Η θΥΣΙΑ*
Τα δόντια του κάστρου πήραν να σκουραίνουν από πάνω μας.
Ήταν η ώρα, που φεύγει η μέρα κι έρχεται η νύχτα. Συνυπάρχουν και οι δύο για λίγο. Ισορροπεί το φως και το σκοτάδι μέσα μας. Ακροβατούμε ανάμεσα στη θλίψη και στην ευδαιμονία.
Ο Κώστας άρχισε να μιλά για τον ένοχο χωρισμό του με την Φωτεινή. Μιλούσε γρήγορα μη τον προλάβει η νύχτα.
«Με το μυαλό μου, βέβαια, το είχα αποφασίσει τότε, στον Χορτιάτη. Όμως, όταν της το είπα, η σκέψη έγινε σύννεφο κι άδειαζε βροχή πάνω μου. Είδα στα μάτια της πένθος. Όχι δάκρυα. Μόνο κάτι σαν εκείνο το φως, που βλέπουμε τώρα να αδυνατίζει, εκεί πέρα, πάνω από τα Πιέρια. Τότε κατάλαβα. Βιώναμε τον θάνατο ενός παιδιού, της αγάπης μας. Θυσίαζα αυτό το παιδί, δίχως όμως να έχω τη μοίρα του Αβραάμ. Ο Θεός δεν με σταμάτησε. Εξάλλου, εγώ ήμουν ο άπιστος».
Σιώπησε, καθώς στη νύχτα του Οκτώβρη γινόταν μαβιά η θάλασσα. Δυό βαπόρια έξω από το λιμάνι έμοιαζαν σαν φωτισμένα ψαροκόκαλα. Η πόλη γέμισε σπυριά φώτων.
Κατηφορίσαμε σιωπηλοί προς την Καμάρα, εγώ η γυναίκα μου κι ο αδελφός της, που παραμένει εργένης.
*Το διήγημα συνομιλεί με το αντίστοιχο κείμενο της Μαρίας Στασινοπούλου με τίτλο «Πληγές βαθιές, ανεπούλωτες» από το βιβλίο «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο», Εκδόσεις Κίχλη 2021