Ήρθε και το έβδομο: βρήκε αίθριο τον καιρό και κατέφθασε το έβδομο βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη. Δεν περιλαμβάνω τις πολυάριθμες μεμονωμένες δημοσιεύσεις, συμμετοχές κλπ που κάνουν πιο ισχυρή την παρουσία της στο χώρο της λογοτεχνίας. Τα αυτόνομα βιβλία της καταγράφω: επτά. Οι ευχές και τα «καλοτάξιδο», αναμενόμενα αλλά και έτοιμα προς υλοποίηση, όπως πάντα. Συμπαθές και οικείο κατά την εμφάνισή του το βιβλίο, αποτυπώνει την αντίστοιχη εικόνα του περιεχομένου του.
Αίθριος και σήμερα: Ως ευφημισμός μου προβάλλει, αλλά και σαν Ιανός: ας αρκεστούμε λοιπόν στις δύο όψεις του.
Το βιβλίο ξεδιπλώνει την ύλη του σε εκατόν είκοσι (120) σελίδες και περιλαμβάνει τόσο μικρά πεζά όσο και ποιήματα που εναλλάσσονται ως προς τη σειρά τους. Εύσχημος τρόπος να κινείς και συγχρόνως να διατηρείς το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Αναγνώσεις πενήντα τεσσάρων (54) κειμένων, έργων, ιστορίας ή και όλα αυτά μαζί που συνυπάρχουν και διασταυρώνονται. Οι αισθήσεις από τις αναγνώσεις αφήνουν τη γεύση τους, ως προς την τεχνική, τη γοητεία, την κατάταξη κι όλα όσα μας μεταδίδουν και μπορεί να χρησιμεύσουν ως κατεύθυνση και επισήμανση. Για τη βιβλιομανία της απολογείται, για την εκτροπή από την αλλοτινή νηφάλια ανάγνωση, ενώ εγώ διακρίνω και μεταφέρω ως γνώση: «Το βιβλίο είναι προέκταση της μνήμης και της φαντασίας, κατά τον Μπόρχες, αλλά και πάλι υπάρχουν όρια: ενίσταμαι , φωνάζει, πότε ο χώρος, πότε ο χρόνος.», (σελ 37) .
To να πω ότι η Αρχοντούλα Διαβάτη εκπλήσσει ευχάριστα καθώς είναι ανεξάντλητη θεματικά , δε θα είναι ψέμα ή υπερβολή. Προκύπτει αβίαστα και αποκαλύπτει την εξής μέθοδο: σηματοδοτεί τα γεγονότα της ζωής, τα αξιολογεί και τα αναδεικνύει, προβάλλοντάς τα στο αναγνωστικό της κοινό . Αυτά ξαναζούν μαζί μας και βρίσκουν τα όμοιά τους στις δικές μας εμπειρίες, σ’ αυτές που φυλάγαμε κρυφές και ανείπωτες. Η Αρχοντούλα Διαβάτη δεν έχει πετάξει τίποτα. Πλημυρισμένα από συναισθήματα τα γεγονότα, βγαίνουν πάλι στην επιφάνεια περίτεχνα καταγραμμένα. Χρόνοι παρελθόντες εμφανίζονται ως μνήμες και καταβολές που βιώθηκαν και επανέρχονται. Έτσι δίνει τη ψυχοσύνθεση, τις συνήθειες, τις μεταβάσεις της δικής της ζωής αλλά και των άλλων, μέσα σε μια κοινωνικότητα όχι απλά παρεϊστικη, αλλά με ενδιαφέρον και αλληλεγγύη.
Οι γύρω της και αυτή η ίδια δεν αποκόπτονται από το περιβάλλον τους – φυσικό ή αστικό – την κατοικία – το μπαλκόνι ή το καθιστικό- τις ώρες – ημέρα ή νύχτα – τον καιρό – χιόνια ή καύσωνα, την πόλη – γειτονιά ή κέντρο-. Όλα αυτά δεν είναι απλώς το πλαίσιο, είναι συμπλέοντα στοιχεία, αδιαχώριστα και πρωτεύοντα. Με τη βαρύτητα ή και την ελαφρότητα που ανάλογα αποκτούν κατά τις διηγήσεις, με την κριτική ματιά ή και τον αυτοσαρκασμό: «-Ωραία γυαλιά, είναι βίντατζ! –Εμείς ολόκληροι είμαστε βίντατζ».
