Ο Βασίλης Ζιώγας (1937-2001) είναι από τις κάπως αποσυνάγωγες φωνές του ελληνικού θεάτρου της πρώτης μεταπολεμικής γενεάς, γιατί είναι από τους λίγους που τα έργα τους δεν παρουσιάστηκαν στο «Θέατρο Τέχνης» και συνήθως άργησαν να δημοσιευτούν σε έντυπη μορφή[1]. Λόγω της επαφής του με την «Ομάδα της Βιέννης» και της συγγραφής των «κανιβαλικών» του μονόπρακτων «του Παρισιού» (1956-57)[2], θεωρεί τον εαυτό του «υπερρεαλιστή» και αρνείται την ένταξή του στην ελληνική εκδοχή του «θεάτρου του παραλόγου»[3], με μια ιδιαίτερη κλίση για την «υπερλογική» δραματοποίηση μοτίβων του παραμυθιού[4]. Η ιδιαιτερότητα του Ζιώγα έγκειται και σ’ ένα άλλο σημείο: έγινε πρώτα γνωστός στο εξωτερικό, και μάλιστα στον γερμανόφωνο χώρο[5] (όπως η Μαργαρίτα Λυμπεράκη πρώτα στη Γαλλία)[6]. Η βιβλιογραφία για τον Ζιώγα είναι αρκετά πλούσια[7], στηρίζεται κυρίως στα θεατρικά του έργα, και λιγότερο στα περιστασιακά του σημειώματα δοκιμιογραφικού χαρακτήρα[8].
Στη συζήτηση για μπεκετικές ή όχι επιδράσεις, «Το μπουκάλι» παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο: στο «ιστορικό» έργο για την Έξοδο του Μεσολογγίου, που γράφτηκε το 1973, παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1979 από θεατρική ομάδα που συνέστησε ο ίδιος ο συγγραφέας (Θεατρικό Εργαστήρι), και το 1987 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το 1983 εκδόθηκε[9], τα ίχνη του Mπέκετ είναι ευδιάκριτα. Στην αρχική διδασκαλία ο Ζιώγας παίρνει τις αποστάσεις του από τον Ιρλανδό συνάδελφό του, αν και το σκηνικό μοιάζει καταπληκτικά με τα άδεια και αφηρημένα σκηνικά τού «πουθενά» στο «παράλογο» θέατρο.
«(Σε μια δευτερεύουσα και παραμελημένη τάμπια των τειχών του Μεσολογγίου. Ένα σκασμένο κανόνι στο βάθος. Μερικές αδειανές μπάλες γύρω του. Στην κύρια σκηνή, τίποτ’ άλλο από μια πυροστιά με μισόσβηστη φωτιά, όπου βράζει ένα καπνισμένο κακάβι· και μία λερωμένη κουβέρτα. Ο Γιαν και ο Γιάνκι, με καπνισμένα και σκισμένα ανοιξιάτικα ρούχα της εποχής, κείτονται ξαπλωμένοι από αδυναμία να σταθούν στα πόδια τους. Κύρια αιτία της αδυναμίας τους καθώς και του φανερού παραλογισμού τους, είναι τα αλμυρίκια που αναγκάζονται να τρώνε, από έλλειψη άλλης τροφής, στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Ο Γιαν είναι τραυματισμένος στο κεφάλι κι έχει τυλιγμένο ένα κουρέλι γύρω-γύρω. Ο Γιάνκι είναι τραυματισμένος στον αριστερό ώμο και στο αριστερό πόδι… Έχουν τα όπλα τους παρατημένα δίπλα τους. Η τάμπια αυτή φαίνεται να μην αντιμετωπίζει καίριους κινδύνους, γι’ αυτό άλλωστε επικρατεί ησυχία. Ωστόσο, κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να φέρει απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Τους δυο πολεμιστές φαίνεται πως τους έχει επηρεάσει αρκετά το αλμυρίκι στο μυαλό, γιατί δε μοιάζουν μ’ ανθρώπους που τους παραμονεύει ο θάνατος. Εκτός βέβαια αν θα μπορούσαν να ’ταν ίσως κι έτσι αυτοί που περιμένουν το θάνατο, μέσα στην πολεμική παραζάλη. Τα πόδια τους είναι ‘κομμένα’ απ’ την επίδραση του χόρτου και κινούνται έρποντας. Ο χαρακτήρας τους αλλοιωμένος απ’ την τελική στιγμή της ζωής τους, κατακάθεται στο ‘βυθό’. Περιφέρεται, ανασκαλεύει, ανιχνεύει τα κατάβαθα. Ο θάνατος κάνει τη σχέση τους τεταμένη. Το αλμυρίκι απλώς εντείνει τις παραισθήσεις»[10]. Η περιγραφή, αποστασιοποιημένη, σχεδόν ειρωνική, αποδίδει ένα σχεδόν «μπεκετικό» τοπίο.
