Βιβλίο Ζ, 84 (σχ. 1)
Όταν ξημέρωσε, ο Νικίας ξεκίνησε οδηγώντας τον στρατό· οι δε Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους τούς καταδίωκαν με τον ίδιο τρόπο, κτυπώντας τους από παντού με βέλη και ακόντια. Οι Αθηναίοι βιάζονταν να φθάσουν στον Ασσίναρο ποταμό, αφενός γιατί πιέζονταν από τις επιθέσεις που έκαναν από παντού το πολυάριθμο ιππικό και οι άλλες μονάδες του εχθρού και νόμιζαν πως, αν διαβούν τον ποταμό, θα είναι κάπως καλύτερα τα πράγματα γι’ αυτούς, και αφετέρου γιατί υπέφεραν από την ταλαιπωρία και τη λαχτάρα να πιουν νερό. Με το που φθάνουν λοιπόν στον ποταμό, ρίχνονται μέσα στα νερά του χωρίς καμία τάξη πια, αλλά ο καθένας ήθελε πρώτος αυτός να τον διαβεί, ενώ οι εχθροί με τις επιθέσεις τους έκαναν πλέον τη διάβαση δύσκολη· επειδή, δε, ήταν αναγκασμένοι να προχωρούν πολλοί μαζί, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον και ποδοπατιόντουσαν, και άλλοι τρυπημένοι από τα κοντά δόρατα σκοτώνονταν αμέσως, και άλλοι μπερδεύονταν στην εξάρτυσή τους και παρασύρονταν από το ρεύμα. Στην απέναντι όχθη του ποταμού ήταν παραταγμένοι οι Συρακούσιοι και κτυπούσαν από πάνω (η όχθη ήταν απόκρημνη) τους Αθηναίους, που οι περισσότεροι έπιναν με ηδονή μέσα στη βαθιά κοίτη του ποταμού, σπρώχνοντας μες στη σύγχυση ο ένας τον άλλον. Και τότε οι Πελοποννήσιοι, αφού κατέβηκαν από την όχθη, άρχισαν να σφάζουν κυρίως εκείνους που ήταν μέσα στον ποταμό. Και το νερό αμέσως θόλωσε, κι όμως συνέχισαν να το πίνουν, αν και ήταν κατακόκκινο από αίμα και ανακατωμένο με λάσπη, και ήταν τέτοια η λαχτάρα τους να πιουν που οι περισσότεροι ερχόντουσαν στα χέρια.
Ζ 85, 1. Τέλος, όταν πλέον πολλοί νεκροί κείτονταν στοιβαγμένοι μέσα στο ποτάμι ο ένας πάνω στον άλλον και είχε καταστραφεί ο στρατός, ένα μέρος του στο ποτάμι κι ένα άλλο, αν είχε με κάποιο τρόπο ξεφύγει, από το ιππικό, ο Νικίας παραδίνεται στον Γύλιππο, δείχνοντας περισσότερη εμπιστοσύνη σ’ αυτόν παρά στους Συρακουσίους· και του ζητούσε, τον ίδιον μεν εκείνος και οι Λακεδαιμόνιοι να τον κάνουν ό,τι θέλουν, αλλά τους άλλους στρατιώτες να πάψουν να τους σκοτώνουν. […]2
Ζ 87,1-3. Τους αιχμαλώτους που οδήγησαν οι Συρακούσιοι στα λατομεία τον πρώτο καιρό τους μεταχειρίστηκαν με άσχημο τρόπο. Γιατί ευρισκόμενοι πολλοί μαζί σε βαθύ και στενό χώρο, στην αρχή υπέφεραν από τον ήλιο και τον πνιγηρό καύσωνα, καθώς ήταν εκτεθειμένοι χωρίς στέγαστρο πάνω απ’ το κεφάλι τους στο ύπαιθρο και, αντίθετα, οι νύχτες που ακολουθούσαν, φθινοπωρινές και ψυχρές, με την απότομη αυτή μεταβολή τούς αρρώσταιναν, όλα δε τα έκαναν στο ίδιο μέρος, λόγω της στενότητας εκείνου του χώρου. Επιπλέον, ήταν και τα πτώματα εκεί μαζί, σωριασμένα το ένα πάνω στ’ άλλο, εκείνων που πέθαιναν από