ΓΡΑΦΟΥΝ ΚΙ ΟΙ ΦΟΝΙΣΣΕΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ…
Ζεστό απομεσήμερο καλοκαιριού.
Κάγκελα παντού, στα παράθυρα… στο πρόσωπο… οι σκιές τους αποτυπώνονται στο δέρμα, ιδιότυπες σφραγίδες ταυτότητας, της ζωής που έμεινε απέξω και της άλλης που οδήγησε μέσα.
Το βλέμμα κενό σταματάει στον περίβολο της εσωτερικής αυλής, το μυαλό γεμίζει εικόνες μιας ζωής που κάποτε έδειχνε πως ίσως θα ήταν αλλιώς. Υποσυνείδητες ερωτήσεις που δυσκολεύονται να βρουν απαντήσεις…
Ποια ήμουν τότε;
Ποια έχω γίνει τώρα;
Θυμάται…
Το λευκό νυφικό, τα όργανα που συνόδευαν τα σταθερά βήματα της στα καλντερίμια του ορεινού χωριού της, ως την πόρτα της μικρής εκκλησίας.
Μπήκε μέσα στηριγμένη στο μπράτσο ενός άντρα που θα όριζε τη ζωή της από δω και πέρα.
Η γυνή να φοβείται τον άντρα, άκουσε τον παπά να λέει, μ’ αυτή άλλον άντρα θα φοβόταν αργότερα, κι ας μην το ήξερε ακόμα…
Το λευκό νυφικό, κρύφτηκε στην παλιά κασέλα όταν εκείνη άδειασε από τα προικιά της, στόλισμα του καινούργιου σπιτικού της. Όταν θα έβγαινε ξανά έξω στο φως μ’ άλλο χρώμα θα βαφόταν κι η κασέλα θα γέμιζε ξανά, ως απάνω θα γέμιζε, κλείνοντας μέσα της το ανείπωτο.
Στο χρόνο απάνω, έφερνε στον κόσμο την κόρη της,
Στον επόμενο έφευγε από τον κόσμο η μάνα του άντρα της.
Κι έμενε πίσω ο πεθερός της.
Μετά τα σαράντα, «θα έρθει να μείνει μαζί μας ο γέρος,» αποφάσισε ο άντρας της. Κι εκείνη «δε βαριέσαι, ένα στόμα παραπάνω, το αντέχουμε,» απάντησε. Κι έτρεξε να του φτιάξει δικιά του κάμαρη, στο κατώι του σπιτιού τους.
Τον πρώτο καιρό ο γέρος, ήσυχος και καλοσυνάτος, συμβίωνε μαζί τους χωρίς προβλήματα. Μα σιγά-σιγά το ‘αρνάκι’ άρχιζε να βελάζει «νύφη αυτό» και «νύφη το άλλο» και να μεταμορφώνεται αργά αλλά σταθερά σε κάτι ‘αδιευκρίνιστο ακόμη’ και γι’ αυτό ανησυχητικό.
Κι όταν ο άντρας έφυγε λίγες μέρες για δουλειές στο γειτονικό χωριό, ο γέρος σαν να ζωντάνεψε ξαφνικά. Πέταξε τη μαγκούρα κι άρχισε να την παίρνει από πίσω όπου κι αν πήγαινε, ‘να τη βοηθήσει,’ δήλωνε στις δουλειές της πως ήθελε. Κι όλο σκόνταφτε και πάνω της κρατιότανε απ’ όπου εύρισκε, συνήθως από το στήθος της, για να μην πέσει έλεγε… Μ’ αυτή ευγενικά τον απωθούσε.
Κι ήταν το δεύτερο βράδυ μιας άναστρης νύχτας που το ‘αρνάκι’ έγινε ‘λύκος’ κι όρμησε αγριεμένος στην κάμαρη της την ώρα που εκείνη βύζαινε το μωρό της, είδε το γυμνό της στήθος, το μάτι του γυάλισε κι όρμησε πάνω της…
«Μη φώναξε,» εκείνη, «ντροπή, ούτε το μωρό δεν λογαριάζεις γέρο;»
Μα ο λύκος πάντα λύκος παραμένει παραδομένος στα ζωώδη ένστικτα του. Την έριξε ανάσκελα στο κρεβάτι κι αναζήτησε τη λεία του κάτω από το νυχτικό της. Το μωρό έσκουζε παρατημένο μόνο του στο πάτωμα. Που βρήκε τη δύναμη κι αυτή δεν ξέρει να τον σπρώξει από πάνω της, να προλάβει να του ξεφύγει και να τρέξει να χωθεί στην κουζίνα κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της, ενώ αυτός τη βρόνταγε να ανοίξει, το ξύλο έτριζε στους μεντεσέδες, λίγο ακόμα και θα σπάγανε. Άκουγε το μωρό της να σπαράζει στο κλάμα και τον γέρο να βρίζει θεούς και δαίμονες. Εκείνο το μεγάλο μαχαίρι που είχαν για να μακελεύουν τα ζώα, πως βρέθηκε από τον πάγκο της κουζίνας στο χέρι της, ποια δύναμη την έσπρωξε να το σηκώσει- την ώρα που η πόρτα ξεχαρβαλώνονταν κι αυτός σαν σε κορνίζα, θεριό ανήμερο, παρουσιάζονταν στο άνοιγμα της- και να το κατεβάσει με λύσσα, ξανά και ξανά, στο λιπόσαρκο κορμί, στον ζαρωμένο λαιμό, στο ξαναμμένο πρόσωπο.