O χώρος του παραδοσιακού ηρωισμού και της αυταπάρνησης της αιματηρής και θρυλικής Eξόδου, γίνεται τοπίο υπαρξιακό στο πουθενά, στο δεύτερο μέρος και τοπίο τσουχτερής σάτιρας. Το έργο διαδραματίζεται στο πρώτο μέρος, στην πολιορκία, λίγο πριν από το θάνατο, και στο δεύτερο μέρος, στην «Έξοδο», μετά θάνατον, όπου οι νεκροί πρωταγωνιστές βρίσκονται πλέον στο μπουκάλι[11]. Ειδικά το πρώτο μέρος λειτουργεί ως διαδικασία αποηρωοποίησης της πολιορκίας, ενώ το δεύτερο ενδίδει εν μέρει, χρησιμοποιώντας κείμενα από το «Χρονικό του Μεσολογγίου» του Σπύρου Μήλιου, το δημοτικό τραγούδι και αυτόπτες μαρτυρίες, σε μια νέα ηρωοποίηση (με επιφυλάξεις), δείχνοντας παράλληλα τους μηχανισμούς καταδυνάστευσης. Ειδικά στο πρώτο μέρος κυριαρχεί ένα «μπεκετικό» κλίμα[12] ανοησίας και παραληρήματος, στον ατελείωτο διάλογο ανάμεσα στους δύο τραυματισμένους Πολωνούς «φιλέλληνες» Γιαν και Γιάνκι (ήδη από τα ονόματα φαίνεται πως σχεδόν ταυτίζονται – Γιάννης και Γιαννάκης δηλαδή – αν και τα κίνητρά τους, γιατί βρίσκονται στην επαναστατημένη Ελλάδα, διαφέρουν: ο ένας είναι κυνηγημένος γιατί σκότωσε έναν προδότη του πολωνικού απελευθερωτικού κινήματος, ο άλλος για παράνομη ερωτική σχέση με την Ελβίρα, υπόθεση μοιχείας), που βράζουν στο τσουκάλι αλμυρίκια και περιμένουν το τέλος, σε μια εγκαταλελειμμένη τάμπια της βομβαρδισμένης πόλης. Η διαφορά τους από τους μαχόμενους Έλληνες είναι πως δεν ζουν στη «νιρβάνα» του πατριωτισμού· τον Αγωνιστή τον σώζει η «καθαρή ιδέα»[13]. Ο ασυνάρτητος αυτός διάλογος καλύπτει μεγάλο μέρος της Α΄ πράξης, ως την εμφάνιση του Αγωνιστή, αλλά συνεχίζεται ουσιαστικά έως το τέλος.
