επίκλησις
Μπολιβάρ! Είσαι του Ρήγα Φεραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου ‒που τόσο άδικα τον σφάξαν‒
και του Πασβαντζόγλου αδελφός.
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ
ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός.
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιος σου.
(Νίκος Εγγονόπουλος, από τον Μπολιβάρ)
I
Το ’21 δεν είναι μονοδιάστατο, μου έλεγε η φίλη μου Μυρσίνη Παλαιολόγου που έγραφε τη διατριβή της πάνω στον Αδαμάντιο Κοραή, και προσπαθούσε να ιχνηλατήσει τις ιδεολογικές καταβολές του.
‒ Μα στο σχολείο αυτά μαθαίναμε. Ήταν ο αγώνας όλων για την ελευθερία.
‒ Ας πούμε ότι αυτό ήταν το κοινό ιδεολογικό υπόβαθρο. Από εκεί και πέρα όμως δεν αντιλαμβάνονταν όλοι την ελευθερία με τον ίδιο τρόπο. Οι κοτζαμπάσηδες ήθελαν να αντικαταστήσουν τους Τούρκους, να συνεχίσουν αυτοί να κάνουν κουμάντο στη θέση τους. Οι πολεμιστές που προέρχονταν από τα λαϊκά στρώματα, και ήταν είτε ακτήμονες που δούλευαν για τους κοτζαμπάσηδες είτε είχαν μικρούς κλήρους, ονειρεύονταν να μοιραστούν τη γη, αν όχι αυτή των κοτζαμπάσηδων, τουλάχιστον αυτή των Τούρκων που θα έφευγαν. Οι οπλαρχηγοί ήθελαν επίσης να επωφεληθούν των τουρκικών γαιών είτε να αποκτήσουν αξιώματα για να μοιραστούν την εξουσία με τους κοτζαμπάσηδες και τους πολιτικούς. Οι πολιτικοί άλλωστε συμμάχησαν από νωρίς με τους κοτζαμπάσηδες εναντίον των οπλαρχηγών. Υπήρχε και μια ομάδα «γραμματιζούμενων», θα λέγαμε οι «διανοούμενοι» της εποχής, που υπηρετούσαν ως γραμματικοί τους οπλαρχηγούς αλλά και τους κοτζαμπάσηδες.
‒ Σταμάτα, την πάλη των τάξεων παρουσιάζεις και όχι τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων!
‒ Είναι καμιά επανάσταση που δεν είχε την κοινωνική πλευρά της; Πάντα υπήρχαν αντικρουόμενα συμφέροντα ανάμεσα στους εξεγερμένους, πάντα υπήρχαν διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις και για την πορεία των επαναστάσεων αλλά και γι’ αυτό που θα προέκυπτε από την επανάσταση, τη νέα εξουσία. Σίγουρα υπήρχε ο κοινός στόχος που τους συνάσπιζε, αλλά υπήρχαν και οι διαφορές που τους χώριζαν.
‒ Ναι, αλλά δεν μπορούμε να λέμε ότι η Επανάσταση ξεκίνησε με στόχο να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα των ομάδων αυτών και όχι για να ελευθερωθεί ένα κομμάτι γης, να δημιουργηθεί μια κοινή πατρίδα για όλους.
‒ Το ένα δεν απέκλειε το άλλο. Αυτό που λες, ας πούμε η ιδεολογία της ελευθερίας, ήταν ό,τι μπορούσαν να προβάλουν όλοι. Είναι αυτό που επέτρεψε στην παραδοσιακή ιστορία στη συνέχεια να παρουσιάσει τον αγώνα του ’21 ως εθνικό και απελευθερωτικό, αφήνοντας κατά μέρος τις κοινωνικές πτυχές του.
