Η Κιμωλία είναι το πέμπτο βιβλίο που γράφει ο Δημήτρης Κωστόπουλος πάντα με πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, εντυπωσιακό, σύγχρονο και διαχρονικό. Πάντα με την ίδια αφηγηματική ένταση που χαρακτηρίζει τη γραφή του, την ενδιαφέρουσα πλοκή και την ανθρωπιά που λείπει από τον κόσμο, στοιχεία με τα οποία κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία. Φέρει τον χαρακτηρισμό «μελόδραμα», όχι μόνο γιατί θα ακουστούν άριες στις σελίδες του, αλλά, υποθέτω, ότι ο χαρακτηρισμός αποβλέπει στην αποφόρτιση της βαρύτητας του δεύτερου συνθετικού από το πρώτο συνθετικό της λέξης. Σαν κλαυσίγελως με ένα γέλιο όμως πολύ πικρό. Φάρσα η ζωή, κωμωδία…
Ο συγγραφέας, ως καθηγητής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση έχει εισπνεύσει πολλή κιμωλία, αυτό το εύκολα διαλυόμενο υλικό με το οποίο γράφεις και ξεγράφεις εύκολα και γρήγορα, σαν πάνω στην άμμο την ξανθή… Σαν όλα τα παίρνει ο άνεμος, σαν πάντα ρει, πάντα χωρεί και ουδέν μένει… Σαν η ζωή πάντα τέτοια είναι και δεν αλλάζει, μέσα στην αντινομία και η αναίρεσή της.
Εν αρχή η Γεωγραφία. Τόπος του διαρκώς επαναλαμβανόμενου «εγκλήματος» (δείγμα αντί του όλου) είναι το γνωστό νησί του νότιου Αιγαίου, η Λέρος, ιωνική στην καταγωγή, κόντρα στην γείτονα Κάλυμνο που καυχιέται για τη δική της,τη δωρική. Το νησί κατακτήθηκε από τους Ιωαννίτες Ιππότες το 1309 και πέρασε στα χέρια του Σουλειμάν του Μεγαλοπρεπούς το 1523. Το μεσαιωτικό κάστρο με τις πολεμίστρες του και την Παναγιά, εις το βουνό ψηλά εκεί, σαν κορώνα του νησιού, αλλά και «στέφανο εξ ακανθών», με 500 σκαλιά, καλεί στη Χάρη της τους πιστούς να σκαρφαλώσυν το βράχο της, στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου. Η νυχτερινή περιγραφή της εικόνας είναι μαγική και την έχει αποδώσει ο Μπάρι Άνσγουρθ, στο βιβλίιο του Το νησί του Πασχάλη, μας λέει ο συγγραφέας και επίσης μας πληροφορεί ότι έχει γυριστεί εκεί και μια ταινία με τον Μπεν Γκίνγκσλεϊ.
Οι κάτοικοι αγρότες, κτηνοτρόφοι, ψαράδες. Κάποτε αναπτύχθηκε η Λεριακή Παροικία και στην Αίγυπτο και στην Αζοφική θάλασσα και το νησί γνώρισε την Belle Époque του. Το 1912, κατόπιν «συνωμοσίας της Ιστορίας με τη Γεωγραφία», οι Ιταλοί επιλέγουν αυτό το νησί για να κάνουν εκεί «στο Λακκί το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της ΝΑ Μεσογείου» την αεροναυτική βάση τους, οπότε άρχισε μια άλλη περίοδος ανοικοδόμησης. Όπως είναι φυσικό, στο Λακκί αναπτύχθηκε η νέα πόλη με τα οικοδομήματα που φέρουν την σφραγίδα των Ιταλών του Μουσολίνι, «το Portolago που ουσιαστικά εκφράζει και την είσοδο του Μοντερνισμού στο Αιγαίο». Εκτός από τα σπίτια άλλαξαν και τα βουνά που γέμισαν κανόνια και είναι αυτά η «έμπνευση για Τα κανόνια του Ναβαρόνε» (Άντονι Κουίν και Ειρήνη Παππά) και κάπως έτσι έγινε η Λέρος «Η Μάλτα του Αιγαίου». Μια νέα εποχή που όμως τελείωσε με τη φονική μάχη της Λέρου τον Νοέμβριο του 1943.
Η ενσωμάτωση στην Ελλάδα βρήκε τη Λέρο κατεστραμμένη και τα κτήρια εγκαταλελειμμένα. Η νέα της μοίρα ήταν να γίνει το νησί των εξορίστων (Αλικαρνασσός, Παρθένι, Ωρωπός, Κορυδαλός, για την περίσταση μας φτάνει το Παρθένι, όπου «φοίτησε» και ο Γιάννης Ρίτσος στα χρόνια της δικτατορίας). Επίσης θα γίνει το νησί των ψυχοπαθών, μεταφερμένων εκεί από το Δαφνί, μετά των ναρκωτικών και του ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Στις μέρες μας θα ξαναγίνει μόδα ως το νησί των προσφύγων και του hot spot. Όλα αυτά είναι ιστορία, μας λέει ο συγγραφέας «Έγιναν». Και γίνονται ακόμα βεβαίως αφού η «συνωμοσία Ιστορίας και Γεωγραφίας» είναι διαχρονική και η ιστορική θέση της Ελλάδας γενικώς σηκώνει το φορτίο της νοτιότερης άκρης της Ευρώπης, όπου μία ήπειρος τελειώνει και όλες οι άλλες της γης από εκεί πρέπει να περάσουν για να πάνε στην γη της Επαγγελίας, όπου δεν τις θέλει κανείς θεός.
