You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ : Γιώργος Πανουσόπουλος, Σ’ αυτή τη χώρα που κανείς δεν ξέρει πώς να κλαίει  ή  Στο δρόμο για τη χώρα που κανείς δεν ήξερε να κλαίει

Ανθούλα Δανιήλ : Γιώργος Πανουσόπουλος, Σ’ αυτή τη χώρα που κανείς δεν ξέρει πώς να κλαίει  ή Στο δρόμο για τη χώρα που κανείς δεν ήξερε να κλαίει

Nesuno, λέει ο Ιταλός της παρέας

 

Αυτός είναι ο τίτλος, μακρός και παράξενος. Και αναρωτιέμαι. Μήπως ο τίτλος σημαίνει πως θα έπρεπε να ξέρει και θα έπρεπε να κλαίει για όσα του συμβαίνουν; Η ταινία γυρίστηκε πριν πλακώσει ο κορωνοϊός. Η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, η αισιοδοξία του «έχει ο θεός»  είναι έμφυτη και ο Γιώργος Πανουσόπουλος σοβαρά σκεπτόμενος με τον γριφώδη αυτόν τίτλο χτυπάει μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Το καρφί είναι ο τρόπος και το πέταλο είναι η ουσία. Ο τίτλος ωστόσο προέρχεται από ένα τραγούδι του Άκη Πάνου «Άς τον να λέει», λέει το τραγούδι,  «Άσε με εμένα να λέω», λέει ο Πανουσόπουλος. Την ταινία την έκανε για να «γελάσουμε» λέει, γιατί τίποτα από αυτά που λέει δεν γίνεται. Το νησί είναι το νησί της ουτοπίας, ή αλλιώς της γήινης, της απόλυτης  ευτυχίας, κατά κόσμον, είναι το Αρμενάκι της Ικαρίας. 

Επί της ουσίας, λοιπόν, ένας Γάλλος ευρωβουλευτής, ένας κυβερνητικός και μια κοπέλα στέλεχος, έρχονται στην Ικαρία να κανονίσουν τα της μετακινήσεως των κατοίκων διότι η Ε.Ε. έχει αποφασίσει να πωλήσει το νησί. Με το που φθάνουν λένε:

              «εδώ είναι Ελλάδα. Δεν είναι παίξε γέλασε»

Να ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Διονύσης Σαββόπουλος: εδώ είναι Μπαλκάνια …

 Με την άφιξή τους διαπιστώνουν ότι τα πάντα στην Ικαρία είναι όπως στην αρχαία εποχή, όταν εκεί ζούσαν οι Κάρες. Αυτοκίνητα δεν υπάρχουν και όσοι φτάνουν με το πλοίο θα πρέπει να ανεβούν μια ανηφόρα σαν την άλλη στη Σαντορίνη, σέρνοντας και τις βαλίτσες τους, σε έναν ξερότοπο, σε δύσβατα μονοπάτια, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς δικαστήριο, Ξενοδοχείο, Τράπεζα και, κυρίως,  χωρίς λεφτά. Τα λεφτά είναι ντεμοντέ!,   είναι το σλόγκαν του νησιού. Όι μεγάλοι άσπροι τοίχοι είναι γεμάτοι από χαρούμενα χρωματιστά γκράφιτι γιατί

                     Τα παιδιά ζωγραφίζουν στον τοίχο

κάνουν βουτιές, στριφογυριστές, ανάποδες, με το κεφάλι, με τα πόδια, από τον πιο ψηλό βράχο στα νερά τα γαλανά, μετά τρέχουν κι από τη βάρκα πιάνονται, όπου τρεις γοργονίτσες –ας πούμε η Κατερίνα, η Ζωή, το Αντιγονάκι – περνούν λίγο πιο ανοιχτά σαν ποίημα και τραγούδι του Βάρναλη και του Ελύτη. Κι ο δάσκαλος, ένας Ιταλός, όμορφος και χαλαρός, ο Βίκτωρ ή Βιτόριο (Μπάμπης Χατζηδάκης), διδάσκει Φυσική στην παραλία, με μια γοητευτική ιταλική χροιά στην προφορά, ότι το φως του ήλιου τρέχει 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο αλλά «το μυαλό του Μικαλάκη, το παραδέκομαι, φτάνει πρώτο» πού; «στη Βούλα», απαντά ο Μιχαλάκης, την ώρα που ο χρυσός ήλιος βουλιάζει απαλά στη χρυσωμένη θάλασσα. Η σκέψη λοιπόν πετά αμέσως… Va pensiero. O Βιτόριο το ξέρει αυτό καλά από τον Βέρντι.

