Βιβλίο Ζ 75
Μετά από αυτά, όταν ο Νικίας και ο Δημοσθένης έκριναν ότι οι προετοιμασίες ήταν επαρκείς, τότε πια πραγματοποιήθηκε η αναχώρηση του στρατού, την τρίτη ημέρα από τη ναυμαχία. Η κατάσταση των Αθηναίων ήταν δεινή, όχι μόνο από μία άποψη, επειδή δηλαδή αποχωρούσαν κ α ι έχοντας χάσει όλα τα πλοία τους κ α ι, αντί για τις μεγάλες ελπίδες [ με τις οποίες είχαν έλθει], αντιμετώπιζαν τώρα τον κίνδυνο τόσο οι ίδιοι όσο και η πόλη τους, αλλά και γιατί τη στιγμή της εγκατάλειψης του στρατοπέδου συνέβαινε ο καθένας να υποφέρει βαθιά απ’ όσα έβλεπε και σκεφτόταν. Και αυτό γιατί, καθώς οι νεκροί παρέμεναν άταφοι, όταν κάποιος αντίκριζε έναν σύντροφό του να κείτεται νεκρός, κυριευόταν από λύπη και φόβο· και όσοι εγκαταλείπονταν ζωντανοί, τραυματίες και άρρωστοι, ήταν πολύ πιο αξιολύπητοι για τους ζωντανούς και πιο αξιοθρήνητοι από τους σκοτωμένους. Βλέπεις, ξεσπούσαν σε ικεσίες και οδυρμούς και σκορπούσαν αμηχανία σ’ εκείνους που έφευγαν και τους ζητούσαν επίμονα να τους πάρουν μαζί τους και φώναζαν δυνατά με τ’ όνομά του όποιον φίλο ή συγγενή τύχαινε κανείς κάπου να δει· και κρέμονταν από τους συσκηνήτες τους που έφευγαν πια και τους ακολουθούσαν από κοντά όσο άντεχαν· κι όταν οι σωματικές δυνάμεις τους τούς εγκατέλειπαν, ξέμεναν πίσω όχι με λίγες επικλήσεις στους θεούς και θρηνητικές κραυγές· έτσι, όλος ο στρατός ξέσπασε σε δάκρυα και βρέθηκαν σε τέτοια δύσκολη θέση που δεν αποφάσιζαν εύκολα να ξεκινήσουν, μολονότι έφευγαν από χώρα εχθρική και τα δεινά που είχαν ήδη πάθει αλλά και αυτά που φοβούνταν μήπως πάθουν στο άδηλο μέλλον ήταν μεγαλύτερα απ’ όσα δάκρυα και να έχυναν. Υπήρχε διάχυτη πολλή θλίψη και ντροπή και ενοχή. Δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο παρά με πολιτεία − και μάλιστα όχι μικρή − που κυριεύτηκε μετά από πολιορκία και κοιτάει να ξεφύγει· γιατί συνολικά το πλήθος αυτών που βάδιζαν δεν ήταν λιγότερο από σαράντα χιλιάδες άνδρες. […] Και είναι αλήθεια πως όλη τους η συμφορά και τα δεινά τους, παρόλο ότι μοιράζονταν εξίσου μεταξύ τους και το μοίρασμα με τους πολλούς δημιουργεί κάποια ανακούφιση, όμως σ’ ετούτη την περίπτωση φαίνονταν δυσβάστακτα, ιδίως όταν αναλογίζονταν με τι λαμπρότητα και υπερηφάνεια ξεκίνησαν και τι κατάληξη είχαν, τι ταπείνωση τους περίμενε. Πράγματι, αυτή ήταν η μεγαλύτερη μεταστροφή της τύχης που είχε συμβεί σε ελληνικό στρατό· ενώ είχαν έρθει για να υποδουλώσουν άλλους, τώρα έφευγαν με τον φόβο μήπως αυτό μάλλον το πάθουν οι ίδιοι και αντί για τις ευχές και τους παιάνες με τους οποίους είχαν αποπλεύσει, τώρα γύριζαν πίσω με αντίθετες, δυσοίωνες φωνές, βαδίζοντας πεζοί αντί πάνω σε πλοία, στηριγμένοι περισσότερο στο πεζικό παρά στο ναυτικό. Και όμως όλα αυτά, μπροστά στο μέγεθος του κινδύνου που ακόμη τους απειλούσε τους φαίνονταν υποφερτά.
* Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις έφθασαν στη Σικελία, συνάντησαν μεγάλη αντίδραση. Επιπλέον, ο Αλκιβιάδης ανακλήθηκε στην Αθήνα για να δικαστεί για την καταστροφή των Ερμών και στην επιστροφή του, καθ’ οδόν, δραπέτευσε στη Σπάρτη. Εκεί, ενεργώντας προδοτικά για την πατρίδα του, συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό στη Σικελία. Στο μεταξύ, στον πόλεμο ενεπλάκησαν και οι Συρακούσες. Οι Αθηναίοι προχώρησαν στην πολιορκία της πόλης, όταν κατέφθασε σπαρτιατική δύναμη υπό τον Γύλιππο. Ο Λάμαχος σκοτώθηκε και η θέση των Αθηναίων κατέστη δύσκολη. Ο Νικίας ζήτησε από την κυβέρνηση των Αθηνών να ανακληθούν οι δυνάμεις, αλλά αντ’ αυτού στάλθηκαν ενισχύσεις υπό τον στρατηγό Δημοσθένη. Ωστόσο η κατάσταση δεν άλλαξε· στην επίθεση που εξαπέλυσαν οι Αθηναίοι κατά των Συρακουσών και κατά την πεισματώδη και σφοδρή ναυμαχία με τους Συρακοσίους και τους συμμάχους τους υπέστησαν δεινή ήττα (Ιούλιος του 413) και, το χειρότερο, αποκλείστηκαν μέσα στο λιμάνι. Δεν απέμεινε λοιπόν άλλη λύση παρά η φυγή από τη στεριά. Αφού έκαψαν ένα τμήμα του στόλου τους, εγκατέλειψαν τα υπόλοιπα πλοία και υπό τους στρατηγούς Νικία και Δημοσθένη ξεκίνησαν την πορεία τους με κατεύθυνση προς Ν, ενώ οι Συρακόσιοι με τους συμμάχους τους τούς παρακολουθούσαν και τους παρενοχλούσαν, είχαν δε προλάβει να καταλάβουν όλα τα σπουδαία σημεία απ’ όπου θα μπορούσε να περάσει ο αθηναϊκός στρατός.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Θουκυδίδης περιγράφει την αναχώρηση του αθηναϊκού στρατεύματος από το στρατόπεδό του, δημιουργώντας μια από τις πιο δραματικές σελίδες της ιστορίας του. Και ακριβώς το ως άνω, το έβδομο βιβλίο του έργου του Αθηναίου ιστορικού, όπου περιγράφεται η πανωλεθρία των Αθηναίων στη Σικελία, έχει χαρακτηριστεί από τον ΄Αγγλο ιστορικό Macaulay ως «το υψηλότερο επίτευγμα της ανθρώπινης τέχνης».