You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΟΙ   ΚΟΥΜΠΑΡΟΙ και Ο ΡΩΜΗΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΗ ΣΤΙΣ  ΜΕΡΕΣ  ΜΑΣ

Φάνης Κωστόπουλος: ΟΙ   ΚΟΥΜΠΑΡΟΙ και Ο ΡΩΜΗΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΗ ΣΤΙΣ  ΜΕΡΕΣ  ΜΑΣ

   

      Ήταν Σάββατο και μια από εκείνες τις τεφρές και σκυθρωπές μέρες του φθινοπώρου, που περίμενα στο σταθμό του Θησείου το τρένο για να πάω στο Μαρούσι. Ο ουρανός βουρκωμένος, έτοιμος για βροχή και οι στίχοι του ποιητή μού ήρθαν ξαφνικά στη μνήμη :

                                    Χειμωνιά μοσκομυρίζει…

                                    Συννεφιάζει ψιχαλίζει.

 Περίμενα καθισμένος σ’ ένα από τα παγκάκια του σταθμού, όπου κάποιος επιβάτης, που καθόταν πριν από μένα, είχε αφήσει μια εφημερίδα τής οποίας ο τίτλος τράβηξε αμέσως την προσοχή μου. Ήξερα βέβαια τον ΡΩΜΗΟ, το σατιρική εφημερίδα που έβγαζε κάποτε ο Σουρής, αλλά ότι κυκλοφορούσε στις μέρες μας εφημερίδα με τίτλο Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ, το αγνοούσα ως εκείνη τη στιγμή τελείως. Ο Τίτλος της εφημερίδας μού έφερε αμέσως στη μνήμη τούς κάποτε δυο αχώριστους φίλους, τον Δροσίνη και τον Σουρή. Ήταν πράγματι αχώριστοι. Σε  βιβλίο μου για τον Δροσίνη τούς  αποκαλώ ‘’ διόσκουρους’’- τόσο στενή φιλία τούς έδενε. Η φιλία τους άρχισε όταν ο Σουρής άφησε τον Ραμπαγά του Κλεάνθη Τριανταφύλλου και πέρασε στη συντροφιά του Μη Χάνεσαι, εφημερίδα που έβγαλε ο Γαβριηλίδης, όταν έφυγε και αυτός από τον Ραμπαγά. Ποίηση και δημοσιογραφία μαζί με την κοσμική ζωή, που άρεσε και στους δύο, ήταν τα κύρια στοιχεία που στήριζαν τη φιλία τους. Κάποια στιγμή ο Σουρής αποφάσισε, για να βελτιώσει τα οικονομικά του, να βγάλει δική του εφημερίδα. Το πρόβλημα, όμως ,  που αντιμετώπιζε ήταν ο τίτλος της εφημερίδας. Ήθελε έναν τίτλο που θα τραβήξει αμέσως το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι μέρες περνούσαν και ο τίτλος δεν είχε ακόμη βρεθεί. Κάποια στιγμή ο Δροσίνης, που η φιλία τούς είχε κάνει τακίμια, του είπε: «Ο τίτλος που ταιριάζει στο πνεύμα της εφημερίδας που θέλεις να βγάλεις είναι Ο ΡΩΜΗΟΣ». Ο Σουρής δεν ήθελε ν’ ακούσει περισσότερα και άρπαξε την  ωραία ιδέα που είχε ο Δροσίνης χωρίς δεύτερη σκέψη. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε με αυτό τον τίτλο και έγινε ανάρπαστη. Πέρασαν δέκα χρόνια και η εφημερίδα του Σουρή αποδείχτηκε μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Αυτά τα δέκα χρόνια θα τα γιόρταζε Ο ΡΩΜΗΟΣ με ένα πανηγυρικό τεύχος. Ο Δροσίνης, που ήταν τότε Διευθυντής της εφημερίδας ΕΣΤΙΑ, δημοσίευσε στην εφημερίδα του το ακόλουθο ποιηματάκι για τα δέκα χρόνια του ΡΩΜΗΟΥ:

                                      Της ζωής το φως πριν πάρει

                                       σου τον βάφτισα ΡΩΜΗΟ

                                       και γινήκαμε κουμπάροι.

