«Κρατήσου καλά
κρατήσου πολύ
είναι ό, τι σε συμφέρει περισσότερο»
(Από το βιβλίο, σελ. 11)
Τα ποιήματα του τόμου ανήκουν στις τέσσερις πρώτες ποιητικές συλλογές της Νατάσας Χατζιδάκι, ήτοι Στις εξόδους των πόλεων («Περγαμηνή», 1971), Ακρυλικά («Πολυπλάνο»,1986), Δυσαρέσκεια («Πλέθρον», 1984) και Άλλοι («Κέδρος», 1990). Χωρίς να παρουσιάζει εμφανείς θεματολογικές και υφολογικές διαφορές, ή να αλληλοαναιρεί εαυτήν, η γραφή αυτή υποστηρίζει με σθένος την εξατομικευμένη ηθική στάση, τα κατά καιρούς βασανιστικά ή μη ιδεολογήματα και την ειδικότερη αισθητική προαίρεση της ποιήτριας, η οποία δικαιωματικά συγκαταλέγεται στις αντιπροσωπευτικές δημιουργούς της πολύτροπης γενιάς του ‘70. Η «απονευρούμενη άνοιξη», το «κρέπι στις πενθούσες εισόδους των πόλεων», οι «μαστιγοφόροι επενδύτες των συναισθημάτων», «η ομελέτα της ελληνικής μου εχθρότητας», το «άσπρο και λιωμένο πειραματικό μεσοφόρι», οι «αερόστατες έχθρες», το «λουτρό αίματος», ο «ήχος ο τεταρταίος», το «φίδι που ξεδιψάει σε πηγή κάθετη», τα «αρτιγέννητα θαλασσίων λεόντων», οι «τρώκτες σκίουροι(που)με ανακαλύπτουν κατάλυμα», κάποιες ζοφερές μηλιές, οι οποίες κατάγονται μάλλον από την εφιαλτική φυτολογία του Ιερώνυμου Μπος, έτοιμες να φυτρώσουν στο στομάχι της ποιήτριας, προκειμένου να την πνίξουν, όπως εξομολογείται με ενάργεια στη «Μαγική εικόνα»(ιδέτε Δυσαρέσκεια, σελ. 103), πολλά «μαύρα χρυσάνθεμα» και ένα « μαύρο περίστροφο σε ανθοστήλη» συναποτελούν κυρίαρχους δείκτες της εξόφθαλμα αρνητικής φαντασμαγορίας, η οποία προτείνεται σε ολόκληρη την έκταση της Αδήλου αναπνοής. Η υπερρεαλιστική καταγωγή δεν θέλει να αποκρύψει ούτε την ταυτότητά της, ούτε την εμβέλειά της. Ακούγεται ταυτοχρόνως το ταραγμένο τραγούδι μιας λυρικής ποιήτριας, η οποία δεν έχει αποφασίσει ακόμη, αν θα διαρρήξει τελείως και ανεκκλήτως τους δεσμούς της με την δεδομένη γλωσσική τάξη, όπου η λέξη είναι εικότως και προσηκόντως ο κατ΄ εξοχήν φορέας συγκεκριμένης, βεβαίως προσβάσιμης εκ μέρους των τρίτων σκέψης ή αν θα διατηρήσει ορισμένους συμβατικούς επικοινωνιακούς δεσμούς, στη βάση μιας σημασιοσυντακτικής συναντίληψης, με τους όποιους αποδέκτες της. Αυτή η παρατεταμένη σύγχυση, αυτή η ταλάντωση του ποιητικού υποκειμένου-εκκρεμούς προσδίδει στις πρώιμες, αλλά και στις μεταγενέστερες εκδοχές της Νατάσας Χατζιδάκι μια ιδιαίτερη αίσθηση εννοιολογικού πανικού.
Στο βαθμό που «Και ματωμένο νέκταρ παίρνουν οι μέλισσες από τα λουλούδια.», αντιλαμβάνεται κανείς ότι εδώ τίθεται με παρρησία το πρόβλημα της συνύπαρξης μας με το δαιμονικό στοιχείο, το οποίο είθισται να συνέχει την κατά τα άλλα απατηλή, δήθεν αθώα καθημερινότητά μας. Άλλωστε παρίσταται χωρίς προσωπεία και μάσκες στην εκκόλαψη όλων σχεδόν των ποιημάτων του τόμου. Δεν τίθεται θέμα εξορκισμού του Κακού με ό, τι διαθέτει εξ ορισμού η ποιήτρια, δηλαδή τις λυσιτελείς ή μη λέξεις της. Αυτή θα ήταν προφανώς μια εύκολη επιλογή της στιγμής. Εδώ αντιθέτως δοκιμάζεται μια άλλη τακτική. Εννοώ την αναδίπλωση του εγώ μπροστά στην κατακλυσμική παρουσία του Κακού, προκειμένου να αναζητήσει έναν τρόπο έντιμης ει δυνατόν συνδιαλλαγής. Εξ ου και τα καθηλωτικά θραύσματα εσωτερικών τοπίων, η υπογράμμιση μιας ηρωικής θνητότητας, τα οξύτατα συμπεράσματα των κατά κανόνα ασθματικών στροφών, οι προσεταιρισμοί ποικίλων παραδοξοτήτων και η εξόφθαλμη τάση της οριακής συναίρεσης των θετικών χαρακτηριστικών του μακρόκοσμου με την αρνητική υφή του μικρόκοσμου. Το άγος από την αναγκαστική συγκατοίκηση μας στην κοινωνική μεγα-κυψέλη εισπράττεται ανόθευτο. Η ποίηση είναι μαγνητοφωνάκι