Ο Κωστόπουλος είναι ιστορικός και ξέρει καλά τα γεγονότα. Τοποθετεί την ιστορία του στην Λέρο, όπου έχει ζήσει και γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, έχει κάνει την απαιτούμενη έρευνα, έχει πολιτική και κοινωνιολογική σκέψη, έχει σκεφτεί τους ήρωές του. Στην ιστορία του νησιού που είναι ο καμβάς εκείνος θα προσθέσει τα μυθοπλαστικά κεντίδια και τους ήρωες οι οποίοι, ωστόσο, δεν φαίνεται να απέχουν από τους αληθινούς. Αόρατος παρακολουθεί τα επί γης δρώμενα, τον μύθο της ζωής και την απομυθοποίησή του που χτίζεται με αληθινά υλικά. Η δικτατορία του Μεταξά, ο πόλεμος, οι διωγμοί των αριστερών, οι εξορίες, η νέα δικτατορία, τα πρόσωπα από τον πολιτικό και πνευματικό κόσμο- «οι μεγάλες ιδέες σε μικρή συσκευασία», όνειρα που κάνουν οι φτωχοί και το «μελόδραμα» είναι έτοιμο.
Τα ονόματα των ηρώων, σαν του τηλέγραφου τους στύλους, ενώνουν το μύθο με την σημερινή πραγματικότητα στο νησί, αλλά και το τότε με το μέλλον που και αυτό έχει γίνει παρελθόν, όσον αφορά την αφήγηση.
Συγκεκριμένα, η ιστορία σε συνοδοιπορία με τον μύθο αρχίζει στις 18 Απριλίου 1938, «μια φορά κι έναν καιρό» σαν παραμύθι, Δευτέρα του Πάσχα για τους Ιταλούς και Μεγάλη Δευτέρα για τους Έλληνες, για ιδές μέρες που διάλεξε ο Αποστόλης Νταλαρής να μαχαιρώσει τον υπολοχαγό Σαλβατόρε Μπονάνο με ένα χασαπομάχαιρο. Το επεισόδιο έλαβε χώρα στη Χώρα του νησιού, τον Πλάτανο. Όταν ο governatore των Isole Italiane dell’ Egeo στην ανάκριση τον ρώτησε «perque?», εκείνος δεν απάντησε (όπως ο Ιησούς στον Πιλάτο, μέρες που ήταν) και έδωσε διαταγή να τον πάνε στη Ρόδο αλυδοδεμένο. Ο Αποστόλης τινάχτηκε όρθιος πάνω στη λάντζα και έπεσε στο νερό. Το «perque?» θα απαντηθεί στη σελ. 64…
Εβδομήντα χρόνια μετά πλάι στο βουλιαγμένο «Βασίλισσα Όλγα» βρέθηκε ένας χορταριασμένος αλυσοδεμένος σκελετός. Ο συγγραφέας δεν πλατειάζει, στήνει τη σκηνή και αφήνει κενά για κεντρίζει συνεχώς την αναγνωστική μας αδημονία, πετάγεται σε άλλο χρόνο και άλλο τόπο και με δυο τρεις λέξεις εμφανίζεται η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία, στη Ρωσία, στη μισή Κεντρική Ευρώπη. «Τι θέλει να πει ο ποιητής;». Οι «ισμοί» σε ακμή. Εβδομήντα χρόνια μετά, Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. Οι εξόριστοι στο Παρθένι κομμουνιστές ορθόδοξοι και διασπασθέντες συνεχίζουν τον Εμφύλιο μεταξύ τους, άλλοι υπογράφουν και άλλοι συνθλίβονται μεταξύ σφύρας και άκμονος γιατί «η ιδεολογία είναι ένα, η πραγματικότητα κάτι άλλο», το χρέος και η ανάγκη, σταυρώνουν τον Ροδίου π.χ. σαν Χριστό
Ω γλυκύ μου έαρ, πού έδυ σου το κάλλος;
Πάνω στους βράχους «έδυ» … «με τα χέρια ανοιχτά μια σκιά στο σχήμα του σταυρού»…
Αλλαγή κεφαλαίου, αλλαγή πάθους. Ο σωθείς από τις σφαγές της Χίου πριν εκατόν τόσα χρόνια ή άλλες συμφορές θα τρέξει στη Ρωσία ή στην Αλεξάνδρεια όπου σφυρίζει το κέρδος και θα ευδοκιμήσει. Γάμοι, καράβια, περιουσίες, απόγονοι επιτυχημένοι επιχειρηματίες, αλλά και ναυτικές τραγωδίες που θυμίζουν Οδύσσεια και Αινειάδα, πολιτικές ανατροπές και εξεγέρσεις θα δείξουν πως όλα γράφονται με κιμωλία και εύκολα ξεγράφονται. Στη Ρωσία, όπου ανατρέπεται το Τσάρος, άλλοι στην Αίγυπτο, όπου επαναστατεί ο Νάσερ. Η Αλεξάνδρεια βομβαρδίζεται, το σπίτι του Καβάφη ερείπια, η βιβλιοθήκη στάχτη, η οικογένεια φεύγει στην Κωνσταντινούπολη. Οι Έλληνες επιστρέφουν στο νησί κι εκείνος ο απόγονος Λεριός θα παραμείνει και θα εγκληματήσει για τον έρωτα μιας Σιμόν, όταν το κοίλο του χεριού του θα προσαρμοστεί τέλεια «με την εξαίσια καμπύλη του λαιμού της». Εκείνοι που θα επιστρέψουν στη Λέρο, αστοί που χτίζουν σπίτια-παλάτια και εκκλησιές, ερωτεύονται, παντρεύονται, αλλά δυστυχούν. Γιατί, όπως και στην τραγωδία, ο μύθος έχει σημασία και όχι τα πρόσωπα. Και μύθος είναι η ζωή η ίδια, όπως τον υπαγορεύει η Ιστορία που μετά λέγεται μοίρα και στην περίπτωση του βιβλίου μελόδραμα.
