ΤΟ ΡΟΔΟ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ
Η Μαύρη Μάνα
τη μαύρη θάλασσα έσκαβε
μόνη της ήταν κι έπλεε
στήθος ακέραιο από μάρμαρο
του Πάρνωνα
πώς και δε βυθιζόταν;
με το ένα χέρι τα ψάρια σήκωνε
σήκωνε τον αχό από τα λέπια τους
σήκωνε
τα γυάλινά τους μάτια•
με το άλλο χέρι ολόρθο κράταγε
το Αγαθό Ρόδο της Λησμονιάς.
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Είναι μια ανάμνηση από σύννεφα
στο στέρνο έρχεται
απ’ το στερνό αναπνέει
πως ήμουν λέει και πάλι εγώ σαν τότε
κι αυτά τα πρόσωπα που αλλάζαν πρόσωπα
τράγοι – χήνες – χοίροι – τσακάλια – γυπαετοί
έπειτα έτρωγαν τα πρόσωπα άλλα πρόσωπα
μα εγώ πάντα πεινούσα
καθώς ποτέ δεν μού ‘μενε πρόσωπο
να φάει απ’ τα αφάγωτα.
Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΙΤΣ ΚΑΛΕ
Γύριζε ο γέρος στη βροχή
καψαλισμένος που ήταν να δροσίζεται
και σούβλιζε λαγούς•
της Αλίκης τον Λευκό Λαγό ντυμένο με κοστούμι
έναν πασχαλινό από σοκολάτα
το τομάρι ενός γδαρμένου
από το χασάπικο ακόμη αχνιστό
στον βοριά τούς γύριζε σουβλισμένους
εκεί στην άκρια του γκρεμνού
να καταψύχονται.
Ο Θεός τον περίμενε να τελειώσει
γύριζε έπειτα τον ίδιο στη σούβλα του
απελπιστικά αργά•
κάτω απ’ την Ακροναυπλιά
παιδιά κι εγγόνια και δισέγγονα
περίμεναν ξελιγωμένα τον Σαχτούρη τους
να ξεροψηθεί._