Ο Άντονι και η Αν, τα δυο πρόσωπα του δράματος. Εκείνος, ένας 80χρονος με αρχόμενη άνοια που ζει μόνος στο διαμέρισμα του, αρνείται να αποδεχτεί το πρόβλημα του, προσπαθεί να διατηρήσει την αυτονομία και αξιοπρέπεια του και απορρίπτει την όποια βοήθεια. Εκείνη, η μοναδική του κόρη, τον επισκέπτεται καθημερινά και με αδιάλειπτη φροντίδα και αγάπη προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση του.
Ο Florian Zeller στην πρώτη του ταινία, που αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου δικού του θεατρικού έργου, επιτυγχάνει, με την αποφασιστικής σημασίας συνεπικουρία του μοντάζ, της φωτογραφίας και της κατάλληλης μουσικής επένδυσης, κάτι πρωτόγνωρο, να ‘’δει’’ την πορεία προς την άνοια μέσα από τον κατακερματισμένο φακό του ίδιου του ανοϊκού και να μας καλέσει να μοιραστούμε μαζί του αυτή τη μοναδική εμπειρία: συγκλονιστική για τον ανυποψίαστο θεατή, σπαρακτική και τραυματική για εκείνον που, ως παιδί/φροντιστής, την έχει ήδη.
Ο Antony Hopkins επιτελεί άθλο, γίνεται ο ανοϊκός με απόλυτη φυσικότητα, χωρίς καμιά υπερβολή ή υπερτονισμό. Μετέωρος ανάμεσα στις παλίνδρομες διαδρομές της μνήμης του, στις εναλλαγές του φωτός και του σκότους, στις αστραπιαίες αναλαμπές μιας καθησυχαστικής οικειότητας με πρόσωπα και πράγματα και στις απότομες καταβυθίσεις στον χώρο του ανοίκειου και απειλητικού, αρπάζεται με απόγνωση από όσα αναγνωρίζει. Παρών-απών, ψηλαφεί αντικείμενα, πρόσωπα, μνήμες. Κάθε αλλαγή τον πανικοβάλλει, γίνεται καχύποπτος και επιθετικός, νιώθει τρωτός απέναντι στις δυο παράλληλες πραγματικότητες που βιώνει: την αδυσώπητη πραγματικότητα που διαμορφώνουν άλλοι ερήμην του και την άλλη, αυτή που ο ίδιος αναπλάθει καθημερινά με θραύσματα ενός παρελθόντος που όλο και περισσότερο εισχωρεί στο παρόν και το υποκαθιστά. Τότε βυθίζεται στις αγαπημένες του άριες – μια φυγή, ένας τρόπος απελευθέρωσης του νου από τη ρευστότητα χώρου και χρόνου, που τόσο τον φοβίζει.
Οι νεκροί του τον συντροφεύουν παρηγορητικά, του φέρνουν μνήμες μιας χαμένης για πάντα τρυφερότητας. Τρυπώνουν απρόσκλητα στο ταραγμένο του μυαλό, τα πρόσωπα τους συγχέονται με αυτά των ζωντανών, τους αντικαθιστούν αυθαίρετα και ξαφνικά αποσύρονται, αφήνοντας τον ευάλωτο σε ανείπωτους τρόμους, σε αβυσσαλέες περιδινήσεις, μέχρι να εισχωρήσει πάλι από μια ρωγμή της μνήμης η πραγματικότητα. Είναι εκείνες οι σπάνιες στιγμές που τα νέφη διαλύονται, που το θολό βλέμμα ξαστερώνει, εστιάζει ξανά, αναζητά τον απέναντι και τον αναγνωρίζει. Είναι οι στιγμές της συνάντησης, της επιστροφής σε αυτό που κάποτε ήταν η ζωή του. Ξαναπιάνει το νήμα που είχε απότομα κοπεί, με δισταγμό ανάμεικτο με φόβο και με τη συγκεχυμένη αλλά επίμονη υποψία της ‘’απουσίας’’ του από τη συνειδητή του ύπαρξη, της παρουσίας ενός εαυτού ξένου, στον οποίο ποτέ στο παρελθόν δε φαντάστηκε ότι θα μπορούσε να μεταμορφωθεί.
Αυτές οι αιφνίδιες ριπές συνειδητότητας συνοδεύονται σχεδόν πάντα από μια αόριστη αίσθηση αμηχανίας, ντροπής, ταπείνωσης. Αυτό το γερασμένο παιδί, με το βλέμμα τόσο αθώο και απορημένο, έρχονται στιγμές που καταλαβαίνει φευγαλέα πώς δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των άλλων, δεν αναγνώρισε, δε θυμήθηκε, τον έπιασαν να κάνει ‘’αταξίες’’, έφτασε να πληγώνει αυτούς που κάποτε τόσο πολύ αγάπησε: ‘’ευχαριστώ, Αν, για όλα…’’
Και η Αν; Η κάθε Αν που έχει την ευθύνη του ανοϊκού γονιού της; Η Olivia Colman που ανέλαβε τον εξίσου δύσκολο ρόλο, επιτυγχάνει κι αυτή μια σπουδαία ερμηνεία. Μέσα από βλέμματα και εκφράσεις, αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις και εναλλαγές συναισθημάτων, από την άρνηση στη σκληρή αποδοχή, από την απόρριψη και τη ζήλεια στον πόνο και την απόγνωση, από το ασφυκτικό αδιέξοδο στη στιγμιαία ανακούφιση. Καλείται να αποδεχτεί τη νέα πραγματικότητα και να προσαρμόσει τη ζωή της, την καθημερινότητα της και κυρίως την ψυχούλα της σ’ αυτήν. Να δέχεται τις υποψίες του χωρίς να θυμώνει, τα σκληρά του λόγια χωρίς να πληγώνεται. Όταν εκείνος προβάλλει εγωιστικές απαιτήσεις, εκείνη να θυμάται πόσο δοτικός πατέρας υπήρξε, όταν την απαξιώνει, να φέρνει στο νου της πόσο περήφανος ήταν κάποτε γι’ αυτήν. Να περιμένει την αναγνωριστική ματιά του σαν δώρο ανεκτίμητο πνίγοντας τον λυτρωτικό λυγμό της. Και να αντέξει την αναπόδραστη – πολύ συχνά – ανάγκη να αποχωριστεί, να ‘’εγκαταλείψει’’ αυτόν που λάτρεψε μια ολόκληρη ζωή.
Δεν είναι πια ο ‘’μικρός μπαμπάς’’ που ήταν κάποτε, έγινε τώρα το μονάκριβο παιδί της, που όλο και μικραίνει και συσπειρώνεται μέχρι να ξαναβρεί την εμβρυϊκή στάση, αναζητώντας την ασφάλεια και την ευδαιμονία της μήτρας.
Εξαιρετική ανάλυση! Θέλω πολύ να δω την ταινία!!