Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να ολοκληρώσει αδρομερώς την εξέταση των ποιημάτων του Βηλαρά. Και το πρώτο που πρέπει να ειπωθεί είναι ότι η πρώτη έκδοση του έργου του, και άρα και των ποιημάτων του, έγινε μετά τον θάνατό του το 1827 στην Κέρκυρα από τον Αθανάσιο Πολίτη, για να γίνει κατά τον εκδότη «κοινόν εις το έθνος, αλλά και να δοθή κάποια βοήθεια εις την χήραν γυναίκα του, η οποία, διά τα φρικτά της πατρίδος δυστυχήματα, έμεινεν υστερημένη των αναγκαίων, και εις την οποίαν θα δοθούν όλα τα χρήματα οπού θα συναχθούν». Αυτή η ενέργεια έδειχνε την αγάπη και τον σεβασμό που είχε το ελληνικό κοινό στον Ηπειρώτη ποιητή, ο οποίος, αν και λόγιος, είχε δεθεί με τη λαϊκή παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και τη λαλιά του τόπου του και πήρε απ΄αυτή δύναμη και χάρη.
Αυτή τη χάρη την είδαμε ήδη στο ποίημά του: «Άνοιξη», το οποίο εξαίρουν οι ιστορικοί της νεοελληνικής μας λογοτεχνίας Κ.Θ. Δημαράς, Λίνος Πολίτης κ.ά., όπως είδαμε στο προηγούμενο σχετικό άρθρο. Εντυπωσιάζει όμως και η πολυσέλιδη μελέτη του Λέανδρου Βρανούση (Ερανιστής 11, σ. 627-64), ο οποίος μελετώντας, ανάμεσα σε άλλα, την επίδραση που δέχτηκε ο Βηλαράς στην «Άνοιξή» του από το ποίημα “La vaga Primavera” του Giuseppe Parini (1729-1799) βρίσκει ότι το ποίημά του δεν αποτελεί καθόλου κάποια δουλική απομίμηση αλλά στέκει δίπλα στο πρότυπο εκλεκτό ιταλικό ποίημα ισότιμα και αποτελεί δείγμα της αφομοιωτικής δύναμης του νεοελληνικού ποιητικού λόγου. Μπορεί η έμπνευση για τη βηλαρική «Άνοιξη» να είναι ιταλική, ωστόσο το ποίημα ανήκει στην ελληνική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Ίσως μάλιστα ενισχύεται πολύ η ελληνική ιθαγένεια του ποιήματος αν μελετήσουμε για λίγο τη στιχουργική μορφή του. Αν δηλαδή στον πρώτο στίχο προσθέσουμε τον δεύτερο θα έχουμε ένα καλά μετρημένο δεκαπεντασύλλαβο δημοτικού τραγουδιού:
Η γλυκυτάτη άνοιξη με τ΄άνθη στολισμένη ή
Στ΄αγκαθερό τριαντάφυλλο γλυκολαλάει τ΄αηδόνι.
Αυτός είναι ο στίχος του Βηλαρά, ο παραδοσιακός μας ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος που αναδιπλώνεται σε στροφές και συνοδεύεται από δυο «τσακίσματα» σαν κι αυτά που κάνουν οι λαϊκοί μας βιολιτζήδες: έναν επτασύλλαβο, ομοιοκατάληκτο προς τον δεύτερο στίχο της στροφής, για να τον ενισχύει μουσικά, κι έναν ανομοιοκατάληκτο εξασύλλαβο που προστατεύει τη στροφή από το δυνατό κουδούνισμα τριών συνεχόμενων ομοιοκατάληκτων στίχων. Μ΄άλλα λόγια έχουμε:
Στ΄αγκαθερό τριαντάφυλλο γλυκολαλάει τ΄αηδόνι
το ξένο χελιδόνι
ταράζει τη φωλιά.
Σε πολλά ποιήματά του μάλιστα της ωριμότερης ποίησής του ο Βηλαράς στην προσπάθειά του να συνδεθεί ακόμη περισσότερο με τη δημοτική παράδοση χρησιμοποιεί πλέον πολύ συνειδητά τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, όπως για παράδειγμα στο ερωτικό ποίημά του: «Σαν πεταλούδα στη φωτιά», που ακολουθεί το ομοιοκατάληκτο δίστιχο του Ερωτόκριτου:
Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ΄εσένα γύρες φέρω
και τη φωτιά που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω.
Και μ΄όλο που φλογίζομαι, πετώ ολόγυρά σου,
να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιγμήν από σιμά σου…….