«Έλεος νύφη…» πρόλαβε εκείνος μόνο να φωνάξει πριν σωριαστεί ξέπνοος στο πάτωμα.
Κι η παλιά κασέλα άνοιξε πάλι, το λευκό νυφικό σύμβολο αγνότητας κάποτε, βγήκε ξανά στο φως για να γίνει σύμβολο γάμου ματωμένου. Σκούπισε στην άκρη του, το αίμα από την κοφτερή λάμα του μαχαιριού του φονικού και το φόρεσε, μάζεψε από κάτω το σαν τραγί σφαγμένο κουφάρι και το έριξε στην κασέλα που κάποτε φύλαγε τα προικιά της. Ύστερα πήρε το μωρό στην αγκαλιά της και κίνησε για τη σπηλιά του βουνού, να κρυφτεί στα σκοτάδια της από την ανείπωτη πράξη της.
Τρεις μέρες έμειναν εκεί μάνα και μωρό.
Την τέταρτη ο γιος μπαίνοντας στο σπίτι είδε την ξεχαρβαλωμένη πόρτα, τα αίματα στο πάτωμα, κι ακολούθησε τα ίχνη τους. Το καπάκι της κασέλας, ξεχασμένο μισάνοιχτο πάνω στη βιάση, τον προετοίμαζε ήδη για το αποτρόπαιο θέαμα που θ’ αντίκρυζε, δεν άντεξε και το ξανάκλεισε.
Η φόνισσα την ίδια ώρα κατέβαινε βρώμικη και ματωμένη με το μωρό στην αγκαλιά να παραδοθεί…
«Ποια ήταν τότε;» το έχει κιόλας ξεχάσει.
«Ποια έχει γίνει τώρα;» το ξέρει, κρατούμενη στις γυναικείες φυλακές της Θήβας.
Το Χριστινάκι, το κοριτσάκι της μπερδεύεται στα πόδια της. Ως τα τέσσερα της θα είναι μαζί της, να της λέει παραμύθια τις νύχτες και με νανουρίσματα το τόπου τους να την κοιμίζει στο κελί τους.
Κοιτάει το ρολόι της.
Αργήσανε μονολογεί…
…………………………………..
Το μαύρο αυτοκίνητο διασχίζει, αργά το απομεσήμερο, τον ελαιώνα.
Οι τέσσερεις επιβάτες του σ’ αυτόκλητη αποστολή.
Ανάμεσα τους κι εκείνη, η συγγραφέας, εκούσιος παρατηρητής. Μέσα από την συγκεκριμένη εμπειρία ν’ αλιεύσει στοιχεία για το θέμα του επόμενου βιβλίου της.
Ο ελιές αραιώνουν σιγά-σιγά για ν’ αποκαλύψουν το αυστηρό, μουντό, γκρίζο κτήριο των φυλακών. Κάποιες από τις φυλακισμένες του, ήδη περιμένουν…
Οι τέσσερεις επισκέπτες περνούν την πόρτα.
Τυπικός έλεγχος ταυτοτήτων στην είσοδο, τυπικό και το πέρασμα από το μηχανισμό ελέγχου, η καρδιά της χτυπάει δυνατά από ταραχή ή προσμονή; Πρέπει να ενδυθεί μέσα της τον ρόλο της κρατούμενης, την αίσθηση που μπορεί να της προκαλέσει μια εικονική απειλή κινδύνου, για να μπορέσει να τον περιγράψει αυθεντικά, αργότερα στο γραπτό της. Να ξεχάσει προς ώρας, πως η παραμονή της εκεί είναι προκαθορισμένη σε διάρκεια και το δικαίωμα της στην ελευθερία αναφαίρετο.
Είναι μαζί με ανθρώπους, που οικειοθελώς, διαθέτουν κάποιο χρόνο, από το βαρυφορτωμένο μ’ επιλεγμένες πράξεις φιλανθρωπίας πρόγραμμα τους, σε χώρους που δεν διαταράσσουν τις εκλεπτυσμένες ζωές τους και που τους επιτρέπουν να διατηρούν ταυτόχρονα το κύρος της τάξης τους.