Την ομάδα αποτελούν ο κοστουματισμένος και γραβατωμένος Γάλλος Ευρωβουλευτής  (Σερζ Ρεκέτ – Μπαρβίλ) που τον ζαλίζει το αεροπλάνο, τον αναγουλιάζει το πλοίο, κι ας είναι η θάλασσα γυαλί, ο επίσης κοστουματισμένος και γραβατωμένος κυβερνητικός εκπρόσωπος (Ηλίας Γιαννίρης) που , δεν ελπίζει τίποτα και η Αύρα (Βαλέρια Πανουτσοπούλου) που είναι ένα κορίτσι σφιγμένο στο ευρωπαϊκό «κοστούμι» της εξέλιξης και έρχεται να αλλάξει τη μοίρα των κατοίκων του νησιού που τους έχει ξεχάσει ο κόσμος, αλλά αυτή θα τα φροντίσει όλα, μόλις φθάσει. Στο νησί βρίσκονται η  Χρύσα η χρυσοχέρα (Φωτεινή Τσακίρη)  που δεν ξέρει αν είναι χήρα ή ζωντοχήρα, όμορφη, με μάτια γελαστά, ζουμερή, με ένα βλέμμα που λέει και αυτό αλλά και το ανάποδό του με την ίδια πειθώ: «έχουμε καθαρό αέρα εμείς εδώ, θαλασσινό!!!» (σαν να λέμε φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές, που λέει κι ο ποιητής), στρίβει τσιγάρο στην όμορφη αυλίτσα της, την μικρή, τη λουλουδάτη και φιλόξενη και προσφέρει ρακές και δωρεάν  θέα με δωμάτιο (Δωμάτιο με θέα κατά Ε.Μ Φόρστερ). Ακόμα, ο ντόπιος  ξεναγός, μεσάζων στη διερμηνεία, εξηγητής του τόπου του, με μια ισχνή αλογοουρίτσα,  ένα σύκο ξερό, μιλάει με το αξάν του νησιού «εδωνά ’μαστε στης κερα-Χρύσας της χρυσοχέρας», «εν έχουμε λεφτά», «τα λεφτά είναι ντεμοντέ». «Εδώ έχουν κάνει τρίπλα με τα λεφτά».

Μόλις αυτοί φτάνουν στο χωριό τα παιδιά παίζουν κουτρουβαλάδες. Γέλια, χαρές, πουθενά γκρίνια, πουθενά κατσουφιά. Και εκεί που ήταν όλα χρυσοφρυγανισμένες ξέρες, όλα γίνονται παράδεισος με δέντρα, πρασινάδες, λουλούδια, γαλάζια πέλαγα.  Εκεί η Αύρα θα δει τον όμορφο και λεβεντόκορμο Βιτόριο που τον ήξερε από παλιά και είχανε αφήσει μια υπόθεση στη μέση.

 Σε ένα μικρό καταρράχτη, μέσα σε βράχια και δέντρα αγοράκια με του εφήβου αλόγου τη βραχνάδα, που λέει κι ο ποιητής,  μαθαίνουν τον έρωτα παίζοντας με την Ελευθερία, μία ξανθιά θεά σαν ουρανία Αφροδίτη, την οποία φωνάζουν όλοι Ξελευτερία, γιατί όπως λέει ο δάσκαλος «αν δεν παίξουνε μικρά πώς θα παίξουνε μεγάλα;». Στην πλατεία του χωριού γίνεται λαϊκό δικαστήριο. Τρεις νεαροί δικάζονται γιατί κάθε που βλέπουν τον παπά, πιάνουν τ’αχαμνά τους.  Μια ηλικιωμένη χειρομάντισσα περνά και βάζει σε τάξη και δικαστές και δικαζόμενους, που όλοι τους το ίδιο κάνουν. Διαβάζει τις παλάμες των επισκεπτών κι απλώς κοιτάζει  με νόημα και υπαινιγμό, σαν να λέει κάτι θα γίνει εδώ. Κάποιος κοιμάται. Μισοξυπνάει και λέει: «Γεννηθήκαμε κουρασμένοι και ήρθαμε σ’αυτή τη ζωή για να ξεκουραστούμε».  Και οι επισκέπτες ρωτούν: Όλοι αυτοί είναι συνταξιούχοι;

 

Ωραία ερώτηση σαν ο Πανουσόπουλος να την τσίμπησε  από το βιβλίο του Ντάνιελ Κλάιν Ταξιδεύοντας με τον Επίκουρο,  όπου επίσης οι συνταξιούχοι κάνουν αποκλιμάκωση στην Ύδρα, και εκεί ακούγεται η φράση «Αυτοί δεν το ’χουν πάρει στα σοβαρά το ευρώ»,  που είχε πει και η Ολανδέζα σύζυγος του Κλάιν, ενοχλημένη από τη ραστώνη των Ελλήνων.     

