You are currently viewing Κώστας Περδίκης: ένα διήγημα

Κώστας Περδίκης: ένα διήγημα

ΚΡΕΜ ΚΑΡΑΜΕΛΕ

Κάθε Αύγουστο, απαραιτήτως, κατέβαινε στον Καϊάφα για τα θερμά του μπάνια. Έμενε πάντα στο Γεράνιο, το πιο αριστοκρατικό από τα άλλα δύο ξενοδοχεία, Ολυμπία και Αρήνη.
Ήταν μια Κυριακή, θυμάμαι,  όταν άκουσα τον πατέρα μου, γυρνώντας από την εκκλησία, να λέει της μητέρας. «Έχει έλθει ο Ασημάκης στον Καϊάφα και πρέπει να πάω να τον δω». Ήταν ο αγαπημένος  του ξάδελφος, στρατηγός εν αποστρατεία και φανατικός εργένης. «Πάρε και το παιδί μαζί σου, είναι ευκαιρία να τον γνωρίσει», του απάντησε η μητέρα. Εκείνο το στρατηγός εν αποστρατεία τόσο πολύ με είχε εντυπωσιάσει, που περίμενα πως και πως την ώρα που θα τον έβλεπα από κοντά.
Μπήκαμε στο λεωφορείο, που πηγαινοέφερνε τους λουόμενους στα λουτρά και ήμαστε οι μόνοι επιβάτες που δεν κουβαλάγαμε μαζί μας τσάντες με πετσέτες και μπουρνούζια. Φτάνοντας στα λουτρά, μόλις που προλάβαμε τη βενζινάκατο, που έλυνε τον κάβο, για να περάσει τον κόσμο απέναντι στο νησάκι, όπου ήσαν τα ξενοδοχεία.
Βρήκαμε τον θείο Ασημάκη να κάθεται σε μια πάνινη πολυθρόνα στο βεραντάκι του ξενοδοχείου, και να μελετάει εμβριθώς την Καθημερινή. Με το που μας είδε σηκώθηκε και μας πλησίασε χαμογελώντας για να μας καλωσορίσει.
Η εικόνα που είχα φανταστεί για κείνον αυτοστιγμή κατέρρευσε. Αντί για έναν ψηλό, βλοσυρό στρατηγό με στολή, αστέρια και σιρίτια είχα μπροστά μου έναν καλοκάγαθο γελαστό, μάλλον κοντό, ηλικιωμένο κύριο, με πολιτικά ρούχα.
Καθίσαμε και πριν πιάσει με τον πατέρα μου τα δικά τους, άρχισε από με μένα, ρωτώντας με να μάθει για την πρόοδό μου στο σχολείο. Ικανοποιημένος με το πρόσφατο άριστα που είχα πάρει, έβγαλε το μικρό δερμάτινο πορτοφόλι του και με αντάμειψε με ένα τάλιρο. Μεγάλο χαρτζιλίκι για κείνα τα χρόνια.
Χάζευα μαγεμένος το τοπίο, τη λίμνη και το δάσος, όταν το παιδί του ξενοδοχείου, με την άσπρη του μπλούζα πέρασε από κει και ο θείος Ασημάκης έσπευσε να παραγγείλει τα κεράσματα, καφέδες για τους δυο τους και για μένα μια κρεμ καραμελέ, όπως την είπε. Πρώτη μου φορά άκουγα ότι υπάρχει τέτοιο γλυκό.
Οι κουραμπιέδες και ο μπακλαβάς, άντε και καμιά γαλόπιτα, από το γάλα της γίδας μας ήσαν τα γλυκά που συνήθιζε να μας φτιάχνει η μητέρα μας.
Το γκαρσόνι, σβέλτο καθώς ήταν, δεν άργησε να γυρίσει κρατώντας τον φορτωμένο δίσκο. Ακούμπησε τους καφέδες και τα νερά στο τραπεζάκι και σε μένα πρόσφερε την κρεμ καραμελέ.
Εκείνο, που αντίκρισα μέσα στο βαθουλό πιατάκι ήταν ένα μπεζ πράμα, που ’μοιαζε κάπως με  τη γαλόπιτα της μάνας μου,  ήταν όμως τρεμουλιάρικο και βουτηγμένο μέσα σε ένα καφετί σιρόπι.
Αυτόματα, μια άλλη παρόμοια εικόνα μου ’ρθε τότε στο μυαλό. Ήταν μάλιστα τόσο ζωντανή,  που θα ’πρεπε να βρω  πολύ θάρρος για να αποτολμήσω να δοκιμάσω το παράξενο τούτο κατασκεύασμα.