                                                            *

                                       Τώρα βλέπω με καμάρι

                                       το μικρό βαφτισιμιό

                                      δέκα χρόνων παλικάρι.

                                                   

   Επιστρέφω πάλι στο σταθμό του Θησείου και στην εφημερίδα Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ. Αν ήταν μια καινούργια εφημερίδα που τώρα  μόλις  άρχισε να κυκλοφορεί, δε θα με ξάφνιαζε καθόλου. Τα πράγματα όμως ήταν  τελείως διαφορετικά. «ΕΤΟΣ  ΙΔΡΥΣΕΩΣ» λέει με κεφαλαία γράμματα πάνω από τον τίτλο της, « 1886», ενώ σε άλλη σελίδα διατείνεται ότι είναι « η αρχαιότερη εφημερίδα των Αθηνών». Μάλιστα, κύριε! «η αρχαιότερη εφημερίδα των Αθηνών!» Και εγώ, που είμαι γέννημα θρέμμα της Αθήνας, την αγνοούσα εντελώς επί εβδομήντα και πλέον χρόνια. Μη βάλετε πάντως στο μυαλό σας ότι πρόκειται για πολιτική ή αθλητική εφημερίδα. Δεν είναι ούτε καν λογοτεχνική ή σατιρική. Είναι, όπως δηλώνει σε κάποια σελίδα της ο εκδότης της, « εφημερίδα για την Αθήνα». Πράγματι, ό,τι θα διαβάσεις εκεί θα έχει σχέση με το ιστορικό παρελθόν τής κάθε μιας από τις 120 γειτονιές της ελληνικής πρωτεύουσας, ένα παρελθόν όμως συχνά σκοτεινό, κι ας μην είναι τόσο πολλά τα χρόνια που μας γυρίζουν πίσω.

   Το φύλλο που έτυχε να πέσει στα χέρια μου είναι αφιερωμένο στη συνοικία των Πετραλώνων. Δεν είναι μόνο τα σύντομα κείμενα που σε ταξιδεύουν στο παρελθόν είναι και οι σπάνιες, παλιές φωτογραφίες που τα συνοδεύουν και που κοιτάζοντάς τες και διαβάζοντας τα κείμενα, είναι σαν να επεκτείνεται η ζωή σου πριν από τη γέννησή σου και να νομίζεις ότι έζησες όσα διαβάζεις ή σου δείχνουν οι φωτογραφίες. Διάβασα λοιπόν εκεί για την παλιά Δημοτική Αγορά των Πετραλώνων, που ήταν  (λέω ‘’ήταν’’ γιατί την κατεδάφισαν το 1971 για την κατασκευή της γέφυρας του Πουλόπουλου) πιστό αντίγραφο εκείνης στην Κυψέλη και η οποία βρισκόταν στη συμβολή των οδών Ηρακλειδών και Πειραιώς. Η Αγορά των Πετραλώνων, εκτός από τα καταστήματα τροφίμων, είχε καφενείο, κουρείο, χαρτοπωλείο και τηλεφωνικό θάλαμο, καπνοπωλείο και κατάστημα ειδών κιγκαλερίας και ακόμα έναν θάλαμο για Αγορανομικό Σταθμό. Λειτουργούσε με πέντε εισόδους, τρεις για το κοινό και δυο για τα τροχοφόρα, που έμπαιναν από την είσοδο της Ηρακλειδών και έβγαιναν από την έξοδο της Πειραιώς.

