Το μυθιστόρημα του Ντυμπουά, ένα μεστό, βαθιά ανθρώπινο κείμενο ταξιδεύει τον αναγνώστη σε διαφορετικά γεωγραφικά, κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα ακολουθώντας τη μετακίνηση του χαμηλών τόνων κεντρικού ήρωα και αφηγητή Πωλ Κριστιάν Φρεντερίκ Χάνσεν από τη Νότια Γαλλία στο Κεμπέκ και στη Χερσόνησο της Γιουτλάνδης. Σ΄αυτή την πορεία ζωής βρίσκεται ανάμεσα σε πρόσωπα με τελείως διαφορετική φιλοσοφία βίου και μοντέλα συμπεριφορών που εκπορεύονται από γεωγραφικές παραμέτρους, γονιδιακές καταβολές, τραυματικά βιώματα, ταξικό, μορφωτικό και ηθικό υπόβαθρο, σύγκρουση παλιών και νέων αξιακών συστημάτων.
Η αφήγηση τοποθετεί τον αναγνώστη στη μέση της ιστορίας όταν ο πρωταγωνιστής βρίσκεται έγκλειστος το Φθινόπωρο του 2008 σε φυλακή του Μοντρεάλ εκτίοντας ποινή διετούς φυλάκισης. Μόνο προς το τέλος της ιστορίας πληροφορούμαστε ποιο αδίκημα τον οδήγησε εκεί. Συγκάτοικός του στο μικρό κελί ο θηριώδης το δέμας Πατρίκ Ορτόν, μηχανόβιος, μέλος συμμορίας, υπόδικος για συμμετοχή σε φόνο που όμως τρέμει τους αρουραίους της φυλακής, το ψαλίδι του κουρέα και ζωγραφίζει σαν παιδί. Ο πρωταγωνιστής-αφηγητής επιβιώνει στις δύσκολες συνθήκες κράτησής του υπομένοντας με κατανόηση τις χονδροειδείς συμπεριφορές του συγκατοίκου του, στηρίζοντάς τον στις ανασφάλειές του, ενώ τις νύχτες αντλεί κουράγιο δραπετεύοντας σε φαντασιώσεις. Σ΄αυτές τον επισκέπτονται οι αγαπημένοι του, που δεν ζουν πια, ο πατέρας του, Δανός πάστορας, η ιρλανδοϊνδιάνικης καταγωγής σύντροφός του και η σκυλίτσα τους. Αναστοχάζεται τη διαδρομή του από τη γέννησή του στην Τουλούζη το 1955 ως τη μέρα της φυλάκισής του, φιλτράρει τις αναμνήσεις από τη ζωή του ως παιδί και έφηβος πλάι στους γονείς του Γιοχάνες και Αννά.
Ιδιαίτερη θέση στο νου και την ψυχή του κατέχει το οικογενειακό ταξίδι στον τόπο καταγωγής του πατέρα του, το Σκάγκεν, στο βορειότερο άκρο της Δανίας, μεταξύ Βαλτικής και Βόρειας θάλασσας, με παράδοση στην αλιεία και τη ζωγραφική. Ο πατέρας του έγινε ιερέας παρακινημένος από μια εκκλησία προς τιμή των ναυτικών, στο άκρο της χερσονήσου, που θάβονταν στην άμμο από τις μανιασμένες ανεμοθύελλες. Η μητέρα του Αννά, γεννημένη στην Τουλούζη, πανέμορφη, με πλούσια πνευματικά χαρίσματα και μοντέρνες ιδέες, ιδιοκτήτρια κινηματογράφου τέχνης, γνωρίστηκε με τον γοητευτικό Γιοχάνες σε κάποιο ταξίδι της στο Σκάγκεν, παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στη γενέτειρά της. Ήταν ωστόσο ένα αταίριαστο ζευγάρι καθώς εκείνη ‘’ταμπουρωμένη σε θέματα Εκκλησίας και πίστης, απρόσβλητη και σ΄αυτήν ακόμη την ιδέα της αμαρτίας, δεν πατούσε ποτέ το πόδι της στη λειτουργία’’ με αποτέλεσμα οι σχέσεις του ζευγαριού να χειροτερεύουν μέρα τη μέρα. Στα πλαίσια των επαναστατικών ιδεών που αναπτύχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 60 και του κινήματος της σεξουαλικής απελευθέρωσης η Αννά με τις τολμηρές επιλογές ταινιών στον κινηματογράφο της προκάλεσε την έντονη αντίδραση του πάστορα. Εκείνη τον κατηγόρησε για σεμνότυφο, συντηρητικό προτεσταντισμό κι ο πάστορας βρήκε θέση ιερέα στην Εκκλησία Μεθοδιστών στο Θέτφορντ Μάινς του Καναδά, περιοχή εξόρυξης αμιάντου, κι εγκατέλειψε την Τουλούζη. Ένα χρόνο αργότερα τον ακολούθησε ο γιος του.
