Προϊόν ζεύξης αντιθέτων
Στη συλλογή διηγημάτων “ Δεκάτη Δεκεμβρίου” ο μεγεθυντικός φακός του συγγραφέα Τζορτζ Σόντερς εστιάζει πάνω στους ανθρώπινους χαρακτήρες καθώς και στους πανάρχαιους κοινωνικούς θεσμούς της εργασίας και της οικογένειας που φαίνεται να επαναπροσδιορίζονται κάτω από την πίεση ενός σκληρού και α-ήθικου καπιταλισμού. Μέσα από την παραμορφωτική δύναμη της λεπτομέρειας (ακριβώς επειδή τα πλάνα του είναι κοντινής εστίασης) ο συγγραφέας κάνει να αναδυθούν από τα κείμενα ανθρώπινες συμπεριφορές που σχετίζονται όχι με ένα δυστοπικό μέλλον αλλά μάλλον με ένα ρεαλιστικό παρόν.
Στο διήγημα “Τα ημερολόγια”(σελ. 113) μάλλον διαψεύδεται η ρήση του Ιωάννη Καλβίνου ότι “το βασανιστήριο των τύψεων είναι η κόλαση των ζωντανών”, αφού καμιά τύψη δεν τύπτει την συνείδηση του πατέρα, ο οποίος όταν κερδίζει στο ξυστό ένα σημαντικό ποσό χρημάτων το ξοδεύει στην εγκατάσταση ενός κήπου με λίμνη που τον διακοσμούν ζωντανές μετανάστριες κρεμασμένες από μικροκαλώδια. Αντιθέτως, όταν ένα πρωί διαπιστώνει ότι η décoration λείπει, απαρηγόρητος, σοκαριστικά ανήσυχος και γεμάτος πατρικά αισθήματα-όπως ακριβώς με τις κόρες του-, αναρωτιέται πού θα βρουν δουλειά και γιατί να κάνουν κάτι τόσο απονενοημένο!
Στο διήγημα “Παρότρυνση”(σελ. 87) ο Περιφερειακός Προσωπάρχης απευθυνόμενος στο προσωπικό μιας επιχείρησης, εξηγεί τους λόγους που οι εργαζόμενοι οφείλουν να εργάζονται απερίσπαστοι στο έργο που τους έχει ανατεθεί. Η φύση της εργασίας δεν φαίνεται ξεκάθαρα, μόνο η αναγκαιότητα της επίτευξης του στόχου. Η αποξένωση των εργαζομένων από την εργασία και το προϊόν της και η περιρρέουσα μοναξιά (διάχυτη στο διήγημα) τούς φέρνει στα όρια των δυνατοτήτων τους. Αν δεν καθαρίζεις τα “ράφια” μας λέει ο Προσωπάρχης γίνεσαι ο ίδιος “ράφι” και τότε κάποιος άλλος θα σε καθαρίζει. Από άνθρωπος γίνεσαι αντικείμενο, πρέπει να αντέξεις το σύστημα για να μην καταβυθιστείς στον πάτο του. Τι πιθανότητες έχει ο ευαίσθητος άνθρωπος να τα καταφέρει και πώς επηρεάζεται ο χαρακτήρας του αν πρέπει να γίνει τελικά υπεράνθρωπος για να φέρει σε πέρας τον στόχο του;
Ωστόσο, οι ήρωες του Σόντερς, όσο μπλεγμένοι κι αν είναι στα γρανάζια του συστήματος, βρίσκουν συνήθως έναν τρόπο να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, να αναστοχαστούν τη ζωή τους και τη ζωή των άλλων και τελικά να πράξουν το καλό εντελώς απροσδόκητα.
Πραγματικά, στο διήγημα “ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑΜΒΟΣ”(σελ. 9) ένας έφηβος, καταργώντας τους απαράβατους κανόνες συμπεριφοράς που του έχουν θέσει οι γονείς του και χωρίς δεύτερη σκέψη τρέχει προς βοήθεια της συνομήλικης γειτόνισσάς του σώζοντάς την από την επικείμενη κακοποίηση και αποτρέποντας το απευκταίο. Στο διήγημα “ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΑΧΝΟΚΕΦΑΛΟ” (σελ. 51) ο κατάδικος που εκτίει την ποινή του ως πειραματόζωο σε δοκιμές νέων ψυχότροπων φαρμάκων προτιμά να αυτοκτονήσει από το να σκοτώσει ένα ανθρώπινο ον ακόμα κι αν δεν τον συνδέει τίποτα με αυτό. Και στο τελευταίο διήγημα, που φέρει και τον τίτλο του βιβλίου, ένας γέρος σώζει ένα ανήλικο αγόρι από βέβαιο θάνατο στο χιόνι ανανοηματοδοτώντας ταυτόχρονα και τη δική του ύπαρξη.
Ποια είναι και από πού πηγάζει αυτή η εσωτερική δύναμη που παρά τις αντίξοες συνθήκες σηκώνει τον άνθρωπο μέσα από την ίδια του την κόλαση μόνο και μόνο για να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του; Η απορία ενός από τους ήρωες του Σόντερς:
“Γιατί άραγε έτσι καμωμένοι είμαστε ώστε να βρίσκουμε τόσα πολλά που καθημερινά συμβαίνουν όμορφα;”(σελ. 238)
ίσως να είναι ταυτόχρονα και απάντηση, γιατί η ίδια η ομορφιά της ζωής μάς δίνει την ωριμότητα να παλέψουμε για αυτήν, ώστε να την δικαιώσουμε .
Ο συγγραφέας χωρίς να μεροληπτεί καταγράφει αυτό που βλέπει γύρω του: από τη μια τον ζόφο της Αμερικής του σήμερα, αλλά και ολόκληρου του κόσμου, κι από την άλλη τον μοναχικό άνθρωπο κι όλες τις αντίρροπες δυνάμεις που διεξάγουν μέσα του μια ανηλεή μάχη. Γι’ αυτό υπό αυτές τις συνθήκες, με ένα παιχνίδισμα φωτοσκιάσεων, τα κείμενα του Σόντερς δεν είναι άνισα, αλλά αρμονικά, δεν είναι προϊόντα ταύτισης ομοίων, αλλά προϊόντα ζεύξης αντιθέτων, εξ ου και η αρμονία τους.
Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποιεί το χιούμορ-καμιά φορά μαύρο-, δίνοντας έναν ελαφρύ τόνο στην αφήγηση, ισοσκελίζοντας έτσι τη βαρύτητα του θέματος, και επίσης ένα άρτιο γλωσσικό ιδίωμα. Οι εσωτερικοί μονόλογοι είναι αμίμητοι, οι μύχιες σκέψεις των ηρώων αποκαλυπτικές, η γλώσσα πάντα προσαρμοσμένη στην ηλικία και την κοινωνική θέση των πρωταγωνιστών. Η αργκό, η λεξιπλασία, ακόμα και τα μαθηματικά σύμβολα, κυριαρχούν προσδίδοντας στα κείμενα μαθηματική λιτότητα και μια απλή λογική πάνω στην οποία χτίζεται κάθε φορά η αμεσότητα όσων πρέπει να ειπωθούν.
Σίγουρα ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης έχει δώσει τον καλύτερο εαυτό του για να την επίτευξη του στόχου της μετάφρασης.