Όπως οι ανάλογοι μπεκετικοί διάλογοι, μπορεί να χωριστεί σε επεισόδια: για το φαΐ[14], για την σκαλιστή πίπα του Γιάνκι που δήθεν του χάρισε ο Γιαν στον ύπνο του[15], για την καραγκιόζικη ιστορία με το κουλούρι που διπλασιάζεται[16], για το κυνήγι στο δάσος του Νότετς, που είναι ιστορία παρμένη ατόφια από τις ψεύτικες ιστορίες του Βαρώνου Münchhausen, που μεταφέρεται ολόκληρο και με την ίδια ακριβώς γλωσσική διατύπωση από το μυθιστόρημα (του Ζιώγα) «Ζιζί»[17]. Περνάει ο Αρματολός και φεύγει βιαστικά· τα λόγια του: «Ο Θεός μαζί σας αδέρφια» παρερμηνεύονται ως «Μας βάλαν στο μπουκάλι αδέρφια»[18]. Ο Γιαν πέφτει πάνω στο τσουκάλι, για να μην φαίνεται, και καίγεται το γόνατό του, που θέλει να φάει, ψημένο όπως είναι, ο Γιάνκι· εκείνος αντιτείνει πως θα το φάει μόνος του[19]. Ο απομυθοποιητικός διάλογος γκρεμίζει πολλά είδωλα: τον Αγώνα[20], τον Λόρδο Βύρωνα[21] κτλ. Ο Γιαν πολέμησε για την ελευθερία της Πολωνίας, ο Γιάνκι κοιμήθηκε με παντρεμένη γυναίκα[22]. Ακολουθεί ένα άλλο ανόητο επεισόδιο, που θυμίζει πάλι τον Münchhausen: πέφτει μια μπάλα από τουρκικό κανόνι, αλλά δεν σκάει· ο Γιάνκι τη βάζει κρυφά στον τέντζερη και χαλάει τα αλμυρίκια. Ο Γιαν δεν το έχει δει, και διεξάγεται ένας μακρόσυρτος διάλογος σχετικά με πού είναι η μπάλα, αν έκανε «μπαμ» ή «μπουμ» ή μόνο «μπλουμ» κτλ.[23]. Ο ένας πεινάει, ο άλλος τρέφεται από το χάος («πεινάω, άρα υπάρχω», «χορταίνω με το χάος. Έχω ξεκοιλιαστεί απ’ το χάος»). Ο Γιάνκι μεταφέρει έναν μισοπεθαμένο Αγωνιστή, τον οποίο εμπλέκουν επίσης στην ανόητη κουβέντα γύρω από το «μπλουμ». Στιγμιαία συμμετέχει μόνο στο διάλογο. Ο Γιάνκι συνεχίζει τους εγκεφαλικούς προβληματισμούς[24], ενώ ο πολεμιστής παρακαλάει να τον πάνε στο σπίτι του Καρανάσου (θα αποδειχτεί πως είναι ο ίδιος) να ειδοποιήσουν τη γυναίκα του. Πριν από τον θάνατό του συνέρχεται και τραγουδά ένα κλέφτικο· του εκμαιεύουν την ιστορία με την Λενιώ του, που τούρκεψε χωρίς καμιά αντίσταση[25]. Και σιγά σιγά μπαίνουν οριστικά στο μπουκάλι[26]. Ενώ ο Αγωνιστής πεθαίνει, οι δυο Πολωνοί τσακώνονται και ο Γιάνκι μαχαιρώνει τον Γιαν στο πόδι· άλλος Αρματολός έρχεται και πληροφορεί συνθηματικά για την έξοδο που θα γίνει τη νύχτα.