Σ’ όλη τη διαδρομή εκείνη αναρωτιόταν…
‘Πως θα είναι η ατμόσφαιρα εκεί, θα φοράνε χειροπέδες και ειδικές στολές οι κρατούμενες;’ Στις αστυνομικές ταινίες της τηλεόρασης, κυρίως αμερικάνικων παραγωγών, στις φυλακές κυριαρχούν κυρίως η βία και ο φόβος. Αυτά στις ταινίες…
Στην πραγματική ζωή, δηλαδή εδώ μέσα, ο χώρος έξω και πέρα από τα κελιά είναι πεντακάθαρος, η υποψία μυρωδιάς μαγειρεμένου φαγητού πλανιέται στην ατμόσφαιρα ερεθίζοντας ευαίσθητες μύτες ενώ υγρά μαντηλάκια κολόνιας προστατεύουν ήδη τα ρουθούνια τους, είμαστε οι απέξω και πρέπει να το δείχνουμε!
Μια νέα ψηλή γυναίκα έρχεται προς το μέρος μας βιαστική, «αργήσατε σήμερα,» λέει λιγάκι αγχωμένη. Ένα νήπιο κρύβεται πίσω από τη φούστα της, εκείνη σκύβει και το παίρνει αγκαλιά. «Είναι η κόρη μου, το Χριστινάκι μου,» λέει καμαρώνοντας η μάνα και μπαίνει μαζί μας στο χώρο της ‘προγραμματισμένης’ λέσχη ανάγνωσης.
Έξι γυναίκες με το ίδιο βιβλίο στο χέρι βιάζονται να μιλήσουν, να ρωτήσουν λεπτομέρειες για τους ήρωες, να πουν, οπωσδήποτε, τη γνώμη τους για την ιστορία. Έξη γυναίκες γελαστές, ρωτάνε χαρούμενες για το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσουν…
Εκείνη δεν βλέπει σε κανένα πρόσωπο, έστω, ψήγματα θλίψης.
Δεν προσπαθούν να δικαιολογηθούν για την πράξη τους ή ότι τις οδήγησε στον εγκλεισμό τους.
Κάνουν σχέδια για όταν θα βγουν, είναι σίγουρες πως θα βγουν και θα ξαναρχίσουν τις ζωές τους από εκεί ακριβώς που τις είχαν αφήσει.
Κι εκείνη, η συγγραφέας, λευτερωμένη από τους κατασκευασμένους φόβους της. Αισθάνεται την ανάγκη να ξανάρθει, να τις γνωρίσει καλύτερα, να πάρει κάτι από την αθεράπευτη αισιοδοξία τους, φοβερό υλικό για το μελλοντικό βιβλίο της…
Στην πόρτα πια φεύγοντας, η νέα γυναίκα με το νήπιο πάντα στην αγκαλιά της, τους προλαβαίνει λίγο πριν βγουν.
«Ξεχάσατε το βιβλίο σας στο τραπέζι», λέει λαχανιασμένα στη συγγραφέα. «Ξέρετε γράφω κι εγώ παραμύθια, κι όταν γίνουν πολλά θα τα κάνω βιβλίο…» τα μάτια της έχουν μια περίεργη λάμψη.
Ασυνήθιστη περίπτωση σκέφτεται εκείνη, μα την έχει ήδη ξεχάσει λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο που θα διασχίσει ξανά τον ελαιώνα, αφήνοντας πίσω του φυλακές και περίκλειστες ζωές γυναικών.
Θα της την θυμίσουν, οι σκόρπιες κουβέντες των συνεπιβατών της, καθώς σχολιάζουν κάποιες από τις κρατούμενες, ανάμεσα τους κι εκείνη τη νέα γυναίκα με το νήπιο. Ακούει… «Απίστευτα πράγματα, κατακρεούργησε τον πεθερό της και τον έκλεισε μετά σε μια κασέλα…» Ακούει και δεν μιλάει.
Εκείνη, η ‘συγγραφέας’ στο σπίτι της πια, καθώς βγάζει το ‘ξεχασμένο’ βιβλίο από την τσάντα της, βλέπει την άκρη λευκού χαρτιού να εξέχει από κάποια σελίδα.
Το τραβάει…
Κομμένο φύλλο, από ριγωτό τετράδιο.
Ανορθόγραφες λέξεις…
Συνθέτουν προτάσεις…
Διαβάζει…
Για το Χριστινάκι μου
«Μια φορά κι έναν κερό, σε ορινό χωριό, ζούσε ένα ζευγάρι με το πεδάκι τους. Δούλεβαν κι οι δυο ολημερίς στα χοράφια τους. Το καγμένο το πεδάκι τους, Χριστινάκι το λέγανε έμενε με τον παπού του στο σπίτι. Το αγαπούσε το πεδάκι ο παπούς του, το πήγενε βόλτες στην πλατία του χοριού, του έλεγε παραμήθια για να φάη και για να κοιμηθεί το βράδυ. Ο παπούς….
Το χαρτί στα χέρια της τρέμει.
Γράφουν κι οι φόνισσες παραμύθια…
Δεν αναρωτιέται…
Πρώτα ανατρίχιασε. Μετά δάκρυσε.