Ο Πωλ μετά από διάστημα μαθητείας σε τεχνίτες στο Θέτφορντ Μάινς εγκαταστάθηκε στο Μόντρεαλ και κατέληξε να εργάζεται ως υπεύθυνος για τη λειτουργία ενός μεγάλου συγκροτήματος διαμερισμάτων. Ασκούσε το επάγγελμά του με απόλυτη αφοσίωση, ευσυνειδησία και υπευθυνότητα, γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη των ιδιοκτητών και έγινε απαραίτητος, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους που εξυπηρετούσε αγόγγυστα ακόμη και πέρα από τα τυπικά του καθήκοντα. Ερωτεύτηκε μια θαρραλέα και δυναμική κοπέλα, πιλότο υδροπλάνου και συζούσαν ευτυχισμένοι μαζί με τη σκυλίτσα τους Νουκ. Οι ανατροπές όμως τόσο στην επαγγελματική όσο και στην προσωπική ζωή του Πωλ παραμόνευαν. Μια στιγμή παραφοράς αποδείχθηκε αρκετή για να οδηγηθεί στη φυλακή. Ο κόσμος του γκρεμίστηκε για δεύτερη φορά μετά το χωρισμό των γονιών του. Η περίοδος εγκλεισμού του όμως στέριωσε μέσα του την ενόρμηση για μια νέα αρχή, αυτή τη φορά στην εξιδανικευμένη από τα παιδικά του χρόνια πατρική γη.
Ο βραβευμένος με το βραβείο Γκονκούρ το 2019 Ζ.Π. Ντυμπουά έγραψε ένα ουσιαστικό βιβλίο που προβάλλει αξίες ζωής όπως η ενσυναίσθηση, η αποδοχή, η αλληλεγγύη χωρίς μεγαλοστομίες, διδακτισμούς και μελοδραματισμούς. Με ύφος γλαφυρό, κάποτε χιουμοριστικό, άλλοτε ειρωνικό αναδεικνύει τον ευαίσθητο, ανεκτικό, συμπονετικό, φιλάνθρωπο ήρωά του πλαισιωμένο από ρεαλιστικούς πλήρεις αντιφάσεων χαρακτήρες, όπως ο πάστορας Γιοχάνες που χάνει την πίστη του και ενδίδει στο πάθος του τζόγου, ο συγκρατούμενος του αφηγητή, η μητέρα του Αννά, ο φιλικός συγκάτοικος Κίραν Ριντ με την καινοφανή για εμάς ιδιότητα του casualties adjuster. Εκτός από τα πρόσωπα ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι αιχμές του αφηγητή για την πολιτική εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αμιάντου χωρίς καμία πρόνοια για την υγεία των εργαζομένων και των οικογενειών τους, το δημοψήφισμα αυτονομίας του Κεμπέκ, τις προθέσεις και τις πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας.
Καταληκτικά, πρόκειται για ένα αξιόλογο κείμενο, με τον αναλυτικότερο ίσως τίτλο βιβλίου που έχουμε διαβάσει, αλλά με οικονομία λόγου, ενδιαφέρουσα πλοκή και στέρεη δομή σε πολύ καλή μετάφραση της Μαρίας Γαβαλά.