Ο συγγραφέας για λίγο θα πεταχτεί στην απέναντι Σικελία, θα παρακολουθήσει την πορεία του Γκαριμπάλντι και το δικό του «μελόδραμα». Η Ιστορία του Γατόπαρδου αλλιώς αφηγημένη. Ο Μουσολίνι ανεβαίνει στην Ιταλία και η μαφία στη Σικελία κι από εκεί στην Αμερική, όπου ο Κωστόπουλος θα ανακαλύψει τα ίχνη του Σαλβατόρε που ήταν φασίστας, από εκείνες τις «καταδικασμένες ράτσες…» και ήταν της μοίρας του να μαχαιρωθεί στη Λέρο …
Τα τελευταία χρόνια η Λέρος είναι το νησί των ΜΚΟ, των προσφύγων από τη Συρία, των κλεισμένων στο hot spot, ή των θαμμένων στο ιταλικό νεκροταφείο όπως οι ψυχασθενείς, η Μπαχριέ, η Ιβάνα, ο Τούρι…
Ο Δημήτρης Κωστόπουλος ξεκίνησε από τη Λέρο, απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα, έφτασε στην Ευρώπη και στην Αμερική και επέστρεψε πάλι στη Λέρο, το νησί που μια μουντζαλιά από μελάνι στον χάρτη, στην ιταλική εφημερίδα, από Leros τη μετέτρεψε σε L’eros και έδωσε τόπο στον έρωτα να αναπτυχθεί. Γιατί τα ερωτικά είναι μεγάλο κεφάλαιο, πιο μεγάλο ίσως από του Μαρξ. Από κοντά και τα πολιτικά και μετά, τα ποδοσφαιρικά, τα κοινωνικά, τα οικονομικά, τα πνευματικά, τα έθιμα, της ταφής, οι εμμονές, της μοίρας τα γυρίσματα. Στα 25 κεφάλαια του βιβλίου, το καθένα με ένα ξεχωριστό και σημαίνον μότο, ψηφίδα από άλλον λογοτεχνικό κόσμο που όμως ταιριάζει τέλεια και στον δικό μας, βλέπουμε τις πηγές του συγγραφέα, τα ποικίλα αναγνωστικά του αποταμιεύματα, το πλούσιο υπόβαθρο, την περίληψη του βιβλίου.
Όμως, δεν είναι οι άνθρωποι αλλά το νησί που πρωταγωνιστεί στην Κιμωλία. Τα πρόσωπα είναι απλώς σημαδεμένα από τη μοίρα. Δεν θα απολαύσουν τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας γιατί παίζουν με σημαδεμένη τράπουλα, «Ήρωες από αυτούς που ξεχνάει η ζωή αλλά τους μαζεύει η λογοτεχνία».
Η αφήγηση γρήγορη, κοφτή, οι προτάσεις μικρές, πάντα σχεδόν κύριες, χωρίς τους ενδιάμεσους συνδέσμους, για να κάνουν αισθητό το βάρος της ουσίας τους, η γλώσσα αστραφτερή, συχνά ποιητική, αφαιρετική, το διακείμενο πλούσιο από δηλωμένες και αδήλωτες αναφορές σε ποιητές, πεζογράφους, μουσικούς Έλληνες και ξένους, πάντα σε ευθεία ή πλάγια σχέση με τα τεκταινόμενα. Μύθος και Ιστορία στην Κιμωλία του Δημήτρη Κωστόπουλου συνταυτίζονται για να προσφέρουν συγκίνηση, ανθρωπιά και λογοτεχνική απόλαυση.
Στη μακέτα του εξωφύλλου του Γιάνη Λουζιώτη, το θέατρο στο Λακκί σε παλιά φωτογραφία.
.