Στη συνέχεια εξελίσσει ακόμη περισσότερο τον δεκαπεντασύλλαβο κάνοντάς τον πιο πλαστικό, απομακρύνεται από τη ρίμα και τον εμπλουτίζει με υψηλό και μεστό στοχασμό δημιουργώντας τη βάση για τον σολωμικό δεκαπεντασύλλαβο:
Βουλή μου ήρθε κι όρεξη σε νέας λύρας κόρδες
να κρούξω μέλος χωριστό και με νηχόν καινούργιο
να τραγουδήσω περισσούς από τους στοχασμούς μου….
Αλλ΄έπιασα τη λύρα μου κ΄επήρα το δοξάρι….
Ακούω το μουρμούρισμα της κρυσταλλένιας βρύσης…
Πλατύς μεγάλος ουρανός, αχτιδοβόλος ήλιος….
Φαντάξου μάκρος αμμουδιάς σ΄ακρογιαλιά μεγάλη
και πέλαγος αόρατο βαθιά ανακατωμένο….
Αλλά και από πολύ νωρίς άλλωστε, από τότε που σπούδαζε στη Βενετία, φαίνεται το δέσιμό του με την παράδοση του τόπου του, καθώς τότε έγραψε το ωραίο ποίημα «Πουλάκι» που τραγουδιέται μέχρι σήμερα:
Πουλάκι ξένο,
ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο,
πού να σταθώ;
Πού να καθήσω
να ξενυχτήσω;
Να μη χαθώ;
Το ποίημα αναπτύσσεται σε πολλές στροφές και το νόημά του είναι ασφαλώς πολύ εμφανές καθώς εκφράζει τον πόνο της ξενιτιάς, θέμα πολύ συνηθισμένο στα δημοτικά μας τραγούδια.
Γενικά, τα ποιήματα του Βηλαρά διακρίνονται σε ερωτικά και σατιρικά. Στα πρώτα υμνείται η παντοδυναμία του έρωτα, με έντονη παρουσία στοιχείων από το ειδυλλιακό ποιμενικό περιβάλλον και τα αρχαιοελληνικά ονόματα των ηρώων(Αρκαδισμός). Είναι κυρίως αυτά τα ποιήματα από τα οποία ο Βηλαράς παίρνει το όνομα του ποιητή. Τα σατιρικά του, που έχουν μικρότερη ποιητική αξία, έχουν διδακτικό στόχο σύμφωνα με τις επιταγές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και σατιρίζουν καλόκαρδα πρόσωπα, ήθη και συνήθειες. Στιχουργεί ακόμη «Μύθους» με πρότυπα τους μύθους του Αισώπου και του La Fontaine. Και όσο αφορά το γλωσσικό και εκπαιδευτικό πρόγραμμα του καιρού του, εκτός από τη Ρομεηκη Γλοσα, με την οποία προτείνει, πολύ πριν από τον Ψυχάρη, ριζοσπαστικές λύσεις, διατυπώνει τις απόψεις του με χαριτωμένα πεζογραφήματα με μορφή αφηγηματική ή διαλεκτική. Τέτοια πεζογραφήματα είναι: Ο λογιότατος ταξιδιώτης, Ο λογιότατος ή ο Κολοκυθούλης.
Πριν τελειώσω να πω ότι ο Βηλαράς μετέφρασε την ψευτοομηρική Βατραχομυομαχία σε κρητικό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, την οποία ο Λ. Πολίτης θεωρεί ως το αριστούργημά του. Να πω ακόμη ότι το ποίημά του «Σε νέας λύρας κόρδες» τοποθετεί τον Βηλαρά , σύμφωνα με τους κριτικούς της λογοτεχνίας, σε πρόδρομο του Σολωμού, όπως άλλωστε ειπώθηκε και στα παραπάνω. Είναι εκείνος που «Αποκαλύπτει πρώτος την κρητική ποίηση και την αξιοποιεί για τη δημιουργία τού νεοελληνικού λυρισμού, ώστε ν’ αποτελεί σύνδεσμο τής δημοτικιστικής μεγαλονησιώτικης ποίησης και της σολωμικής σχολής. Είναι ο μεγάλος δάσκαλος τού Σολωμού και από το Βηλαρά αρχίζει να διαμορφώνεται ο σολωμικός δεκαπεντασύλλαβος, που βγαίνει από τη δική του μελέτη (τού Βηλαρά) και τεχνικώς τής κρητικής ποίησης και τού δημοτικού τραγουδιού». (Δ.Π. Κωστελένος).