Σιγά σιγά, ο Ευρωβουλευτής θα ερωτευτεί την κερα-Χρύσα. Αλλά έχει φάει κλωστσιά στα αχαμνά από τον γάιδαρο και πονάει. Οι γειτόνισσες φέρνουν στην Χρύσα «ανεβασόχορτο» που μόλις το πιει «θα χλιμιντρίσει».  Η Αύρα θα δει στον ύπνο της ότι φορά ένα νεραϊδένιο λευκό φόρεμα και σέρνει έναν γάιδαρο. Ξυπνάει και βρίσκεται στο κρεβάτι με τον Βίκτωρα. Τρομάζει και πέφτει από το κρεβάτι, μπερδεμένη στην λευκή κουνουπιέρα, που μοιάζει με νυφικά τούλια, σαν να τα μετέφερε από το όνειρο. Λες και ο Πανουτσόπουλος είχε στο νου του την θεά των ξωτικών Τιτάνια στο Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας που ερωτεύτηκε έναν γάιδαρο.  Γιατί στην ταινία πρωταγωνιστούν και ο γάιδαρος, και το άλογο, και η κατσίκα,  και η γάτα, και οι ζωγραφισμένοι ντενεκέδες με τα μυριστικά, και τα καφάσια με τα φρούτα και τα λαχανικά, το πατητήρι με τα κόκκινα σταφύλια και τα πόδια τα λευκά, τα πλακόστρωτα και τα στενά δρομάκια, τα σπίτια με τα παράθυρα που βλέπουν όλα θάλασσα και οι κάτοικοι του νησιού. Είναι ένας παράδεισος που έχει όλα τα καλά και τα μοιράζονται όλοι, δίνοντας ο ένας στον άλλο ό,τι έχει, άνετα και χωρίς άγχος. «Μα αυτό το μέρος δεν υπάρχει! ˑ το λέει και ο Ηρόδοτος»! λένε.  Και όμως υπάρχει και όλα τα έχει.  Τι δεν έχει; Δεν έχει σεξ. Έχει το πριν και το μετά και είναι όλα ερωτικά χωρίς να είναι τίποτα χυδαίο, προκλητικό και ακατάλληλο.

Α! να μην ξεχάσουμε πώς παντρεύονται οι φτωχές. Οι όμορφες ζευγαρώνουν με όποιον δώσει πιο πολλά. Και τα λεφτά θα δοθούν  για να παντρευτούν και οι φτωχές (και άσκημες προφανώς) με την υποχρέωση να της χτίσουν σπίτι και να το επιπλώσουν. «Μα γιατί αυτό εμένα μου φαίνεται σαν καλυμμένη πορνεία;» ρωτάει η Αύρα. Όχι, της απαντούν… για τους λόγους που είπαμε. Για ένα παρόμοιο έθιμο μας μιλάει ο Σεφέρης. Όλες κάθονται στο Ναό μέχρι να ρθει ο γαμπρός να πληρώσει και να τις ελευθερώσει, αλλά οι άσκημες πρέπει να περιμένουν πιο πολύ.  

Μια μουσική, ελαφρώς πειραγμένη, με μπάλους, σούστες,  και βαλς, με τσαμπούνες, λαούτα, τύμπανα, ακορντεόν και  βιολιά, γεμίζει την ατμόσφαιρα με χαρά, με κέφι, με αλεγρία. Μερικές όμορφες κοπέλες βγαίνουν και χορεύουν στην πλατεία, η μία λικνίζεται κρατώντας δυο τραγοκέρατα στα χέρια σαν την Μινωίτισσα θεά των όφεων… Μα στη ζωή δεν υπάρχουν μόνο λεφτά, υπάρχουν και άλλα, λέει ο σκηνοθέτης: ο έρωτας, ο χορός, η μουσική και το ωραίο ξεχασμένο νησί.  

