ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙΑ ΕΝΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ
Αλήθεια βράχε μου;
Πελεκήθηκες κι εσύ απ’ τον άγνωστο σμιλευτή του κόσμου;
Ούτε κι αυτός ήξερε τι θα γεννήσει η τέχνη του.
Την τέχνη, που του δίδαξε ο πρόγονος μου
και μπόρεσε να την κουβαλήσει με κόπο
στις πλάτες των κυττάρων του, μέχρι σήμερα.
Πέτρινο το ιερό σου δάσος,
απάτητος ό χώρος σου,
επιβλητική στα μάτια μου ή θέα του.
Η οργή σου όμως;
έπεσε επάνω μου, σαν την καταιγίδα,
επειδή τόλμησα και το πάτησα,
επειδή το εξερεύνησα,
επειδή κάποιες φορές αμφέβαλα,
ακόμα και για την ύπαρξή του..!
Γιατί;
Τόσο κακό σού έκανα;
Προσπάθησα μόνο να σε ανακαλύψω!
Και, μαζί σου, να ανακαλύψω αν κρύβεται κάποιος νόμος,
πίσω από αυτά τα τεχνουργήματα σου,
η είναι όλα αφημένα στην τύχη
και κάθε μέρα μεταλλάσσονται σε κάτι διαφορετικό;
Δημιουργήματα μέσα από την αφαίρεση.
Νταμάρι “πρώτης” ύλης,
παραδομένο στα χέρια σου, αιώνιε σμιλευτή.
Δάσος από άξαχα, μάρμαρο, οψιδιανό, αλάβαστρο.
Όλα αυτά το σπίτι σου!
Με δίδαξες μέσα από τις ξερολιθιές, ανεμόμυλους και Αφροδίτες.
Την ιστορία της ζωής σου, δεν την έγραψες με μολύβι και χαρτί.
Την έγραψες επάνω στην πέτρα του νησιού μου,
με το καλέμι και το μαντρακά σου και τη βοήθεια του μελτεμιού.
Σκάλισες στεφάνια στον τάφο του παππούλη μου.
Μελάνι σου, το κοπίδι.
Και όλα αυτά, συνεχίζουν το αέναο ταξίδι τους,
στους κύκλους του χρόνου.
Και να’σαι σήμερα, πάλι μπροστά μου.
Κρυμμένος ο Παράδεισός σου,
μάχεται σώμα με σώμα την κόλαση.
Και η φύση; Εγώ;
…. παρατημένοι, αμέτοχοι, παρακολουθούμε υπομονετικά.
Δεν άντεξες!
Το δίκιο σου το επέβαλες με τη ρομφαία σου,
πού ντύθηκε φουρτούνα του Αιγαίου πελάγους ,
για να με τρομάξει και να υπακούσω,
να πιστέψω στο θείο,
μήπως με σώσει και με κρατήσει παντοτινό υπηρέτη σου.
Δεν σε ξέρω όμως,
Σε αισθάνομαι μόνο.
Μόνο όταν θέλω να ζήσω.
Όταν έχω την ανάγκη σου.
Ποτέ δεν σε άκουσα,
Ποτέ δεν σε είδα,
Μόνο φώτισες το μονοπάτι μου,
Την άλλαξες τελικά τη ζωή μου.
Μου δίδαξες μια νέα αγάπη
που δεν είχα γνωρίσει ποτέ στο διάβα σου.
Ποταμοί μνημείων γύρω μου την αποτυπώνουν.
Στο πέρασμα σου, οι μορφές τριγύρω,
μου προκαλούν ένταση και δέος.
Είσαι ο Αρχιμάστορας του μοναδικού
ανεπανάληπτου σχήματος που κουβαλάει,
και κρύβει μέσα του την δυναμική του Βασιλιά Χρόνου.
Έφτασα στης ζωής μου το πλατύσκαλο.
Ήταν τό τέλος της Στράτας, στην κορυφή του Ψηλορείτη ,
Ήταν ή Στεφάνη και ή κορυφή του Ολύμπου. Ο Μύτικας.
Εκεί μόνο, αντιλήφθηκα τον χώρο και το χρόνο.
Εκεί μόνο μπόρεσε να ηρεμήσει η ψυχή μου
γιατί ήταν στο πιο ψηλό σημείο της ανάβασής μου προς εσένα.
Και μετά; Το άγνωστο.
Και πορεύτηκα … και πορεύτηκα …
άλλοτε μόνος και άλλοτε μαζί σου.
Περιπλανήθηκα σαν τον Οδυσσέα
και μπλέχτηκα στήν Ανθεμόεσσα με τις Σειρήνες.
Γλύτωσα ευτυχώς από τα δίχτυα της Αγλαόπης και της Θελξιέπειας.
Τώρα που σε βλέπω πάλι, έχεις αλλάξει μορφή,
Μέσα στο όνειρό μου ήσουν μια όμορφη νεαρή κοπέλα.
Ακόμη σε κουβαλάω μέσα μου.
Τρέχαν τα δάχτυλά μου επάνω στις νότες σου,
Ήχοι από Χερουβείμ καί Αρχάγγελο,
κέντριζαν κάθε χορδή επάνω στο σώμα σου.
Έδειχνες ότι σου άρεσε το χάδι μου και η προσευχή μου για σένα.
Αλλά τα κοφτερά βράχια πού ήταν γύρω μας ,
αποσπούσαν την προσοχή σου και σε τραβούσαν μακριά μου. Μακριά απ’ τό όνειρο.
Σαν κάτι να σε φόβιζε.
Δεν μπορούσες να απολαύσεις όσο έπρεπε
εκείνες τις λίγες στιγμές που ήμασταν μαζί ,
πού μπόρεσα να σε πλησιάσω …
….. Και ο χρόνος κυλούσε….