Ακούραστη η Αρχοντούλα Διαβάτη στα σινεμά, στην εξοχή, στα φεστιβάλ, σε εκδρομές και μουσεία. Δεν πρόκειται για απλούς περίπατους ή καθήκοντα αλλά αφορμές για να γεννηθούν εντυπώσεις κι αυτές με τη σειρά τους να δημιουργήσουν κείμενα που ταξιδεύουν τους αναγνώστες.
Όμως τα άγχη υπάρχουν κι εδώ, με πρώτο εκείνο των εισαγωγικών τότε, πανελληνίων σήμερα, εξετάσεων που όπως και να λέγονται εξετάσεις διαγωνιστικές είναι, χαράσσονται στο υποσυνείδητο και χαράσσουν τις ζωές μας. Οι φίλοι και σύντροφοι που τροποποίησαν την πορεία της ζωής τους, αποδεκτοί ως στήριγμα ή και μόνο ως ανθρώπινες συμπληρώσεις. Οι φίλοι που υπάρχουν σε μια κάποια ακτίνα, αυτοί που είναι αλλού, αυτοί που δεν γυρνούν.
Αναρωτιέμαι, πώς καταφέρνει μέσα από ένα διήγημα, μια περίπτωση, να θίξει απλά, χειροπιαστά το σύμπαν της γυναίκας, της εργαζόμενης- συζύγου- μητέρας που πάλλεται ανάμεσα στο καθήκον, την αμφιβολία, την υποχρέωση; Πώς ο πόνος στο γόνατο έφερε στο νου συνειρμικά «Το γόνατο της Κλαίρης» έργο εμβληματικό και στη δική μου νεότητα; Κυριολεκτικά ή μεταφορικά νουθετεί να σεβαστούμε το επερχόμενο γήρας, καταφεύγοντας σε προσφιλείς δράσεις. Κι εδώ ανάμεσα, διακρίνω ένα δοκίμιο, ως κριτική παρουσίαση προσφιλών έργων, του ποιητικού σύμπαντος ενός ομότεχνου. Οι αναφορές στους λογοτέχνες, δεν γίνονται για λόγους δοκιμιακούς, είναι εκτίμηση και παραδοχή.
Κάποιες παρατηρήσεις που μου προκαλούν ερωτήματα: Άραγε, σκέφτομαι, λειτουργεί ως πρότυπο η αναφορά στη Μαρία Αγαθοπούλου, σαν τη δική μου Μάρω Δούκα; Να είναι η σύμπτωση των προτιμήσεών μας, ή αποκλειστικά το περιεχόμενο που με εντυπωσίασε στο ποίημα «Καλημέρα θλίψη»;
Η «Μαθητεία» ως βίωμα, από τη μεριά της μαθήτριας- φοιτήτριας που υπήρξε η συγγραφέας αλλά και της καθηγήτριας, με διάκριση των γονέων- «αγωνιστών της ζωής», αλλά και με την δηλωμένη επιθυμία να μείνουμε μακριά από «επιπόλαιες επιλογές της πολιτικής εξουσίας»: συμπύκνωση της ζωής (της) και διάκριση της νεωτερικής / μετανεωτερικής κοινωνίας. Το ποίημα που ακολουθεί, τυχαία ή μη ακουμπά και δένει με τα προηγούμενα:
ΑΤΙΤΛΟ
Απροειδοποίητα,
χωρίς προπομπό κανένα
όνειρο μαύρο κανένα
ήρθαν οι μέρες οι κακές
Τραγωδοί
Με σηκωμένα τα χέρια ψηλά,
-δεν γινόταν αλλιώς
όσο κι αν προσπαθήσαμε.
Απ’ τα αλλεπάλληλα ποιήματα, στο κομπιούτερ, στα λάικ, στα SMS, μια καθημερινότητα δρόμος. Γιατί η Αρχοντούλα Διαβάτη είναι μέσα σε όλα: στη φύση που πρασινίζει, στην ηλεκτρονική εποχή, στην ανάγνωση, στην οικογένεια, στον εφιάλτη του ιού, στα κοινωνικά δίκτυα, στην ποίηση, στο «Ένα αποτύπωμα μονάχα»…
Η πελαγο-δρόμηση της μελαγχολίας, γιατί; γιατί αυτό για το τέλος; Φταίνε οι αγώνες, ο θάνατος φίλου/ φίλης, ή μήπως ο εγκλεισμός «Στο καθαρτήριο της καραντίνας», όπου «κλειδαμπαρωμένοι» αναζητάμε τα οικεία πρόσωπα που μας έλειψαν; Ευτυχώς είναι πάντα εκεί «το ανάχωμα»!
Η Μαρία Λιλιμπάκη – Σπυροπούλου είναι Δρ Αρχιτέκτων – αρχαιολόγος