Η συγγραφέας Φιλολογίας Ευαγγελία Γ. Κεραμάρη γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποφοίτησε με άριστα το 2013, συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην Αγγλία και έλαβε τον τίτλο Master in Classics από το διακεκριμένο Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου, με θέμα «Tragic Parody and Comic Innovation: Euripides “Αίολος and Aristophanes’ Αιολοσίκων”». Το 2019 έγινε Διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας του Ε . Κ . Π . Α. με θέμα : Η ενδυμασία στην αρχαία κωμωδία, «Εξέλιξη, κωμική χρήση και σκηνική λειτουργία, Μια χαρακτηρολογική προσέγγιση».
Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα γοητευτικό ειδικά στη χώρα που γεννήθηκε το θέατρο και όπου κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Αθηνών –Επιδαύρου ανανεώνει το ραντεβού του με τον αρχαίο Λόγο και Μύθο.
Η Ευαγγελία Κεραμάρη, με τη γερή αρματωσιά ενός «Άριστα» στο πτυχίο της, ενός μεταπτυχιακού τίτλου σε επιφανές αγγλικό πανεπιστήμιο και ενός διδακτορικού πάλι στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, έρχεται να μας προσφέρει τη γνώση της πάνω στην όψιν της κωμωδίας, η οποία ανήκει πλέον στα ερευνητικά της ενδιαφέροντα, χωρίς να αφήνει απέξω και τη συγγενική της τραγωδία.
Και επειδή η ενδυμασία είναι ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της παράστασης και η σκηνή και η ορχήστρα στήνονταν σε ειδυλλιακές πλαγές, λουσμένες από το φως του ήλιου, έπρεπε και τα κοστούμια να είναι εξίσου γοητευτικά και να προσδίδουν χρώμα και κίνηση στον χώρο. Ωστόσο, η ενδυμασία δεν είναι απλώς μόνον όψις, αλλά και σημαίνον που αντανακλούσε πολιτιστικές αντιλήψεις σχετικές με το σώμα, την κοινωνική θέση και την ίδια τη μίμηση και υποκριτική, πράγμα εμφανές σε κάθε παράσταση.
Αυτής λοιπόν της «ενδυμασίας»» τη μελέτη έχει αναλάβει η Κεραμάρη. Συγκεκριμένα, μελετά την ολόσωμη φόρμα, τα παραγεμίσματα, τα υποδήματα, τα κοσμήματα, τα προσωπεία, όλα δηλαδή τα εξαρτήματα που συμβάλλουν στην δήλωση ενός ρόλου. Γενικώς η συγκεκριμένη μελέτη έρχεται να καλύψει ένα κενό στο ιδιάζον αυτό πεδίο.
Όπως μας λέει η συγγραφέας, οι σύγχρονες μελέτες περιορίζονται στον Αριστοφάνη και στον Μένανδρο, οι αρχαιολογικές δεν περιλαμβάνουν εκτενή ανάλυση και ερμηνεία, ενώ υπάρχουν και οι σκόρπιες πληροφορίες, από τις αγγειογραφίες ή τα ειδώλια της κωμωδίας, που είναι σημαντικές και πρέπει να μελετηθούν και να συνεκτιμηθούν με τα προαναφερθέντα στοιχεία.
Η Κεραμάρη θα αναφερθεί στην «ενδυμασία» κυρίως, από την άποψη της θεατρικής τεχνικής και της σκηνικής παρουσίασης, συγχρονικά και διαχρονικά, θα επεξεργαστεί τις διάσπαρτες αναφορές, θα παρακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη, αλλά και τη λειτουργία και τον ρόλο της ενδυμασίας στη σκηνική δράση. Η έρευνα της θα εξαπλωθεί σε έργα από τον 5ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ.
Η ενδυμασία, λοιπόν, που, όπως λέει η Κεραμάρη, είναι «ένα από τα βασικότερα εργαλεία του ποιητή, ένα “σιωπηλό” στοιχείο – αλλά και λαλίστατο συνάμα – για τη νοηματοδότηση της κωμωδίας», μπορεί να φωτίσει σημεία του έργου που θα προκαλέσουν ευθυμία στο κοινό και θα προβάλουν τον σκωπτικό του χαρακτήρα. Γιατί αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε το κωμικό κοστούμι, τα παραγεμίσματα, το άσχημο και παραμορφωμένο προσωπείο, ο μακρύς, δερμάτινος φαλλός, τα μπροστινά και οπίσθια παραγεμίσματα. Με άλλα λόγια, η σκηνική υπερβολή πρόβαλλε τις ιδέες του έργου, είχε κοινωνική ή πολιτική σκοπιμότητα με φορείς τα πρόσωπα που προκαλούσαν το κοινόν αίσθημα: γυναίκες, δούλοι, καυχησιάρηδες στρατιώτες, πολιτικοί. Υπάρχουν όμως και τα αληθινά πρόσωπα, όπως ο Αθηναίος στρατηγός Λάμαχος στους Αχαρνής, ο συνεχώς μεταμφιεζόμενος Διόνυσος, η κομψή αρωματισμένη Λυσιστράτη στην ομώνυμη κωμωδία και οι συμπολίτισσές της, ο Κλέων ως παράσιτος, ο Σωκράτης ως αλαζών σοφιστής και ο Διόνυσος ως προσωπείο του Περικλή. Η σκηνική υπερβολή φέρνει στην ορχήστρα τον Σωκράτη με πτωχικό τρίβωνα (φθαρμένο ένδυμα), τον αγροίκο με τη διφθέρα και τον στρατιώτη με τη χλαμύδα. Το ένδυμα σημαίνει τον ρόλο.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. και έπειτα, όταν μειώνεται η πολιτική σάτιρα και ακμάζει η μυθολογική κωμωδία, αλλάζουν οι χαρακτήρες των έργων, αλλάζει και η ενδυμασία, κατά συνέπεια μειώνεται και η υπερβολή. Τότε οι ενδυμασίες τυποποιούνται ανάλογα με την θεατρική περίσταση. Ο αγροίκος παρουσιάζεται σταθερά με τη διφθέρα, ο βάρβαρος με το χαρακτηριστικό καπέλο, οι εταίρες με την περίτεχνη κόμμωση, ο παράσιτος με την τεράστια κοιλιά.
