεταλλεύσιμα από τον αγγλικό επεκτατισμό. Πρόκειται για μια αποικιοκρατική πολιτική που είχε ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα και θα φτάσει στο αποκορύφωμά της με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τον ποιητή η νίκη των συμμάχων αποτέλεσε κατά κύριο λόγο μια βρετανική νίκη.[37] Τέλος, το ζήτημα της αδυναμίας ανάκτησης της χαμένης αίγλης των ελληνιστικών βασιλείων σε αυτό το ποίημα μπορεί να συσχετιστεί με την ανεδαφικότητα της Μεγάλη Ιδέας στην τελική φάση της. Το 1919 δεν είναι τυχαία ημερομηνία, όταν θα δημοσιευτεί το ποίημα. Συμπίπτει χρονικά με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919). Η εμπέδωση της παρακμής από τον Δημήτριο, έναν κατεξοχήν καβαφικό φορέα στωικότητας, μπορεί να παραλληλιστεί με τον εναγώνιο φόβο του Καβάφη για το δυσοίωνο μέλλον της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία. Ο εσωτερικός μονόλογος του Δημήτριου απηχεί τη φωνή του βαθυστόχαστου και οξυδερκή, ιστορικού ποιητή, Καβάφη. Το βασικό μήνυμά του στον αναγνώστη γενικά για τη λειτουργία της ιστορίας στην ποίησή του είναι ότι βάση για όποια μελλοντική κίνηση θα πρέπει να αποτελεί το ιστορικό παρόν. Το ιστορικό παρελθόν διδάσκει αυτά που θα πρέπει να προσέξει η ανθρωπότητα ώστε να μην διαπράξει ανάλογα σφάλματα. Ο οδηγός, όμως, είναι το εκάστοτε «εδώ και τώρα» για όποια μελλοντική διεκδίκηση, διαφορετικά εγκυμονεί ο κίνδυνος της χιμαιρικής αναζήτησης πραγμάτων που πλέον δεν υφίστανται, γεγονός που μπορεί να επιφέρει τον όλεθρο.
[1] Τάκης Καγιαλής, «“Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός”: ο Καβάφης και ο μοντερνισμός», Ποίηση, τχ.12 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 1998), σ.98.
[2] Ό.π.σ.98.
[3] Γιάννης Δάλλας, Καβάφης και ιστορία: αισθητικές λειτουργίες, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, σ.14.
[4] Γεώργιος Λεονταρίτης, «Η Διεθνής θέση της Ελλάδος στις παραμονές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΕ΄, Ελληνοεκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000, σ.16.
[5] Ό.π.σσ.13,46.
[6] Δάλλας, ό.π.σ.153.
[7] Ό.π.σ.153.
[8] Ό.π.σ.191.
[9] Ό.π.σσ.194-195.
[10] Γ.Π. Σαββίδης, «Ήταν χριστιανός ο Καβάφης; (1973)», στο: Μικρά Καβαφικά, τ. Α,΄ εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σ.153.
[11] Filippo Maria Pontani, «Πηγές της ποίησης του Καβάφη», στο: Επτά Δοκίμια & Μελετήματα για τον Καβάφη (1936-1974), Πρόλογος: Γ.Π. Σαββίδης, Εισαγωγή: Massimo Peri, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1991, σ.57.
[12] Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι: Αλέξανδρος-Καίσαρ, επιμ. Βασίλειος Μανδηλαράς, Εισαγωγή- μτφρ.-σχόλια: φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993, σσ.310-311.
[13] Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι: Αγησίλαος-Πομπήιος, επιμ. Βασίλειος Μανδηλαράς, εισαγωγή- μτφρ. – σχόλια: φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993,σσ. 312-313.
[14] Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι: Δίων-Βρούτος, επιμ. Βασίλειος Μανδηλαράς, εισαγωγή- μτφρ.- σχόλια: φιλολογική ομάδα Κάκτου, εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1993,σσ.214-217.
[15] Γ.Π. Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη (1977)», στο: Μικρά Καβαφικά, τ. Α,΄ εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σσ.195-196.
[16] Για τους στίχους των καβαφικών ποιημάτων που παρατίθενται στο συγκεκριμένο άρθρο, αξιοποιείται το Ανθολόγιο Λογοτεχνίας από το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=60, 19-6-2020.
[17] Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη (1977)», ό.π.σσ.195-196.
[18] Αναλυτικότερα, βλ. Γιάννης Δάλλας, Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1984, σσ. 222-223.
[19] Σαββίδης, «Διαβάζοντας τρία “σχολικά” ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη (1977)», ό.π.σ.197.
[20] Αναλυτικότερα, βλ. Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ.Π. Καβάφης: οι δρόμοι προς τον ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1983, σσ. 135-137.
[21] Σαββίδης, «Ήταν χριστιανός ο Καβάφης; (1973)», ό.π.σσ. 153-154.
[22] Δάλλας, Καβάφης και ιστορία: αισθητικές λειτουργίες, ό.π.σσ.191-192
[23] Ό.π.σ.147.
[24] Pontani, ό.π.σ.62.
[25] Γ.Π.Σαββίδης, «Κρίσιμες μάχες του Ελληνισμού στην ποίηση του Καβάφη(1983)», στο: Μικρά Καβαφικά, τ.Α,΄εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σ.340.
[26] C.M. Bowra, Ο Κωνσταντίνος Καβάφης και το ελληνικό παρελθόν, εκδ. Γαβριηλίδη, Αθήνα 2006, σσ.51-52.
[27] Pontani, ό.π.σ.62. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. ακόμη: Τίμος Μαλάνος, Ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης: ο άνθρωπος και το έργο του, εκδ. Δίφρος, Αθήνα 31957, σσ. 327-328.
[28] Μιχάλης Πιερής, Χώρος, φως και λόγος: η διαλεκτική του «μέσα»‒«έξω» στην ποίηση του Καβάφη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1992,σσ.139-140.
[29] Γιάννης Δάλλας, Σπουδές στον Καβάφη: από την ανάλυση στην ανασύνθεση. Επενέργεια και αφομοίωση, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1987, σ.96.
[30] Δάλλας, Καβάφης και ιστορία: αισθητικές λειτουργίες, ό.π.σ.127.
[31] Ό.π.σ.195.
[32] Pontani, ό.π.σ.63.
[33] Στρατής Τσίρκας, Ο πολιτικός Καβάφης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 41982, σ.42.
[34] Ιλίνσκαγια, ό.π.σσ.185-186.
[35] Τσίρκας, ό.π.σ.45.
[36] Γ.Π. Σαββίδης, «Η πολιτική αίσθηση στον Καβάφη(1967)», στο: Μικρά Καβαφικά, τ.Α,΄ εκδ. Ερμής, Αθήνα 1985, σσ.108-109.
[37] Τσίρκας, ό.π.σ.47.