‒ Δεν υπήρξαν διαφοροποιήσεις καθ’ οδόν; Προπάντων που η σύλληψη της επαναστατικής ιδέας, η πρώτη οργανωτική δομή της ξεκίνησε στη διασπορά;
‒ Ώς ένα σημείο ήταν φυσικό να ξεκινήσει στη διασπορά. Εκεί ανθούσε μια αστική τάξη εμπόρων, εκεί αναπτύχθηκε η πρώτη ελληνική διανόηση με τυπογραφεία και έκδοση εφημερίδων και βιβλίων. Τα δίκτυα αυτά όμως δεν ήταν ξεκομμένα από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές που ζούσαν οι Έλληνες. Εμπορεύονταν μαζί τους, έστελναν βιβλία και ενίσχυαν σχολεία, η επικοινωνία με τον εμπορικό στόλο των νησιών ήταν καθημερινή. Αν και οι περισσότεροι Φιλικοί υπολόγιζαν στη Ρωσία, όχι μόνο γιατί ήταν ομόδοξη, όπως γράφεται και επαναλαμβάνεται, αλλά γιατί ήταν η μόνη από τις Μεγάλες Δυνάμεις που είχε αντίθετα γεωπολιτικά συμφέροντα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εντούτοις υπήρχαν και στοιχεία με πιο ριζοσπαστικές ιδέες, πιο κοντά σε δημοκρατικά επαναστατικά κινήματα, όπως οι καρμπονάροι. Οι ιδέες του Ρήγα παρέμεναν ζωντανές. Άλλοι ήταν επηρεασμένοι από τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης. Με την έναρξη της Επανάστασης, η κατάσταση ξεφεύγει από τα χέρια της Φιλικής Εταιρείας. Άλλωστε, η Εταιρεία δεν είχε κάποια σφιχτοδεμένη δομή. Η αποτυχία δε της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία και το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν έφτασε ποτέ στην κυρίως Ελλάδα, άφησε το πεδίο ελεύθερο στους πολιτικούς και τους συμμάχους τους κοτζαμπάσηδες. Οι πολιτικοί, ο Μαυροκορδάτος κυρίως, παρουσιάζουν την Επανάσταση στους ξένους ως αντιρωσική και χωρίς ριζοσπαστικές ιδέες που θα τη συνέδεαν είτε με τα άλλα ριζοσπαστικά κινήματα της Ευρώπης είτε με τις ρωσικές επιδιώξεις. Γι’ αυτό η Φιλική Εταιρεία, που ήταν ύποπτη για διασύνδεση με τη Ρωσία, ενώ κάποια μέλη της διασυνδέονταν με φιλελεύθερα κινήματα της Ευρώπης, εξαφανίζεται από το προσκήνιο από τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης. Την εξαφανίζουν δηλαδή οι πολιτικοί για να παρουσιάσουν διαπιστευτήρια στη συντηρητική Ευρώπη και κυρίως στη Βρετανία.
‒ Υπάρχουν όμως και αυτοί που θεωρούν ότι αυτή η πολιτική επιβαλλόταν για την επιτυχία της Επανάστασης και την πιστώνουν στον Μαυροκορδάτο, τον οποίο θεωρούν νεωτεριστή και δεινό διπλωμάτη.
‒ Δεν υπάρχει μαύρο-άσπρο σε αυτά τα ζητήματα, το έχουμε ξαναπεί. Γι’ αυτό και οι ιστορικοί διαφωνούν στην ερμηνεία τους. Και μπορεί ο Μαυροκορδάτος να συνέβαλε στην εισαγωγή ενός συντάγματος σχετικά προοδευτικού, ακόμη και με τα σημερινά δεδομένα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι το σύνταγμα το ήθελε για τη νομιμοποίηση της εξουσίας του, και στην πράξη δεν το εφάρμοσε ποτέ. Άλλωστε, όσοι λένε πως ήταν νεωτεριστής, πρέπει να εξηγήσουν γιατί το κύριο στήριγμά του ήταν οι κοτζαμπάσηδες και γιατί καταδίωξε τους οπλαρχηγούς που προέρχονταν από το λαϊκό πληβειακό στοιχείο. Ούτε ο Ανδρούτσος γλύτωσε από τα χέρια του ούτε ο Καραϊσκάκης ούτε και ο Κολοκοτρώνης.
‒ Είναι αλήθεια πάντως ότι η Ελληνική Επανάσταση έσπασε το φράγμα της Ιεράς Συμμαχίας και δημιούργησε δεδομένα στήριξής της, ακόμη και από κυβερνήσεις ευρωπαϊκών χωρών.
‒ Όχι από κυβερνήσεις. Τουλάχιστον στην αρχή. Η στήριξη ήρθε από φιλελεύθερα στοιχεία της Ευρώπης, από διανοούμενους που φαντάζονταν ή οπτασιάζονταν τον Περικλή και τον Πλάτωνα κάτω από την Ακρόπολη, ή ακόμη και από τυχοδιώκτες της περιπέτειας, για τους οποίους η Επανάσταση γινόταν σ’ έναν εξωτικό τόπο από ανθρώπους το ίδιο εξωτικούς.
