ΠΑΣΧΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Πάντοτε τέτοια εποχή
φοράω αθλητικά παπούτσια
για να μπορώ εύκολα να τρέχω
πίσω απ’ τις μπάντες στα καντούνια.
Την «Μάντζαρος» και την «Παλιά»
την «Καποδίστριας»
τα κράνη τους με τα λοφία
τα γυαλισμένα τους τρομπόνια
τον έρωτά τους με τις νότες
ακολουθώ και κυνηγάω.
Ούτε ένα μέτρο να μη χάσω
από το Largo του Adagio
και του Albinoni της καρδιάς μου.
Το Calde Lacrime πιο πέρα
δοξολογάει τη χαρμολύπη
για ό, τι αγαπώ και λείπει.
Από μίαν όπερα χαμένη
-μικρή σωσμένη παρτιτούρα-
απόσπασμα που επιμένει:
ο Αμλέτος.
Ή αγαπημένη του φιγούρα
με τα βελούδινα πασούμια
περιδιαβαίνει μες στην πόλη
αθόρυβη κι ευλογημένη.
«Να ζεις αξίζει ή να μη ζεις;»
ρωτάει επίμονα και φέτος.
Μα εγώ είμ’ εδώ κι είμαι ακόμα
μ’ αυτή την πόλη ερωτευμένη
και κάθε Πάσχα –όπως και τώρα-
της παραδίνομαι με πάθος
ευλαβικά ταπεινωμένη.
Κι εκεί που λέω «ας πεθάνω»
της πόλης μου η μουσική
κάνει το θαύμα αιώνες τώρα
και -κάθε Πάσχα- μ’ ανασταίνει.