Ενδεικτικά αποσπάσματα:
‘’Μοιράζομαι τούτο το μαντρί με τον Πατρίκ Ορτόν, ένα γίγαντα που μετράει για ενάμισης άνδρας. Ο Πατρίκ έχει γραμμένη με τατουάζ την ιστορία της ζωής του στο δέρμα της πλάτης του –Life is a bitch and then you die- κι εκείνη του έρωτά του για τις Harley Davidson στους ώμους και το επάνω μέρος του στήθους του…Χάρη στις εκφοβιστικές σωματικές αναλογίες του και στο γεγονός ότι ανήκε στη μοτοσικλετική μαφία, με το που εμφανιστεί ο Ορτόν στους διαδρόμους του τομέα Β, οι πάντες παραμερίζουν ευσεβάστως, λες και περνάει καρδινάλιος.‘’ Σελ.13
‘’Το έτος 1975, η χρονιά που έκλεισα τα είκοσι σημάδεψε το τέλος ενός κόσμου, του δικού μας κόσμου, του κόσμου των Χάνσεν, αυτών των ανθρώπων του Βορρά και του Νότου, που είχαν κάνει τόσα χιλιόμετρα και τόσες προσωπικές θυσίες για να ταιριάξουν μεταξύ τους, να μάθουν άγνωστες γλώσσες, ν΄αγοράσουν απίθανα αυτοκίνητα, να πηδηχτούν όπως νά΄ναι, με τον τρόπο τους, ο ένας κλείνοντας τα μάτια, η άλλη όχι, να κάνουν ένα παιδί χωρίς να πολυγνωρίζουν το γιατί, να κηρύξουν το λόγο του Θεού, να βάλουν στο πρόγραμμα το λόγο του διαβόλου και, όπως είχαν υποσχεθεί, να σκουπίζουν καθημερινά την άμμο που συσσωρευόταν μπροστά στην πόρτα τους, κι όλο αυτό, που το άντεξαν μέχρι το κόκκαλο, για να καταλήξουν τελικά απομακρυσμένοι, κουρασμένοι, τσακισμένοι και χωρισμένοι.’’ Σελ.74
‘’Ο πάστορας κήρυττε λοιπόν στην καρδιά της Παλαιολιθικής Εποχής. Είχε διασχίσει τον κόσμο για να ξαναγυρίσει στις απαρχές του, στον καιρό που εμφανίστηκαν οι πρώτοι άνθρωποι εξοπλισμένοι με τις λαξευμένες πέτρες τους. Σκαρφαλωμένοι σε εκσκαφικά μηχανήματα ικανά να χαράζουν και τους ουρανούς ακόμα, οι απόγονοί τους συνεχίζουν σήμερα να σκάβουν στα παλιά χνάρια, ξύνοντας τα συσσωρευμένα στρώματα σαν μεταλλικά σκυλιά που λαχταρούν να βρουν ένα θαμμένο κόκκαλο. Τα ανοιχτά ορύγματα συχνά φέρουν τα ονόματα των εταιρειών που τα εκμεταλλεύονται και μέσω της έλξης, δίνουν την ονομασία τους στους παρακείμενους δρόμους. Τα σπίτια των κατοίκων βρίσκονται μερικές φορές ακριβώς πλάι στο κενό, δίπλα σ΄αυτά τα βάραθρα που τα διασχίζουν γιγάντια μεταλλευτικά βαγόνια τα οποία κάνουν το ταξίδι από τα βάθη του κόσμου και τα ινώδη εντόσθιά του μέχρι την επιφάνειά του, όπου το γεμάτο σκόνη φως δεν ενέπνευσε ποτέ καμία σχολή ζωγραφικής.’’ Σελ.87
‘’Κάθε πρωί, όταν κοιτάζω τη φωτογραφία της γυναίκας μου, ποτέ δεν ξέρω αν αγάπησα μια ιρλανδέζα απ’ το Γκόλγουεϊ ή μια Ινδιάνα απ΄το Μανιγουάκι. Όπως το αιθέριο φως του Σκάγκεν, τα χαρακτηριστικά της μπορούσαν ν΄αλλάζουν καθώς περνούσαν οι ώρες, και άλλοτε να κυριαρχεί η μία της καταγωγή και άλλοτε η άλλη… Η αμφιρρέπεια αυτή με μεθούσε, το να ζω στα κρυφά με δύο γυναίκες ταυτοχρόνως, βρίσκοντας παρηγοριά στη μία όταν η άλλη με περιφρονούσε.’’ Σελ.184