που, μεταξύ άλλων, γράφει χάος και βόμβους – οιμωγές απονενοημένων. Η ύπαρξη είναι ανελέητη, τα πράγματα εγείρονται. Κάποιοι στίχοι περιέχουν τόσο πολύ ύπαρξη που λυγίζουν. Η σκηνή του ποιήματος παραπέμπει ενίοτε στους περιώνυμους εφιάλτες της Ναυτίας του Ζαν-Πολ Σαρτρ. Σπανίζουν κατά συνέπεια τα σοφίσματα, η δε ρηματική παράταξη δεν επιτρέπει ελλειμματικές προσρήσεις ή περιττές καλλιέπειες. Ο λόγος θέλει να παρατεθεί ωμός. Ανθίσταται και δεν υποχωρεί όταν οι αισθητικές προαιρέσεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας θέλουν να τον καταδικάσουν, να τον εξορίσουν στην επικράτεια των αποβλήτων της τέχνης εν γένει, επειδή ακριβώς ακούγεται πεισματικά «παράφωνα». Μετά από εκδοτική αποχή δέκα πέντε ετών, η επανεμφάνιση της Νατάσας Χατζιδάκι το 2005, έτος έκδοσης μιας υπερπολυτελούς, προφανώς συλλεκτικής αυτοανθολόγησης από τις τρεις τελευταίες συλλογές της με τίτλο Βαθυέρυθρο, από το «Χειροκίνητο», με τρία χαρακτικά του Γιάννη Στεφανάκι, σημαίνει πρωτίστως επαλήθευση μιας καλώς συγκερασμένης αισθητικής πρότασης. Η σαφώς προσδιορισμένη ταυτότητα και η σκοπιμότητα των συναφών ειδολογικών εναντιώσεων επανακάμπτουν ως αντίλαλοι μιας βιώσιμης εμμονής.
Όσο κι αν ξενίζουν αρχικά οι στίχοι αυτοί και οι συνάλληλοί τους τον ανυποψίαστο αναγνώστη, όσο κι αν ηχούν σκληροί, αυθάδεις ή εξαιρετικά θυμοειδείς μέσα στην δήθεν ανεξέλεγκτη έκρηξή τους, έχουν παρ΄ όλα αυτά την δυνατότητα να τον γειώσουν εν τέλει στον κόσμο τους. Έναν κόσμο συμπαγή, οδυνηρό και βεβαίως άπελπι, ο οποίος με τη σειρά του θα αποκαλύψει στον περιηγητή του ότι σε ένα βαθμό, καθόλου ευκαταφρόνητο, είναι, δυστυχέστατα, και δικός του κόσμος. Εξ ου και η τυραννική, ενίοτε εξουθενωτική εμπειρία προσέγγισης σε βάθος του απώτερου μηνύματος. Το αδιέξοδο είναι, να το πω διαφορετικά, πεπρωμένο. Θυμίζει μάλιστα την αφοριστική συνεπαγωγή ενός αντι-ήρωα του Τζόζεφ Κόνραντ: «Όλα αυτά ενδυναμώνουν μέσα μου το σκοτεινό εκείνο αίσθημα που μ’ έκανε να βλέπω τη ζωή σαν μια έρημο χαμένων ημερών». (Ιδέτε Η γραμμή Σκιάς, σε μετάφραση Ξενοφώντα Κομνηνού, εκδόσεις «Ίνδικτος», 2000)
Αν η «διάσταση» του ποιητή με τον κόσμο καταλήγει να μην είναι παρά μια αρνητική ένταξη σ΄ αυτόν, όπως επισημαίνει ευφυώς ο Βύρων Λεοντάρης (Ιδέτε Κείμενα για την ποίηση, εκδόσεις Νεφέλη, 2001), τότε η κειμενική πρόταση της Νατάσας Χατζιδάκι εμπίπτει ακριβώς σ’ αυτόν τον κανόνα. Τι άλλο άραγε υπαινίσσονται οι δηλώσεις στο «Αναπαραστατικό», παρά εκβιασμένη «συναίνεση» σε έναν αυξημένον απο-ανθρωπισμό; Παραθέτω: « Η ευκαιρία για το αναποδογύρισμα των τιμών / πρόβλημα σκοτεινού κιβωτίου – λες κι επιμένεις / κι έχω τις γόβες μου στο συρτάρι του διαδρόμου / γιατί έρχομαι πάντα στο κρεβάτι σου νύχτα / στις κορυφές των νυχιών μου / -του άρπαξα το περίστροφο και βύθισα την κάννη στο στόμα κι ήμουν / βέβαια / τώρα νεκρή κι ήμουν βέβαια τώρα βαθυέρυθρο φύλλο στο πεζοδρόμιο». (Ιδέτε Ακρυλικά, σελ. 73). Το περίστροφο, εμβληματικό σήμα και σώμα αυτής της γραφής, συνήθως εκπυρσοκροτεί. Ο ήχος της πιστολιάς εμπεριέχεται μάλιστα αυτούσιος στους εν λόγω στίχους. Όσον αφορά τη δυνατότητα μιας συμβατικής έστω κάθαρσης, ας την διαγράψουμε. Άλλωστε δεν ήταν καν υπεσχημένη. Κι αυτό συνιστά ασφαλώς τεκμήριο λεκτικής συνέπειας. Διαβάζοντας ομοιοπαθητικά τις συνθέσεις αυτές, οδηγούμεθα αβίαστα στο βάθος της σήραγγας, από όπου διαφαίνεται μέρος του απόλυτου κενού, του περιώνυμου «mu» του διαλογισμού Ζεν, ό, τι δηλαδή θα ισχυριζόμουν ότι συνιστά τη σκοτεινή ουσία του ποιητικού αντικειμένου στην προκειμένη περίπτωση.