Ο ενιαίος λόγος
O Αργύρης Χιόνης ανήκει στους συγγραφείς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι παρόλο που η μορφή και οι ειδικότεροι τόνοι έκφρασης όντως διαφέρουν, το πεζογραφικό μήνυμα στην ολοκληρωμένη του μορφή και το ανάλογο ποιητικό παραμένει εν τέλει το ίδιο. Στο βαθμό μάλιστα που ισχύει ο χρυσός κανόνας του Γουάλας Στίβενς, ότι δηλαδή «η πραγματικότητα είναι προϊόν της πιο μεγαλειώδους φαντασίας», τότε τα τρία τομίδια βραχέων και εμφανέστατα συγγενικών πεζών του Αργύρη Χιόνη (ας θυμίσω εδώ αυτά που προηγήθηκαν, ήτοι τα Όντα και μη όντα, 2006 και Περί αγγέλων και δαιμόνων, 2007, αμφότερα στις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» – το ένα μάλιστα θα έλεγα ότι προσβλέπει στο άλλο, το τελευταίο είναι τρόπον τινά ο επίλογος του προηγηθέντος και η εισαγωγή στο επόμενο) συνιστούν εφαρμογές της μεικτής πλην απολύτως νόμιμης πρόσμειξης της εσωτερικά ή εξωτερικά ρυθμικής εκφοράς του λόγου με «αυθεντικά» διηγηματικούς τροπισμούς. Άλλωστε, ο Γου Κιάο αρκετούς αιώνες πριν, στην Κίνα, στα χρόνια της δυναστείας Κινγκ, απαντώντας στα ερωτήματα περί ποιήσεως του Γουάνγκ Τζιλίνγκ, δήλωσε κατηγορηματικά ότι «το μήνυμα είναι σαν το ρύζι. Γράφοντας πρόζα, μαγειρεύεις ρύζι. Γράφοντας ποίηση, μετατρέπεις το ρύζι σε ρυζόκρασο. Όταν μαγειρεύεις ρύζι, το σχήμα του ρυζιού δεν αλλάζει, όταν όμως μετατρέπεις το ρύζι σε κρασί, τότε αλλάζει τόσο το σχήμα όσο και η υφή του. Το μαγειρεμένο ρύζι σε χορταίνει για να μπορέσεις να ζήσεις- αυτή είναι η φυσιολογική πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων. Το κρασί, από την άλλη πλευρά, σε μεθάει- κάνει τη θλίψη χαρά και τη χαρά θλίψη. Η επίδραση του είναι πέρα από κάθε λογική εξήγηση». (Βλ. την Τέχνη της Συγγραφής – μαθήματα δημιουργικής γραφής από τους Κινέζους δασκάλους, σε μετάφραση της Ουρανίας Παπακωνσταντοπούλου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του «Κέδρου», 2003.)
Ο δημιουργικός λόγος δεν μπορεί παρά να είναι ενιαίος, υπονοεί από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες. Οι δύο ταχύτητες, αυτή της μουσικής-ποιητικής υφής και η διαλεκτικά σύστοιχή της, δηλαδή της διηγητικά πεζόμορφης μυθοπλαστικής έκφανσης δρουν συμπληρωματικά. Το συγκεκριμένο όχημα της γραφής του εν λόγω συγγραφέα χρειάζεται και τις δυο. (Βλ. ενδεικτικά τόσο τον «Αλφειό και την Αρέθουσα», όσο και την «Ομορφιά που γεννιόταν και πέθαινε απαρατήρητη και που, παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν το ΄βαλε κάτω», σελίδες 85 και 49, αντιστοίχως). Εδώ μάλιστα θα μιλούσα για κειμενική τάξη, για κειμενική δικαιοσύνη, η οποία φέρνει τόσο κοντά τα δύο είδη, ώστε στο τέλος παράγεται αβίαστα ένα καλώς συγκερασμένο αμάλγαμα. Η ποίηση δεν υπονομεύει, με άλλα λόγια, ούτε βεβαίως σαρκάζει τις πεζογραφικές εφαρμογές. Τις ενισχύει συνειδητά από πλευράς εμπέδωσης των διδαγμάτων της μεταφοράς, της θεματικής ανατροπής και της δέουσας πύκνωσης των εκασταχού εκάστοτε καταγραφών. Πρόκειται για μια αρμονική διαχείριση των εκφραστικών μέσων, τα οποία θέλουν να θεωρούνται μεταξύ τους απολύτως ισότιμα.
Κατά τα άλλα πιστεύω ότι αναδεικνύεται εικότως και προσηκόντως ο παραγωγικός διάλογος του Αργύρη Χιόνη με τους μύστες του Τάο και του Ζεν. Τα αντιθετικά ζεύγη, που αφθονούν εδώ με τις απαραίτητες εναντιωματικές δηλώσεις τους, οι οποίες συγκλίνουν προς το τέλος των αφηγημάτων, παραπέμπουν αίφνης στις στοχαστικές εκδιπλώσεις του τύπου «Το Μη – Όν και το Όν προκύπτουν από ένα κοινό βάθος και διαφοροποιούνται μόνο χάρη στις ονομασίες τους. Αυτό το κοινό βάθος καλείται Σκότος˙ – Σκοτείνιασε περισσότερο τούτο το σκοτάδι: να η πύλη που οδηγεί σ’ όλα τα θαύματα». (Βλ. Λάο Τσε, Τάο Τε Κινγκ, εισαγωγή-μετάφραση: Μαίρη Μεταξά-Παξινού, Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδόσεις «Μελάνι», 2007). Όσο για τις ισορροπίες που απαντούν στη συνύπαρξη ονείρου – εξ αντικειμένου ζωής, οι αφορισμοί του Κινέζου σοφού Τσουάνγκ Τζου, αλλά και του Χόρχε Λουίς Μπόρχες παρεμβάλλονται εκ συστήματος διακριτικά. (Βλ. ιδίως σελ. 18 και τη σημείωση στη σελίδα 114).
Γενικά πρόκειται για ένα ακόμη δείγμα της προωθημένης δεξιότητας του προικισμένου αυτού συγγραφέα.
*