‒ Μα στο Ναβαρίνο πολέμησε και σφράγισε την ανεξαρτησία της Ελλάδας ο συμμαχικός στόλος των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας.
‒ Δεν είναι τόσο καθαρά τα πράγματα. Το Ναβαρίνο ήταν και λίγο τυχαίο.
‒ Γιατί τυχαίο;
‒ Η Συνθήκη του Λονδίνου του 1827 δεν προέβλεπε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αλλά μιαν αυτόνομη περιοχή που θα περιλάμβανε ουσιαστικά μόνο την Πελοπόννησο με επικυριαρχία του Σουλτάνου. Κι αυτό ακόμη έγινε κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης στη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία. Υπήρχε ο φόβος της σφαγής αν επικρατούσε ο Ιμπραήμ. Απ’ ό,τι φάνηκε, μετά τη ναυμαχία δεν υπήρχε εντολή πολεμικής εμπλοκής σε σημείο που στο Λονδίνο ήθελαν να δικάσουν τον Άγγλο ναύαρχο Εδουάρδο Κόρδιγκτον ότι έβλαψε τα βρετανικά συμφέροντα. Μάλιστα, στο Λονδίνο χαρακτήρισαν τη ναυμαχία «ατυχές συμβάν»! Ατύχημα δηλαδή! Πρέπει να ερευνήσουμε και τον ανταγωνισμό και τις ξεχωριστές επιδιώξεις της κάθε μιας από τις τρεις δυνάμεις που πήραν μέρος στη ναυμαχία. Η Αγγλία είχε για πολιτική την προστασία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φοβόταν πως η διάλυσή της μόνο τη Ρωσία θα ωφελούσε, επιτρέποντας της την έξοδο προς τη Μεσόγειο ενώ ενδεχομένως, επειδή στα Βαλκάνια κατοικούσαν Σλάβοι και ορθόδοξοι, θα της επέτρεπε να εγκαθιδρύσει επίσης την Γ΄ Ρώμη στη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για να μην αφήσει όμως τους Ρώσους να παρουσιάζονται ως οι μόνοι προστάτες των Ελλήνων, έπρεπε να κάνει κάτι, έστω το ελάχιστο. Κι αυτό το ελάχιστο ήταν η προσφορά αυτονομίας σ’ ένα μικρό κομμάτι γης όπου κατοικούσαν Έλληνες, ο Μοριάς. Οι Ρώσοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους κληρονόμους του Βυζαντίου. Ήξεραν πως οι Εγγλέζοι ποτέ δεν θα τους άφηναν να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και γι’ αυτό της κατάφερναν χτυπήματα κατά καιρούς για να την υποχρεώνουν σε παραχωρήσεις που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους. Στο Ναβαρίνο φυσικά δεν ήθελαν να αφήσουν την πρωτοβουλία στους Εγγλέζους. Όσο για τους Γάλλους, αυτοί είχαν τσαλακωθεί μετά τις ήττες του Ναπολέοντα και προσπαθούσαν να κερδίσουν μια θέση δίπλα στους «μεγάλους».
‒ Πώς όμως φτάσαμε από την αυτονομία στην πλήρη ανεξαρτησία;
‒Αυτό το χρωστάμε στη δεινή διπλωματική ικανότητα του Καποδίστρια και στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Καποδίστριας εκμεταλλεύτηκε αυτό τον ανταγωνισμό καθώς και την άρνηση του Σουλτάνου να αναγνωρίσει την αυτονομία που του εισηγούνταν οι Εγγλέζοι. Βλέποντας οι Εγγλέζοι πως ο Καποδίστριας δημιουργούσε ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, και από τον φόβο ότι αυτό θα ήταν εξαρτημένο από τη Ρωσία, έτρεξαν να υπογράψουν μαζί με τη Ρωσία και τη Γαλλία το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830). Ήταν η πρώτη επίσημη διεθνής διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Έτσι γιατί πρέπει να λέγονται τα πράγματα με το όνομα τους, και γιατί το Ναβαρίνο δεν σήμανε την ανεξαρτησία της Ελλάδας, όπως οι αγγλόφιλοί μας και οι κάθε λογής νεοφιλελεύθεροι και αναθεωρητές δεν παύουν να διακηρύσσουν.
