Ο σεβασμός είναι ειδικότητα. Κοινωνικά υποχρεωτική. Η έλλειψη σεβασμού είναι σοβαρή αναπηρία. Ψυχική και πνευματική. Ο σεβασμός είναι αίσθημα που κατακτάται και, όταν κατακτηθεί, γίνεται ειδικότητα. Λέμε, αυτός είναι σεβαστικός. Δηλαδή, έχει μάθει να σέβεται.
Ο σεβασμός είναι η στοιχειώδης αναγνώριση της κατωτερότητάς μας.
Όλοι είμαστε γεννημένοι κατώτεροι. Σε εμπειρίες, ευαισθησίες κλπ. Στην πορεία του βίου, ανεβαίνουμε στην ιεραρχία του σεβασμού, αλλά πάντα θα υπάρχει κάτι ανώτερο, κάτι τελειότερο, από μας.
Παραδείγματα “αντικειμένων” σεβασμού: Ο Θεός -αν είσαι πιστός-, ο Θεός του άλλου -πιστεύεις δεν πιστεύεις-, ο έρωτας, η αρρώστια, οι ιδέες, η Ακρόπολη, ο Λεονάρντο, ο Σαίξπηρ, ο Αισχύλος, ο Μπέκετ, ο Σολωμός και ο Καβάφης. Και ο θείος μου ο Γιώργης.
Οι ανώτεροι είναι ταπεινοί. Έχουν επίγνωση της κατωτερότητάς τους. Οι ανώτεροι σέβονται. Σέβονται και το ελάχιστο.
Η ανωτερότητα δεν διεκδικεί, δεν επιδιώκει τον σεβασμό. Είναι εκεί και ζει την ανώτερη ζωή της. Η κατωτερότητα έχει την ανάγκη να διεκδικήσει σεβασμό, τον οποίο δεν μπορεί να εμπνεύσει. Και μετέρχεται διάφορα κόλπα. Θεμιτά ή αθέμιτα. Ανεπιτυχώς πάντα.
Μπορεί να μη θαυμάζω, για παράδειγμα, το αποτέλεσμα της εργασίας κάποιου, αλλά οφείλω να σεβαστώ τον κόπο και τον χρόνο για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος. Κυρίως τον Χρόνο.
Ο σεβασμός προς τους ηλικιωμένους είναι σεβασμός προς τη ζωή (ή το θάνατο) ή καλύτερα προς τον μελλοντικό ανώτερο εαυτό μας. Ο σεβασμός προς την νεότητα είναι ο σεβασμός προς τη ζωή και την άνθιση της.
Ο σεβασμός είναι ένα συναίσθημα που αφορά αυτόν που σέβεται, όχι το αντικείμενο του σεβασμού. Από την έλλειψη του δεν μικραίνει αυτό που πρέπει να σεβόμαστε, αλλά του ασεβούς η ψυχή, ή ότι, τέλος πάντων, είναι η πνευματική ύπαρξή μας.
Στις μέρες μας έχουμε φτάσει σε μια παγκόσμια εποχή γενικευμένης έλλειψης σεβασμού. Και ειδικότερα, έλλειψης σεβασμού στην Τέχνη. Η Τέχνη δεν μπορεί να αποτιμηθεί υλικά κι έτσι βρίσκεται εκτός του πεδίου της κυρίαρχης αντίληψης για τη σύγχρονη ζωή, που είναι οι οικονομικές παράμετροι του βίου. Και δυστυχώς αυτήν την αντίληψη ακολουθούν και υπηρετούν, από πρόθεση ή από βλακεία, και άνθρωποι του χώρου της τέχνης.
Όποιος, για παράδειγμα, δεν σέβεται τους ποιητές έχει περάσει στη χορεία των δαιμόνων. Των δαιμόνων των αγορών. Όποιος δεν σέβεται το πνεύμα και τις επιτεύξεις του είναι άξιος της μοίρας του.
Στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο, για το οποίο ομιλώ, η έλλειψη σεβασμού έχει γίνει μόδα. Σκηνοθέτες, που –καλώς ή κακώς- καθορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, δεν σέβονται τους συγγραφείς, που χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχαν. Ηθοποιοί δεν σέβονται τον συμπαίκτη τους, τον εαυτό τους και το Θέατρο. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να απαιτήσουμε από τον θεατή να σεβαστεί το έργο που παρακολουθεί και να μην απαντήσει στο ανοιχτό κινητό του την ώρα της παράστασης; Και πλείστα άλλα, που υποβαθμίζουν συνεχώς την ποιητική διάσταση της Τέχνης και τη μετατρέπουν σε εμπόρευμα που διακινείται από ψώνια και επιτήδειους.
Η έλλειψη σεβασμού είναι Ύβρις. Και πληρώνεται. Πολλάκις σκληρά. Και ακριβά. Σε αυτό τον κόσμο, όχι στον άλλο.
Την έλλειψη σεβασμού εκφράζει απολύτως και παραστατικώτατα η λαϊκή παροιμία. Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμον όλο. Όμως, όταν μαζευτούν πολλές τέτοιες μύγες, ο κόσμος κινδυνεύει πραγματικά.
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό προέκυψε από σκέψεις για το σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο. Για τη θεατρική πρακτική και για τη θεατρική εκπαίδευση. Αν αφορά, κατ’ επέκτασιν, και άλλα κοινωνικά φαινόμενα τόσο το καλύτερο (για το κείμενο, όχι για τα φαινόμενα).