Από την άλλη, ο Πλάτων και οι μαθητές του, από αριστοκρατικές και πλούσιες οικογένειες, φέρουν πολυτελείς χλαμύδες, ενώ ο Σωκράτης, όπως είπαμε, χειμώνα καλοκαίρι φέρει τον ίδιο τρίβωνα.
Συν τω χρόνω όμως παρατηρείται μια τάση απλοποίησης, την οποία πληροφορούμαστε, κυρίως, από τα έργα του Μενάνδρου. Συνέπεια αυτού ήταν η εξαφάνιση ορισμένων ρόλων. Θεοί, με εξαίρεση τον Πάνα, και διανοούμενοι σταδιακά απουσιάζουν από τη σκηνική δράση. Επίσης μειώνεται η παρουσία των βαρβάρων και των παρασίτων, ενώ επιχειρείται και μία ανατροπή στα ενδύματα τέτοια που να μην συνάδει το ένδυμα με τον ρόλο και να προκύπτει επί σκηνής το μη αναμενόμενο∙ στοιχείο εξέλιξης της κωμωδίας.
Κατόπιν τούτου, αλλάζει και η σήμανση του δούλου ή βάρβαρου τον οποίο παύει πλέον ο δημιουργός να βλέπει με την εθνική προκατάληψη της Παλαιάς Κωμωδίας. Παραμένει, ωστόσο, σε ισχύ η μεταμφίεση και η παρενδυσία, στοιχείο «μεταθεατρικότητας» και τρόπου λειτουργίας του θεάτρου, όπως μας πληροφορεί η Κεραμάρη. Και επειδή η κωμωδία «έχει τη δυνατότητα να ενσωματώσει και στοιχεία από άλλα ποιητικά είδη» κυρίως αντλεί στοιχεία από τη δημοφιλή τραγωδία, κυρίως και γι’ αυτόν τον λόγο, «οι ποιητές χρησιμοποίησαν την κωμική ενδυμασία, προκειμένου να συνδιαλεχθούν με την τραγική».
Στοιχείο που διατηρείται διαχρονικά είναι το προσωπείο, για να μην υπάρχει σύγχυση, καθώς επίσης διατηρείται και η συσσώρευση των ενδυμάτων, η οποία αντικατοπτρίζεται ακόμα και στη διπλή ονομασία των χαρακτήρων, όπως ο Διονυσαλέξανδρος, ο Ηρακλειοξανθίας ή ο Ιφιγέρων, πράγμα που δείχνει ότι δεν πρόκειται μονάχα για υιοθέτηση νέου ρόλου και ενδύματος, αλλά μετατροπής ενός ήρωα σε υποκριτή ή σκηνοθέτη ενός δράματος μέσα στο ίδιο το δράμα, υποστηριζόμενο μάλιστα και από μία «γλωσσική» μεταμφίεσηˑ όπως π.χ. συμβαίνει όταν «ο γιατρός στην Ασπίδα του Μενάνδρου υιοθετεί προσωρινά τη δωρική διάλεκτο, ενώ βάρβαροι χαρακτήρες εκφέρουν ακατανόητα λόγια». Η συγγραφέας θα φέρει πολλά παραδείγματα γλωσσικής συσσώρευσης που αντικατοπτρίζεται στην εξωτερική εμφάνιση, και ένα από αυτά είναι απαρίθμηση π.χ. του στρατιωτικού εξοπλισμού. Αλλαγή συμπεριφοράς έχουμε ανάλογα με τον αποδέκτη, στη Μέση Κωμωδία, με τον Δία και τον Διόνυσο να αποτελούν τους κατεξοχήν θεούς της «αλλαγομορφίας».
Η ελληνική κωμωδία πέρασε βεβαίως και στη Ρωμαϊκή Κωμωδία του Πλαύτου και του Τερέντιου, το θέμα όμως είναι πολύ ευρύ και χρήζει ειδικής μελέτης.
Η Ευαγγελία Κεραμάρη εξεπόνησε μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη, πρωτότυπη και σημαντική, την οποία μας προσφέρει στην πολύ ωραία έκδοση Γρηγόρη, με το σημαίνον εξώφυλλο, το οποίο βασίζεται σε ψηφιδωτό του Διοσκουρίδη του Σάμιου, Θεοφορουμένη, που βρίσκεται στην Πομπηία Villa του Κικέρωνα, 150-50 π.Χ. (Από το βιβλίο: Charitonidis (1970) πίν 6.2 και MINC3 ΙΙ σελ. 186, αρ. 3DM 2). Η μελέτη αξίζει θερμών συγχαρητηρίων.