‒ Ναι, αλλά χωρίς το Ναβαρίνο δεν θα είχαμε το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830.
‒ Κι αν λέγαμε πως τίποτε δεν θα προέκυπτε χωρίς τις θυσίες ενός λαού, παρά τις αδυναμίες του αγώνα του και τους εμφύλιους σπαραγμούς;
‒ Σωστό. Ήταν μεγάλη η απόφαση να ξεκινήσει ο αγώνας της ελληνικής ελευθερίας μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα, τον θρίαμβο του Μέτερνιχ και την επιβολή της Ιεράς Συμμαχίας. Μόνο θαυμασμό πρέπει να έχουμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Οι «νούσιμοι», ακόμη και ο Καποδίστριας και ο Κοραής, συμβούλευαν πως δεν ήταν η ώρα!
…
‒ Η εξέγερση του Αντώνη Οικονόμου στην Ύδρα ήταν ένα σημαντικό γεγονός έστω κι αν η επίσημη ιστορία το έθαψε.
‒ Γιατί κατά τη γνώμη σου ήταν ένα σημαντικό γεγονός;
‒ Νομίζω χωρίς το κίνημα του Οικονόμου και την ανατροπή της εξουσίας των προκρίτων υπήρχε ο κίνδυνος να μην συμμετάσχει η Ύδρα στην Επανάσταση του ’21, ή τουλάχιστον η συμμετοχή της να ήταν πολύ αργοπορημένη. Και η συμμετοχή της ήταν κρίσιμη στο ξεκίνημα της Επανάστασης.
‒ Γιατί ήταν τόσο κρίσιμη η συμμετοχή της;
‒ Λόγω του στόλου που διέθετε. Είχε τον μεγαλύτερο στόλο απ’ όλα τα νησιά. Με ναύτες εμπειροπόλεμους. Αλλά και λόγω του πλούτου της. Κάποιοι είπαν πως η Ύδρα ήταν η τράπεζα της Επανάστασης. Γι’ αυτό άλλωστε οι Υδραίοι κοτζαμπάσηδες ζητούσαν αργότερα από τον Καποδίστρια να τους αποζημιώσει. Και επειδή δεν υπήρχαν χρήματα, αξίωναν να τους δοθούν εθνικές γαίες στην Πελοπόννησο.
‒ Αφού επρόκειτο για εμπορικό στόλο, πώς οι ναύτες είχαν πολεμική πείρα;
‒ Για δύο λόγους: γιατί αντιμετώπιζαν τους πειρατές και γιατί πολλοί ναύτες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν για ένα χρονικό διάστημα στον τουρκικό στόλο. Να προσθέσουμε και την πείρα που απέκτησαν στην περίοδο των ναπολεόντειων πολέμων όταν σπάγανε τον αγγλικό αποκλεισμό και μετέφεραν εμπορεύματα στις περιοχές που ελέγχονταν από τη Γαλλία.
‒ Τι νομίζεις θα ήταν διαφορετικό αν δεν ανατρεπόταν η εξουσία του Οικονόμου στην Ύδρα;
‒ Το έχουμε πει πολλές φορές, η Ιστορία δεν γράφεται με τα αν!
‒ Εντάξει, το εμπεδώσαμε αυτό! Ας ονειρευτούμε όμως λιγάκι!
‒ Λοιπόν, θα ήταν διαφορετικοί οι συσχετισμοί των δυνάμεων.
‒ Δηλαδή;
‒ Φαντάσου τους Υδραίους στο πλευρό του Κολοκοτρώνη αντί να τον κυνηγάνε με τον Μαυροκορδάτο και τον Κωλέττη!
‒ Χμ! Τω όντι το ισοζύγιο θα ήταν πολύ διαφορετικό. Οι Υδραίοι ήταν η κύρια ελληνική ναυτική δύναμη.
‒ Πάντως όμως τη δολοφονία ο Καποδίστριας δεν θα τη γλύτωνε!
‒ Ποιοι κατά τη γνώμη σου τον έβγαλαν από τη μέση: Οι κοτζαμπάσηδες ή οι Εγγλέζοι;
‒ Πειράζει αν ήταν και οι δύο, να συνεργάστηκαν δηλαδή;
‒ Όχι βέβαια! Των Εγγλέζων τα συμφέροντα ήταν μακροπρόθεσμα. Των κοτζαμπάσηδων άμεσα.