Όλα τα έργα του Ζιώγα είναι ολιγοπρόσωπα. Αυτό απαιτεί δραματουργικά τη στοιχειώδη διαφοροποίηση των χαρακτήρων, έστω και αν μένουν σχηματικοί: ο Γιαν σκότωσε έναν προδότη του απελευθερωτικού κινήματος στην Πολωνία κι έπρεπε να φύγει μακριά, τον Γιάνκι κυνηγούσαν για μοιχεία. Και οι δυο «φιλέλληνες» βρίσκονται στο Μεσολόγγι για τελείως ιδιωτικούς λόγους[27]. Έτσι διαφοροποιούνται εξ αρχής από τον Αγωνιστή, ο οποίος, βαριά τραυματισμένος και μελλοθάνατος, δεν συμμετέχει και πολύ στη «δράση» αλλά και δεν ηρωοποιείται· δείχνεται μονολιθικός στην αφοσίωσή του στην πατρίδα και την ελευθερία, και ο Ζιώγας τον χρησιμοποιεί ως ένα έτοιμο στοιχείο του μύθου της εποποιίας του ’21. Αλλά, τελικά, αυτό που τον ενδιαφέρει, δεν έχει σχέση με την ιστορία και την ιδεολογία της Επανάστασης, αλλά με την υπαρξιακή κατάσταση πριν και μετά τον θάνατο (το μπουκάλι), και, στο δεύτερο μέρος, και οι διαιρετικοί μηχανισμοί που λειτούργησαν στην μετεπαναστατική Ελλάδα (βλ. και τους «Κάφρους»)[28].
Το δεύτερο, σαφώς μικρότερο μέρος, αλλάζει ύφος και δραματουργική τεχνική: ανάμεσα στον διάλογο των Πολωνών, και λιγότερο του Αγωνιστή, παρεμβάλλονται και άλλες σκηνές, και μελοδραματικές, και σ’ ένα είδος montage με πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα για την Έξοδο και την περαιτέρω τύχη των επιζώντων. Η πρώτη σκηνή δείχνει τον Μπότσαρη να δίνει τις τελευταίες οδηγίες για την έξοδο· ο λαός είναι πολύ σκεπτικός και σκωπτικός κιόλας για την αλληλεγγύη των Ελλήνων[29]. Η σκηνή τελειώνει με την είδηση της προδοσίας. Η απομυθοποίηση προχωρεί και ο καυγάς των Πολωνών, στο πρώτο μέρος, φαίνεται τώρα να καθρεφτίζει και κάτι από την εμφύλια σύγκρουση στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Ως δεύτερη εικόνα της πρώτης σκηνής, ακολουθεί η παντομιμική σκηνή με τον Τούρκο βιαστή και παιδοκτόνο, η οποία τελειώνει με την έκρηξη του Μεσολογγίου[30]. Η δεύτερη σκηνή μας μεταφέρει μέσα στο μπουκάλι, με τον Γιαν, τον Γιάνκι και τον Αγωνιστή σε μεταθανάτια κατάσταση· δυο άγγελοι-ταχυδρόμοι πετούν στο μπουκάλι μέσα μερικά καρότα, και κλείνουν την τάπα πάλι. Οι τρεις τρώνε λαίμαργα. Ο Γιαν θα εξελιχθεί σε καιροσκόπο και συνεργάτη με τις άνω δυνάμεις (οι μεγάλες δυνάμεις στη μετεπαναστατική Ελλάδα), ενώ ο Γιάνκι παραμένει σκεπτικός και θέλει να ανατρέψει το μπουκάλι, αλλά μόνος του δεν μπορεί· ο Αγωνιστής δεν συμμετέχει. Ο διάλογος συνεχίζει στο ίδιο α-νόητο μπεκετικό ύφος, δεν δίνει ο ένας καρότο στον άλλον κτλ., που διακόπτεται από τη βιασμένη παρθένα που είδε όνειρο και λέει ένα ποίημα για τον γάμο της με τον Χάρο[31], ύστερα ο Σημαιοφόρος, που διαβάζει αποσπάσματα από το χρονικό του Μεσολογγίου (σε λόγια γλώσσα)[32], ύστερα ο