Ο Χρήστος είναι σκυμμένος στο γραφείο του μπροστά στον υπολογιστή, απορροφημένος στο βιβλίο που γράφει για τις νέες θεραπείες του όγκων – το κουβαλά εδώ και τρία χρόνια κι αυτές τις μέρες το τελειώνει. Κοιτάζει το ρολόι του -σχεδόν μεσάνυχτα- ακουμπά την πλάτη της καρέκλας και ανοίγει το ραδιόφωνο. Ο ήχος ακούγεται σε όλο το σπίτι. Έχει εμμονή ο Χρήστος με το ραδιόφωνο, ακούει μόνο τρίτο πρόγραμμα και κλασική μουσική. Αυτό το βράδυ έχει ζέστη και είναι ακόμη μόνος στο σπίτι. Η γυναίκα του, η Αρετή, δεν έχει γυρίσει ακόμη από το γεύμα εργασίας κι ο γιος τους είναι κατασκήνωση. Ο εκφωνητής στο ραδιόφωνο ετοιμάζεται να διαβάσει ανώνυμες ερωτικές ιστορίες και ζητάει από τους ακροατές να πάρουν τηλέφωνο ή να στείλουν τα μηνύματά τους. Ο Χρήστος στραβομουτσουνιάζει, κάνει να αλλάξει σταθμό -δεν ακούει τέτοιες αηδίες- αλλά τελευταία στιγμή το μετανιώνει. Μετά από τόση κούραση θα μπορούσε να ακούσει ακόμη κι αυτό, μέχρι να βάλει ένα ποτήρι παγωμένο λευκό κρασί, να γιορτάσει το τέλος του βιβλίου και να χαλαρώσει.
Ο εκφωνητής ξεκινάει με την εξομολόγηση της Ιουλίας από την Τούμπα. Η Ιουλία εκμυστηρεύεται στο πανελλήνιο ότι δεν έπρεπε ποτέ να είχε απατήσει τον καλό της με τον φίλο του, ότι το μετάνιωσε και δηλώνει περίτρανα ότι επιθυμεί να τα ξαναβρούνε. Ο εκφωνητής τη ρωτά γιατί το έκανε κι η Ιουλία απαντά πως ο άλλος την έκανε να γελάει. Ο εκφωνητής της εύχεται να συναντηθεί με τον καλό της σύντομα και να μάθουν να γελάνε μαζί ή αλλιώς να τον αφήσει. Ο Χρήστος σκέφτεται ότι είναι ανόητο μια γυναίκα να απατάει το σύντροφό της με κάποιον άλλο που της φέρνει γέλιο και μετά να το εξομολογείται στο ραδιόφωνο. Παίρνει το κρασί του, κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα, απολαμβάνει μια γουλιά και συνεχίζει να ακούει. Ο Μάκης από τα Μετέωρα κάνει νέα εξομολόγηση, λέγοντας ότι ο έρωτάς του για την Ελένη είναι πολύ δυνατός αλλά δεν μπορεί να αφήσει τη γυναίκα του. Ο εκφωνητής τον ρωτάει τι προκάλεσε αυτό το δυνατό συναίσθημα κι ο Μάκης απαντά ότι γελάνε πολύ μαζί. Ο εκφωνητής τον παροτρύνει να κάνει ό,τι βαθύτερα επιθυμεί, γιατί η ζωή είναι μικρή. Ο Χρήστος σηκώνεται από την πολυθρόνα, με σκοπό να αλλάξει σταθμό αλλά σταματάει μπροστά στο ραδιόφωνο και συνεχίζει να ακούει. Ο εκφωνητής περνάει σε έναν νεαρό ακροατή, τον Δανιήλ. Αυτός εξομολογείται ότι η σχέση του με μια μεγαλύτερή του παντρεμένη γυναίκα τον έχει συνεπάρει και δεν ξέρει πως να το χειριστεί. Ο εκφωνητής τον ρωτά τι τον ελκύει σ΄ αυτήν τη γυναίκα και ο Δανιήλ μιλά για τη φωνή της, το γέλιο της, τα χέρια της… Η μεγαλύτερή του γυναίκα είναι ό,τι καλύτερο του έχει τύχει, ζουν έντονες στιγμές, μιλάνε πολύ και εκείνη του εκμυστηρεύτηκε ότι με τον άντρα της δεν γελάνε γενικά. Ο εκφωνητής τον διαβεβαιώνει ότι λίγοι έχουν μια τέτοια ευκαιρία στη χαρά και του προτείνει να μην τον σταματά η ηλικία ή οι συνθήκες και απλά να το ζήσει.
Το ραδιόφωνο έχει πλέον μουσικό διάλειμμα.
Ο Χρήστος δείχνει να ενοχλείται, γελά ειρωνικά κι αλλάζει σταθμό. Βάζει το τρίτο πρόγραμμα -αρκετά σκουπίδια άκουσε- επιτέλους θα ακούσει Φλέρυ Νταντωνάκη και θα απολαύσει το κρασί του.
Ακούγονται τα κλειδιά στην πόρτα. Στο γραφείο μπαίνει η Αρετή χαρούμενη, ελαφρά ζαλισμένη, τον πλησιάζει, τον φιλά, του λέει ότι θα κάνει ένα γρήγορο ντουζάκι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο, γιατί είναι κουρασμένη. Ο Χρήστος της ζητά να μείνει λίγο να ακούσουν μαζί αυτήν την εκπληκτική φωνή αλλά δεν παίρνει καμιά απάντηση. Την ακολουθεί στο μπάνιο, την παρακολουθεί να λούζεται, να σκουπίζει τα μαλλιά της, να προχωράει στο δωμάτιο και να μπαίνει κάτω από τα σεντόνια. Τη ρωτάει πώς πέρασε. Ενώ απομακρύνεται, την ακούει να λέει ότι γελάσανε πολύ με τον Δανιήλ, το νεαρότερο συνάδελφό της.
Κοντοστέκεται στην πόρτα, ακουμπά το χέρι του στον τοίχο, σκέφτεται λίγο, πίνει μονορούφι το κρασί, ανοίγει το κινητό του και το κλείνει ξανά και ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή παίρνει την απόφαση, γράφει με επιμονή στο κινητό του και ύστερα κλείνει τα μάτια του και πατάει «αποστολή». Ο Χρήστος ξαπλώνει, ανοίγει το ραδιόφωνο, βρίσκει το σταθμό με τις ερωτικές εξομολογήσεις και περιμένει με αγωνία να ακούσει το μήνυμά του. Η Αρετή του ζητά να το κλείσει. Ο εκφωνητής διαβάζει «Αρετή μείνε». Ο Χρήστος παίρνει μια βαθιά ανάσα και κλείνει τα μάτια. Ξέρει ότι τίποτε δεν είναι απλό και εύκολο. Η Αρετή ανοίγει τα μάτια.