Σήμερα γάμος γίνεται. Ετοιμάζουν μια κόκκινη βάρκα την βαφτίζουν ΜΟΣΧΟΣ, σαν να λέμε μόσχος ο σιτευτός, αλλά και μόσχος, κανέλλα και γαρίφαλο, ευχή για ζωή μοσχομυρισμένη. Από έναν τεράστιο δίσκο, με ένα βουνό ροδοπέταλα, όλοι παίρνουν και ραντίζουν τη θάλασσα, πέλαγος ανθούν  και η Αύρα, η νύφη, η ανθοστολισμένη, φοράει το φόρεμα της γης,  το λουλουδάτο εκρού της Άνοιξης του Μποτιτσέλι. Μπαίνει στη θάλασσα και ο γαμπρός την αρπάζει, τη φυλάει με πάθος,  την σηκώνει στην αγκαλιά του και τη βάζει στη βάρκα σαν στη νυφική παστάδα, ενώ όλο το νησί χειροκροτεί και το πέλαγος ανθίζει…. Ξαφνικά όλα παγώνουν. Όλο το νησί, άντρες γυναίκες και παιδιά, ντυμένοι με τα ρούχα της Επανάστασης, οπλισμένοι με καριοφίλια, σκορπισμένοι πάνω στους βράχους, εικόνες παγωμένες, βλέμματα σοβαρά και ανήσυχα σαν να βγήκαν από τους πίνακες του Λύτρα, τρομαγμένοι έχουν πάρει τα βουνά, ενώ ένα τεράστιο, τερατώδες  κρουαζιερόπλοιο έρχεται στο νησί σφυρίζοντας.

Η εικόνα μας θυμίζει το  E la nave va του Φελίνι, όταν το τεράστιο πολεμικό πλοίο έρχεται να φέρει τον Α΄ Πακόσμιο Πόλεμο. Ή όταν στο Βάι της Κρήτης, στο Εκείνος κι Εκείνη, χάνεται ο παράδεισος, μόλις καταφθάνει ο πρώτος εκσκαφέας που θα εκσυγχρονίσει το νησί. 

Εν τω μεταξύ στην πλατεία δύο γέροι παίζουν τάβλι, ο ένας ακούει σειρήνες και ο άλλος του λέει : Μ’ αυτά που πίνουμε θα ακούσουμε και «τον Στελάρα ντουέτο με τη Μαρία Κάλλας» … και σιγά σιγά η ταινία τελειώνει με τον ήχο από τα κύματα της θάλασσας.

Παρακολουθώντας στο ίντερνετ τις σκηνές που κόπηκαν στο μοντάζ, βλέπουμε στην παλτεία ότι γίνεται χορός με πολλές δίπλες και πολλά τραπέζια, όπως θα έλεγε και ο Σικελιανός,  όπου όλοι χορεύουν, χορεύει  και ο Γάλλος και του χτυπούν παλαμάκια, όπως στον Ντασέν στην ταινία Ποτέ την Κυριακή, δηλαδή, όπως ο Αμερικανός τότε, έτσι  και ο Γάλλος τώρα εξελληνίζεται. Είναι η ώρα που και οι  Φράγκοι θα ελληνέψουν, όπως λέει ο ποιητής, γιατί η Ελλάδα έχει την ικανότητα να αφομοιώνει το ξένο και να το κάνει δικό της.

Όμως το κρουαζιερόπλοιο στη θάλασσα,  οι Έλληνες του ’21 πάνω στα βουνά, τι μας λένε;   Από πού έρχεται ο κίνδυνος που θα χαλάσει την ουτοπία μας; Από τους τουρίστες (η αλλοτρίωση) από του Τούρκους (που καιροφυλακτούν και πιέζουν), ενώ  οι δύο γέροντες παίζουν τάβλι και ο ήχος της θάλασσας έρχεται να σκεπάει τα πάντα. Γιατί τα πάντα είναι ρευστά και τα όνειρα τελειώνουν…

 

Ο Πανουσόπουλος, πριν από πολλά χρόνια, είχε κάνει τη Μανία. Η πρωταγωνίστρια εκεί και η Αύρα εδώ έχουν αναλογίες. Εκεί το έργο κατέληγε τραγικά. Εδώ διακατέχεται από έναν διονυσιασμό, όμως τελειώνει με προβληματισμό.   Μας λέει πως το έργο το έκανε για να γελάσουμε και να δούμε πως εκτός από λεφτά υπάρχει και ο έρωτας, ο χορός και η μουσική. Ο Βίκτωρ ο δάσκαλος όμως λέει πως είναι πολιτικόˑ όσο για τον σκηνοθέτη… Ας τον να λέει…

 

                                          

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.