γέρος, «κρατώντας το κεφάλι του στον ώμο»[33], που διαβάζει αποσπάσματα από τη διήγηση αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων[34]. Στο μεταξύ άλλος άγγελος έχει ρίξει καρότο μόνο στον Γιαν (επιβράβευση της συνεργάσιμης στάσης του), πράγμα που σπέρνει νέες διχόνοιες, ύστερα παίρνει και ο Αγωνιστής το προσωπικό του μερίδιο με τον ίδιο τρόπο. Ο Γιάνκι εξετάζει τρόπους διαφυγής· εδώ μέσα θα ψοφήσουνε από ασφυξία. Ακόμα και ο Αγωνιστής δείχνει συμβιβασμένος με την κατάσταση[35]. Τότε ο άγγελος ρίχνει στον Γιάνκι ένα μπουτάκι αρνίσιο (δελεάζονται οι αντιστασιακοί να συνεργαστούν), που σπέρνει νέα διχόνοια. Στο μεταξύ βγαίνει και ο Τούρκος βιαστής με την παρθένα που έχει δει το όνειρο· αυτός την ερωτεύτηκε, εκείνη δεν θέλει να τον ξέρει[36]. Στην αρχή ο Γιαν επαινεί το καρότο, που είναι πιο υγιεινό, αλλά δεν μπορεί να αντισταθεί στη μυρουδιά του κρέατος. Ο Γιάνκι δεν τους δίνει· στο τέλος ο Γιαν και ο Αγωνιστής γλύφουν και το κόκαλο που τους αφήνει. Ο ιδεαλιστής εξαγοράστηκε. Αλλά εισήχθη και μια κοινωνική διαφοροποίηση (κρέας, καρότο). Ο Αγωνιστής αποστρέφεται τη διανοουμενίστικη κουβέντα τους[37]. Τελικά ο Γιάνκι επιβραβεύεται και με γλυκό· ο Γιαν αισθάνεται αδικημένος. Ο Γιάνκι συλλαμβάνει τότε την ιδέα να κάνει μια πειραματική επανάσταση: «Θα προωθήσω πειραματικά την ιδέα της ελευθερίας»[38]. Και τότε κατεβαίνουν οι άγγελοι και ξεδιπλώνουν σαν γιαπωνέζικη βεντάλια ένα ατομικό μανιτάρι, που καλύπτει όλο το μπουκάλι· σηκώνεται το νεκρό παιδί και κάνει τον επίλογο: «τη λευτεριά ποθήσαν ν’ αποχτήσουν οι γονιοί μου. / Κι αυτοί χαθήκαν και τα παιδιά τους χάθηκαν· / κι ακόμη χάνονται κι ακόμη χάνονται / κι ακόμη χάνονται κι ακόμη χάνονται»[39]. Η σάτιρα του Ζιώγα έχει φτάσει στο παρόν.
Πρόκειται για υπαρξιακή ανατροπή του παραδοσιακού σχήματος της πατριωτικής δραματουργίας σε ύφος σχεδόν παιδικού θεάτρου. Για τη σχετικοποίηση των πατριωτικών διδαγμάτων, ο Zιώγας χρησιμοποιεί, ως επίσης έτοιμο στοιχείο, το «μπεκετικό» ύφος του ανόητου και επαναλαμβανόμενου διαλόγου από το «Tέλος του παιχνιδιού» και το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Ως μέρος της απομυθοποιητικής σάτιρας δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και κατά λέξη έτοιμα χωρία από το δικό του μυθιστόρημα για τη μύγα Zιζί, καθώς και μια από τις ψεύτικες ιστορίες του Bαρόνου Münchhausen που χρησιμοποίησε και εκεί. Aπό υπαρξιακή απομυθοποίηση του πατριωτικού δράματος το έργο καταλήγει ιστορική παραβολή για τη νεώτερη Eλλάδα: η ηρωική έξοδος του Mεσολογγίου τελικά κατέληξε στο αδιέξοδο του μπουκαλιού, το οποίο ανοίγουν και το κλείνουν, κατά τη θέλησή τους, οι Mεγάλες Δυνάμεις, όχι οι μεταφυσικές αλλά οι εγκόσμιες.