  

Διάβασα επίσης για την Μπιραρία του Πίκινα στην Ακάμαντος, όπου τραγούδαγε ο Ρούκουνας ο ρεμπέτης, και ακόμα για το φονικό που έλαβε χώρα εκεί  και έγινε στη συνέχεια ρεμπέτικο τραγούδι για τον προσφυγικό μαχαλά του Ασύρματου, που χαμοσέρνεται κάτω από τον περιφερειακό του Φιλοπάππου, και για τη σύγχρονη και όμορφη, προσφυγική πολυκατοικία σε σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Διάβασα τέλος και για τις δυο τρώγλες των Πετραλώνων, που ήταν γνωστές με τα τοπωνύμια ‘’Σπηλιά’’ και ‘’ Σπηλιά του Δοντά’’και που  σήμερα μόνο η μία σώζεται κάπου εκεί στις υπώρειες του λόφου της Κοίλης και πολύ κοντά στην οδό Χαμοστέρνας. Σε παλιότερη εποχή τις χρησιμοποιούσαν για κατοικίες. Τα δυο στυγερά όμως εγκλήματα,  που  διαπράχθηκαν μέσα σ’ αυτές τις σπηλιές και τρομοκράτησαν τους γύρω κατοίκους, έγιναν αιτία τη μία να την ανατινάξουν με φουρνέλα και την άλλη να τη φράξουν με σιδεριές, παρά τις διαμαρτυρίες των αρχαιολόγων για την έλλειψη σεβασμού στο αρχαίο περιβάλλον.

   Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σταθμό το τρένο. Όταν σταμάτησε ο συρμός, κόσμος έβγαινε και κόσμος έμπαινε στα βαγόνια. Ευτυχώς που δεν ήταν τελείως γεμάτα. Δίπλωσα την «αρχαιότερη εφημερίδα της Αθήνας» και μπήκα στο τρένο, που άργησε λίγο γιατί είχαν αραιώσει τα δρομολόγια λόγω που ήταν Σάββατο. Καθώς έφευγα για το Μαρούσι, ένιωθα ν’ αφήνω πίσω μου τον Δροσίνη και τον Σουρή, που τους διάβαζα παιδί στη δεκαετία του ’40 και του’50, και που, σύμφωνα με τον νομπελίστα ποιητή, ο ουρανός ήταν όπως τον θέλουν τα παιδιά, και να γυρίζω πάλι στο σήμερα και στην πραγματικότητα με μολυβένιο ουρανό και με  φθινοπωρινή μπόρα που μόλις είχε ξεσπάσει.

       Μπορεί να μην κατοίκησα ποτέ στα Πετράλωνα, η παιδική μου όμως αλητεία με έφερνε συχνά σ’ αυτά τα χώματα… Δεν υπήρχε, άλλωστε, αθηναϊκή συνοικία, όπως, για παράδειγμα, τα Εξάρχεια, το Ρουφ ή το Μεταξουργείο, που να μην περπάτησα στους δρόμους της παιδί, ενώ κάθε φορά που γύριζα στο σπίτι και η μάνα μου, που μ’ έψαχνε από δρόμο σε δρόμο, με ρώταγε, προτού να σπάσει τη βέργα πασχαλιάς επάνω μου, να της πω πού ήμουνα, η απάντηση ήταν στερεότυπη: «Στη μάνα μου!» Κι εκείνη που δεν καταλάβαινε με ξαναρώταγε: «Σε ποια μάνα σου;» Μα εγώ ο αλήτης δεν της έλεγα, μόνο γελούσα. Έτσι πέρασαν τα παιδικά χρόνια και αυτή η στερεότυπη απάντηση στάθηκε για τη μάνα μου ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Αργότερα, όταν μαζεύτηκαν τα χρόνια και έφτασε ο καιρός να φύγω για μεταπτυχιακές σπουδές στην Αμερική, την ώρα που την αποχαιρετούσα και την έβλεπα για τελευταία φορά, θυμήθηκε και πρόλαβε να με ρωτήσει τι εννοούσα μ’ εκείνη την παράξενη απάντηση που της έδινα παιδί, όταν επέστρεφα στο σπίτι από το αθηναϊκό σεργιάνι. Είναι αλήθεια ότι γέλασα και τη στερνή αυτή φορά δε βάστηξε όμως η καρδιά μου να την αφήσω πάλι χωρίς απάντηση και της είπα: « Στη μάνα μου την Αθήνα. Αυτό εννοούσα, μάνα». Κι εκείνη μου είπε τότε γελώντας: «Αυτή δε σ ’έδειρε ποτέ».

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.