…
‒ Πάντως, οι Υδραίοι κοτζαμπάσηδες ήταν τόσο πατριώτες που έστειλαν τον Μιαούλη και έκαψε τον ελληνικό στόλο στον Πόρο. Τους καθοδηγούσε και ο Μαυροκορδάτος.
‒ Από τα πιο θλιβερά επεισόδια εκείνης της περιόδου. Έκαψε και τη φρεγάτα «Ελλάς», που είχε αγοραστεί με χρήματα του αγγλικού δανείου στην Αμερική.
…
‒ Όσο αυταρχικός και να ήταν ο Καποδίστριας, έπρεπε να στήσει κράτος. Οι αντίπαλοί του, κάτω από τον μανδύα της δημοκρατίας, ήθελαν να συνεχίσουν την οθωμανοκρατία, να αντικαταστήσουν τους Τούρκους πασάδες. Ο απλός κόσμος πεινούσε, χιλιάδες ορφανά ήταν εγκαταλειμμένα και περιφέρονταν στους δρόμους. Γι’ αυτό και ο λαός τον λάτρευε. Σκόπευε άλλωστε να προχωρήσει σε εκλογές και ήξεραν πως θα τις κέρδιζε. Γι’ αυτό πρόλαβαν και τον δολοφόνησαν. Όλοι αυτοί οι δημοκράτες υπηρέτησαν στη συνέχεια αγόγγυστα τον Όθωνα και τη βαυαροκρατία, μια εξουσία πολύ πιο αυταρχική από αυτή του Καποδίστρια. Και έφεραν και λαιμητόμο από τη Γαλλία να κόψουν το κεφάλι του Κολοκοτρώνη!
‒ Δεν έχει νόημα αυτή η συζήτηση! Απ’ όπου και να το ψάξεις μπάζει νερά! Νομίζω πίσω από τον πόλεμο εναντίον του Καποδίστρια κρύβονταν οι Εγγλέζοι και δευτερευόντως οι Γάλλοι. Θεωρούσαν ότι εξυπηρετούσε τα ρωσικά συμφέροντα. Η αυταρχικότητα του Καποδίστρια δεν μπορεί να μην έπαιξε τον ρόλο της. Ήταν όμως δευτερεύουσας σημασίας.
‒ Ήταν όμως άνθρωπος των Ρώσων;
‒ Και εδώ η απάντηση δεν είναι μαύρο-άσπρο. Και να είχε μια συμπάθεια προς τους Ρώσους, που την είχε, έκανε ό,τι μπορούσε για να έχει καλές σχέσεις με τους Εγγλέζους. Απλώς δεν τους έκανε τα θελήματά τους. Δεν ήταν Μαυροκορδάτος του σήκω-κάτσε. Το ίδιο ίσχυε και για τους Γάλλους. Και τολμώ να πω και για τους Ρώσους. Απλώς οι Ρώσοι τον ανέχονταν και τον στήριζαν γιατί ήταν γι’ αυτούς η καλύτερη λύση υπό τις περιστάσεις. Ήξεραν πως, αν έφευγε από τη μέση, οι Εγγλέζοι θα ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού. Όπως και έγινε μετά τη δολοφονία του. Ήρθε στην Ελλάδα με αγγλικό βαπόρι και πέρασε προηγουμένως από το Λονδίνο να υποβάλει τα σέβη του! Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Σπυρίδωνα Τρικούπη για το πώς τον δέχτηκε ο βασιλιάς της Αγγλίας. Κι ο Τρικούπης ήταν κοντά στον Μαυροκορδάτο. Μας λέει λοιπόν ο Τρικούπης πως, αφού περίμενε για μέρες, τον κάλεσαν σ’ ένα από τα ανάκτορα και τον άφησαν να περιμένει στην πινακοθήκη. Κάποια στιγμή άνοιξε μια πόρτα στην άλλη πλευρά, απ’ όπου είχαν εισαγάγει τον Καποδίστρια, μπήκε μέσα ένας ψηλός, ατημέλητα ντυμένος, ο οποίος άρχισε να κοιτάζει τους πίνακες. Ο Καποδίστριας αναγνώρισε τον βασιλιά της Αγγλίας, επειδή τον είχε δει μια άλλη φορά που είχε συνοδέψει στο Λονδίνο τον αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλέξανδρο. Απορημένος, σηκώθηκε όρθιος και περίμενε άφωνος. Κάποια στιγμή ο βασιλιάς έφτασε κοντά στον Καποδίστρια «και ως να τον συνήντησε απροσδοκήτως», γράφει ο Τρικούπης, «ανεφώνησε: Ah! Vous êtes ici monsieur le compte! Je suis bien aise de vous voir!» Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, απομακρύνθηκε και συνέχισε να κοιτάζει τους πίνακες μέχρι που βγήκε από την ίδια πόρτα από την οποία μπήκε! Εμφανίστηκε τότε ένας υπηρέτης και οδήγησε τον Καποδίστρια εκτός ανακτόρων στην άμαξα που τον περίμενε. «Ο τρόπος ούτος της συνεντεύξεως», καταλήγει ο Τρικούπης, «εξεικόνισεν αποχρώντος την διάθεσιν της αγγλικής κυβερνήσεως προς τον κυβερνήτην της Ελλάδος». Στο Λονδίνο ο Καποδίστριας έμεινε έξι βδομάδες. Είχε πολλαπλές επαφές με πολιτικούς, τραπεζίτες, ακόμη και στρατιωτικούς. Απέτυχε όμως να εξασφαλίσει ένα νέο δάνειο, και γενικά αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα και καχυποψία.