Το γιατί εξηγείται παρακάτω.
Με το που έμπαινε η άνοιξη η νοικοκυρά του σπιτιού είχε να κάνει, ανάμεσα στις άλλες,  μία ακόμα απαραίτητη και σοβαρή δουλειά. Να φτιάξει το σαπούνι της χρονιάς. Γινόταν από τις μούργες , τα κατακάθια δηλαδή του λαδιού, που απόμεναν στις ζάρες και στα ντεπόζιτα.
Η δουλειά αυτή ήταν βαριά και για να γίνει ήθελε δυο τουλάχιστον άτομα. Η μητέρα μας ζήταγε βοήθεια, πότε από τη Ντίνα, την ανηψιά της και πότε  από τη θεια Μαρία τη γειτόνισσά μας, σαν δανεικαριά.
Έριχναν τα λάδια στο μεγάλο χαρανί , μαζί με νερό και σαπουνόπετρα  και τα ’βαζαν να βράσουν πάνω σε δυνατή φωτιά. Το βράσιμο κράταγε ώρες πολλές και έπρεπε να ανακατεύουν συνέχεια το μίγμα, πότε η μία και πότε η άλλη, με μια μακριά κουτάλα, προσθέτοντας κάπου, κάπου νερό ή ό,τι άλλο χρειαζόταν.
Όταν έφτανε η ώρα που το βράσιμο είχε ολοκληρωθεί, κατέβαζαν το χαρανί από τη φωτιά και το άφηναν όλη τη νύχτα να κρυώσει. Το άλλο πρωί το πηγμένο σαπούνι είχε κάνει μια στρώση, γύρω στους δέκα πόντους πάχος, που κολύμπαγε πάνω στο καφετί καυστικό υγρό.
Η αγωνία τους ήταν μεγάλη, μέχρι να δουν κατά πόσο το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ήταν πετυχημένο ή όχι. Υπήρχαν φορές που  το σαπούνι δεν έβγαινε καλό και  όλος ο κόπος τους πήγαινε στράφι.
Έπρεπε την άλλη μέρα να ξανακάνουν όλη τη δουλειά. Την αποτυχία τους βέβαια, πάντα σχεδόν, την έριχναν σε κάποιο κακό μάτι, που όπως έλεγαν πέρασε από κει και μάτιασε το σαπούνι. Έτσι για παν ενδεχόμενο δεν παρέλειπαν να καίνε λιβάνι πάνω σε ένα κεραμίδι, όση ώρα κράταγε το βράσιμο.
Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα της δοκιμής, η μητέρα έμπηγε ένα μακρύ μαχαίρι και έκοβε το πρώτο μικρό κομμάτι από το πηγμένο  σαπούνι. Μόλις το τράβαγε, στη κενή θέση του κομματιού ανέβαινε από το βάθος του χαρανιού το καυστικό καφετί υγρό,  που είχε κατακάτσει στον πάτο του.
Η εικόνα λοιπόν εκείνου του μικρού μπεζ κομματιού από το φρέσκο σαπούνι, σε συνδυασμό με το  καφετί υγρό, ήταν που μου ήλθε στο μυαλό, μόλις πρωτοείδα την κρεμ καραμελέ. Πολύ διστακτικά, πήρα μισή κουταλιά και την έβαλα στο στόμα μου. Περιέργως, δεν μου φάνηκε απαίσια όπως θα περίμενα, κάθε άλλο μάλιστα. Με τη δεύτερη κουταλιά  τη βρήκα ενδιαφέρουσα και με την τρίτη έπιασα τον εαυτό μου να νοιώθει σκέτη απόλαυση.
Από τότε η κρεμ καραμελέ μπήκε για τα καλά στη ζωή μου, εξασφαλίζοντας περίοπτη θέση στο πάνθεον των αγαπημένων μου γλυκισμάτων. Όσο για κείνο το σπιτικό σαπούνι, επί πολλά χρόνια, ήταν πολύτιμο για το πλύσιμο των ρούχων στη σκάφη της μάνας μας, για τη λάτρα του σπιτιού και για το λούσιμό μας, πριν μας κατακλύσουν τα πάσης φύσεως αρωματικά σαμπουάν…

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.