τα τραύματα, την αλλαγή του καιρού και άλλες παρόμοιες αιτίες, και η δυσοσμία ήταν ανυπόφορη, και τους βασάνιζε συγχρόνως και η πείνα και η δίψα, γιατί επί οκτώ μήνες τους έδιναν μία κοτύλη3 νερό και δύο κοτύλες στάρι, και από όσα άλλα είναι φυσικό να κακοπάθουν άνθρωποι πεσμένοι σ’ ένα τέτοιο μέρος τίποτε δεν υπήρξε που να μην τους συνέβη. Και για περίπου εβδομήντα ημέρες έτσι έζησαν, στοιβαγμένοι όλοι μαζί· κατόπιν, εκτός από τους Αθηναίους και όσους ΄Ελληνες της Σικελίας και της Ιταλίας είχαν εκστρατεύσει μαζί τους, τους άλλους αιχμαλώτους τους πούλησαν δούλους.4 […]
1) Η περαιτέρω πορεία του αθηναϊκού στρατού− μετά την αναχώρησή του από το στρατόπεδο− υπό τη στρατηγία του Νικία και του Δημοσθένη σημαδεύτηκε από πολλές ταλαιπωρίες και συγκρούσεις με τον εχθρό. ΄Εξι ημέρες μετά, ο Δημοσθένης, που αποτελούσε την οπισθοφυλακή, αναγκάστηκε να παραδοθεί (με 6.000 άνδρες) και δύο ημέρες αργότερα η στρατιά του Νικία, ύστερα από απέλπιδα μάχη και δεινή ήττα στον Ασσίναρο ποταμό, σφαγιάζεται ( Σεπτέμβριος του 413 ).
Στα αποσπάσματα που παραθέτουμε, η δυνατή πένα του Θουκυδίδη ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας με συγκλονιστικό τρόπο την τελειωτική καταστροφή των αθηναϊκών δυνάμεων, που σφραγίζεται από την τρομερή σφαγή τους στον Ασσίναρο ποταμό, και τα δεινά των αιχμαλώτων.
2) Ο Γύλιππος, πράγματι, διέταξε να σταματήσουν τη σφαγή των Αθηναίων και να τους αιχμαλωτίζουν. ΄Όμως οι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν για λογαριασμό της πολιτείας ήταν λίγοι, γιατί πολλοί πιάστηκαν από ιδιώτες, που είτε τους κράτησαν για να τους χρησιμοποιήσουν ως δικούς τους δούλους είτε τους πούλησαν δούλους· «και ολόκληρη η Σικελία γέμισε από αυτούς», γράφει ο Θουκυδίδης. Τους αιχμαλώτους οι Συρακούσιοι τους έριξαν στα λατομεία και τον Νικία και τον Δημοσθένη παρά τη θέληση του Γυλίππου τους έσφαξαν.
3) 230 γραμμάρια.
4) Τους συλληφθέντες αιχμαλώτους ο Θουκυδίδης τους υπολογίζει σε 7.000. Από το πλήθος που πήγε στη Σικελία − 42.000 ώς 55.000 άνδρες − ελάχιστοι επέστρεψαν στην Αθήνα· κάποιοι Αθηναίοι δούλοι δραπέτευσαν, κάποιοι απελευθερώθηκαν από τους φιλάνθρωπους Σικελιώτες κυρίους τους. Ο Πλούταρχος γράφει ότι μερικοί αιχμάλωτοι σώθηκαν χάρη στον Ευριπίδη, τα έργα του οποίου πολύ τα αγαπούσαν οι ΄Ελληνες της Σικελίας. Και συνεχίζει λέγοντας ότι «πολλοί από εκείνους που επέστρεψαν στην πατρίδα χαιρετούσαν τον Ευριπίδη με ευγνωμοσύνη και διηγούνταν, άλλοι μεν πως, όταν έγιναν δούλοι, αφέθηκαν ελεύθεροι από τους κυρίους τους, γιατί τους έμαθαν όσους στίχους δικούς του θυμόντουσαν, και άλλοι πως τριγυρνώντας εδώ κι εκεί μετά τη μάχη, έβρισκαν τροφή και νερό, επειδή τραγουδούσαν τα λυρικά του κομμάτια».