Δεν είν’ εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλή!
όπως το είπε και ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερία».
‒ Και μετά το Λονδίνο; Συνέχισε για την Ελλάδα;
‒ Όχι! Από το Λονδίνο πήγε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε τέσσερις εβδομάδες. Και εκεί είχε πολλαπλές συναντήσεις για την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων. Η υποδοχή που του επιφυλάχτηκε στο Παρίσι ήταν, πάντοτε κατά τον Τρικούπη, «καλλίστη» της αγγλικής. Ο Καποδίστριας έκανε ό,τι μπορούσε για να φτάσει στην Ελλάδα με αγγλικό πλοίο και μάλιστα πολεμικό! Τόσο που περιπλανήθηκε για μήνες σε απίθανα δρομολόγια. Μέχρι και στη Μάλτα τον πήγαν. Ήθελε καλές σχέσεις με την Αγγλία, ήθελε να αποσείσει τη σκιά του ρωσόφιλου. Αρνήθηκε ακόμη και τη σύνταξη που δικαιούταν από τη Ρωσία.
‒Δεν τα κατάφερε όμως. Για τους Εγγλέζους ήταν ο άνθρωπος των Ρώσων.
‒ Περισσότερο και από αυτό, ήταν Έλληνας και προάσπιζε τα ελληνικά συμφέροντα, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με τη φιλο-οθωμανική πολιτική του Λονδίνου.
‒ Φύγαμε μακριά από τον Αντώνη Οικονόμου!
‒ Και μακριά και κοντά. Θα βρισκόταν σίγουρα κοντά στον Καποδίστρια αν δεν τον είχαν δολοφονήσει, παρά τις βαθιά δημοκρατικές του ιδέες. Από τη στιγμή που οι κοτζαμπάσηδες τον πολεμούσαν, δεν θα είχε άλλη επιλογή. Ήταν άλλωστε κοντά στον Κολοκοτρώνη.
Και εδώ θα παραθέσω σκέψεις της Μαρίας Κουντουριώτη από το γράμμα της στον Οικονόμου:
«Σε σκέφτομαι πολύ αυτές τις μέρες, Αντώνη! Τώρα βγάλανε από τη μέση και τον Καποδίστρια. Το ίδιο που κάνανε και με σένα. Όποιος εναντιώνεται στα συμφέροντά τους πρέπει να φεύγει από τη μέση. Ήθελαν εθνικές γαίες στην Πελοπόννησο για τα χρήματα που ξόδεψαν στον αγώνα. Τους τις αρνήθηκε. Πώς ήταν δυνατό να δώσει τη γη των Πελοποννησίων στους Υδραίους; Τους είπε πως, όταν το κράτος θα ορθοποδούσε, θα άρχιζε σιγά σιγά να τους αποζημιώνει. Αλλά τώρα είχαν προτεραιότητα τα ορφανά, οι χήρες και όλοι όσοι ζητιάνευαν στους δρόμους. Αυτοί όμως βιαζόντουσαν!
Σκέφτομαι πως, αν ζούσες, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Αν δεν σε είχαν ανατρέψει τόσο γρήγορα, διαφορετική θα ήταν η θέση της Ύδρας. Κι ίσως και η μοίρα της Ελλάδας!»