μια σπάνια αθωότητα εκτός κάδρου
Η προσπάθεια ενός νέου ποιητή να μιλήσει σχεδόν κελαηδώντας για όσα βρίσκονται ως προσδοκία, ευτυχία ή ανάμνηση, πέρα από τα όρια ενός πίνακα.
Ενός πίνακα του Σπύρου Βασιλείου, το περιθώριο του μουσαμά που δεν σημαίνει τελειωμός/ αλλά μι’ αρχή.
Του πίνακα των ορατών πραγμάτων, ήτανε καρέκλα καφενείου με γυρισμένη πλάτη.
Ακόμη και του πίνακα των λέξεων, μέσα στις εύγλωττες σιωπές της ποιητικής γραφής, εγώ γνωρίζω, πως εκτός του κάδρου συντελούνται θαύματα…
Ο ποιητής γεννήθηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, θα μπορούσε να ήταν παιδί μου. Αν και αρκετά διαβασμένος αναζητεί ακόμη τη μορφή, κι αυτό είναι καλό. Δεν είναι φυλακισμένος σε τύπους, δεν μιμείται κανέναν˙ αυτό κι αν είναι καλό. Ο β.γ. δελλής αποπνέει τη σπάνια στις μέρες μας αθωότητα των πρωτόπλαστων στιχουργών. Τίποτα μπανάλ εδώ, μόνο μια αυθεντική φωνή σε εξέλιξη, χωρίς κεφαλαία, χωρίς αρίθμηση σελίδων, πόζα καμιά. Ο ποιητής έχει ένα πλούσιο απόθεμα πολύτιμων εικόνων, αισθήσεων και αισθημάτων, που θέλει πάση θυσία να διαφυλάξει. Έχει επίσης στιγμές ποιητικής έκλαμψης:
Στη χάση
Φτάνει μια μέρα κι όλα τα στοιχειά μελαγχολούν
Στη φέξη τα τζιτζίκια έχουν αποκοιμηθεί
(ποιος όμως βούτηξε τα χέρια του σ’ ένα τσουβάλι ρόζους
Ποιος προσπάθησε να βγάλει σμάρι κοκοβιούς από τον πάτο του καιρού)
Αυτό είναι ωστόσο σπουδαία ποίηση, ή όχι; και μάλιστα… με τ’ αποτύπωμα να μεταφράζεται:
βιολέτα.
Στον νέο ποιητή β.γ. δελλή πέφτεις από έκπληξη σε έκπληξη, έμπνευση διαρκής, εσωτερική ρίμα, ελεύθερος σουρεαλιστικής πηγής στίχος, με πλούσιο μέτρο και ρυθμό:
Στην άκρη κάθε πόθου ( ποιος το ξέρει)
Ίσως να υπάρχει μια Λάλα
Φτωχιά ή πλούσια σε γάλα ονειρεμένη και ακαταχώρητη
Φλεγόμενη ή βράχος προδομένος από λέξεις …
Και λίγο παρακάτω,
ωστόσο σκότωσα τον χρόνο μου κι αυτός εμένα.
Η ποιητική ωριμότητα προβάλλει κάποια στιγμή κάτω από τη σκιά του Ουράνη, ένα θαυμάσιο ποίημα πια, όχι στίχοι που αναζητούν μια μορφή ή πεζοτράγουδο,
Πέρα εκεί, εκεί που σβήνουνται απ’ τα βλέφαρα
Οι μαύροι κύκλοι και
Το πεθαμένο δέρμα οξειδώνεται με τον γαρμπή
Εκεί που η τέντα των ονείρων ανεμίζει απίκραντη
Χωρίς φτιασίδια ή χολή….
Πώς να μη πεις σ’ αυτό το παλικάρι είσαι αδερφός μου, κι αδερφός όλων των μέχρι τώρα ποιητών, όταν σε διαβεβαιώνει σχεδόν δείχνοντας ταυτότητα, με τον αρχαίο όρκο των καταραμένων:
Το πιο φριχτό ναυάγιο θα ήταν να σωθούμε.
Δεν έχω παρά να τον χαιρετίσω και να καλωσορίσω το πρώτο του ποιητικό βιβλίο. Ήταν για μένα μια πνοή ομορφιάς μέσα στο πέλαγος της ματαιόσπουδης φλυαρίας που μας κυκλώνει ακατάσχετο, κοντεύοντας να ακυρώσει την ποίηση κάνοντας την μια κοινή φλυαρία πεζότροπων κατεβατών.
Εδώ θα έπρεπε να υπάρχουν οριγκάμι
Εκεί θα έπρεπε να γονατίζουν οι συκιές
Δελφίνια παπαγάλοι, γάτες σε καθρέφτες…
Καλοτάξιδος και διαβασμένος ευγενικέ και ολότελα άγνωστέ μου φίλε! Μου θύμισες τον Μπωντλαίρ όταν τρύπωσες ν’ ακούσεις το όργανο στην εκκλησία των Ευαγγελιστών, την ανάσα ενός θεού που δεν σ’ αναγνωρίζει.