Manhattan Transfer
«Έκπτωτο από τον ουρανό με ανέγγιχτα όλα τα χρώματα του το πουλί στο κλουβί απορεί με το κομματιασμένο πέταγμα του. Με την πλάτη ακουμπισμένη στα παράθυρα που ανοίγουν στο ιλιγγιώδες άπειρο ο άνθρωπος επιδίδεται φοβισμένος σε απειροελάχιστες τελετουργίες» (Πιερ Μπερενζέ, ‘Χώρος/Χρόνος).
Το μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Ντος Πάσσος που φέρει τον τίτλο ‘Manhattan Transfer,’ αποτελεί ένα μυθιστόρημα πόλης, εάν ευσταθεί δοκιμιακά, ο συγκεκριμένος όρος. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στη δόκιμη μετάφραση της Τρισεύγενης Παπαϊωάννου, με τον κατατοπιστικό, για το συνολικό έργο του Ντος Πάσσος, πρόλογο της Θεοδώρας Τσιμπούκη.[1] Λίγο πιο πάνω, χαρακτηρίσαμε το μυθιστόρημα του Ντος Πάσσος, ως μυθιστόρημα πόλης.
Η εκτίμηση αυτή τεκμηριώνεται εάν λάβουμε υπόψιν το ό,τι το έργο εκτυλίσσεται από την αρχή έως το τέλος του, δίχως παρεμβολές σε αυτό, στην πόλη της Νέας Υόρκης, σε μία μείζονα πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και σε μία σύγχρονη μητρόπολη των αρχών του 20ου αιώνα, όπου και διαδραματίζεται χρονικά το έργο του Πορτογαλικής καταγωγής συγγραφέα.
Ως προς αυτό, θα σημειώσουμε πως στο ‘Manhattan Transfer,’ διαπλέκονται εμπρόθετα το εθνικό με το υπερ-εθνικό στοιχείο, με την συγκεκριμένη σύνδεση να προσδίδει στο μυθιστόρημα ιστορικά χαρακτηριστικά, με τις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνων των χρόνων (αρχές του 20ου αιώνα) και την πόλη της Νέας Υόρκης να λειτουργούν ως πόλος έλξης, έχοντας ξεκινήσει να υποδέχονται μαζικά μεταναστευτικά πλήθη.
Ο συγγραφέας τοποθετεί την πόλη στο επίκεντρο του έργου του, καθιστώντας την πόλη που εν προκειμένω λειτουργεί ως χωνευτήρι ιδεών και διαφόρων κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών ρευμάτων, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση ανάδειξης του μοντέρνου αλλά και του παραδοσιακού της χαρακτήρα. Και πως το επιτυγχάνει αυτό; Σε αυτό το σημείο, ο Τζον Ντος Πάσσος ακολουθεί μία ιδιαίτερο μέθοδος, αφενός μεν συσχετίζοντας το μοντέρνο στοιχείο με τα χαρακτηριστικά της Αμερικανικής μητρόπολης και τους μετασχηματισμούς που λαμβάνουν χώρα, χωρικά, κοινωνικά, πολιτισμικά,[2] και, αφετέρου δε, δεν αποκλίνει από μία θεώρηση του παραδοσιακού στοιχείου, κάτι που πράττει νοηματοδοτώντας το με ανθρώπινους ή και κοινωνικούς όρους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παραδοσιακή διάσταση, έτσι όπως παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα, άπτεται των στόχων και των προσδοκιών που θέτουν, με φόντο την πόλη και χαρακτηριστικά τοπόσημα της, τα διάφορα υποκείμενα, στόχους και προσδοκίες που έχουν να κάνουν με την εύρεση εργασίας στη Νέα Υόρκη,[3] την δυνατότητα της κοινωνικής ανέλιξης, την πραγμάτωση της καλής ζωής η οποία και συγκροτεί μία μυθολογία υπερβάσεων με άξονα την κατανάλωση αλκοόλ που κινείται μεταξύ διαύγειας και παραληρηματικής ροής, την διάψευση της προσδοκίας που συγκρούεται βίαια με την κοινωνική πραγματικότητα, την εντρύφηση σε έναν ρηχό διανοουμενισμό, καθώς και την συνύπαρξη σε εστιατόρια και ρεστοράν όπου και ανταλλάζονται ιδέες για το παρόν και απόψεις για το παρελθόν.
Η έμφαση στο παραδοσιακό, ήτοι στο κοινωνικό-ανθρώπινο πλέγμα προσδίδει στη πόλη το πνεύμα της αναζήτησης, συμβάλλοντας παράλληλα στην εξέλιξη της οικονομίας της αφήγησης, στο σημείο όπου ο Ντος Πάσσος χρησιμοποιεί μεθόδους όπως η συνειδησιακή εξομολόγηση, οι γρήγοροι και κοφτοί διάλογοι, όσο γρήγοροι είναι οι ρυθμοί της καθημερινότητας στην πόλη, η υπόγεια και μη επίκληση και χρήση οπτικών σημάνσεων,[4] ώστε ο αναγνώστης να αποκτήσει μία ευρύτερη εικόνα της πόλης και των ανθρώπων που διαβούν σε αυτή, αλληλεπιδρώντας και συνθέτοντας την Νεοϋορκέζικη αίσθηση του ‘ανήκειν.’
Που όμως, μένει ατελής, στο βαθμό που η συγγραφική τεχνική θέλει την Νέα Υόρκη να ξεφεύγει, να ακολουθεί τους δικούς της ρυθμούς, μη ανήκοντας παρά στον εαυτό της και σε ένα βαθύτερο επίπεδο, στην ιστορία.
Ο Ντος Πάσσος σκιαγραφεί αδρά τις ανθρώπινες και δια-προσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται, τον έρωτα υπό την μορφή της περιπέτειας αλλά και της αίσθησης εκπλήρωσης και δη προσωπική εκπλήρωσης,[5] τοποθετεί τους πρωταγωνιστές σε θέση περιπατητών που χάνουν την αίσθηση του χρόνου όχι όμως και την αίσθηση της πόλης (χώρος) στην οποία και βρίσκονται, συγκροτώντας μία ανθρωπογεωγραφία όπου χωρούν οι φιλοδοξίες και οι ονειροπολήσεις, η απογοήτευση και η στασιμότητα, η Ευρώπη ως τόπος μακρινός, η ίδια η εντοπιότητα ως δήλωση ταυτότητας.
Και μεταξύ όλων, πρώτος μεταξύ ίσων,[6] ο δημοσιογράφος Τζίμι Χερφ, φιγούρα αμφιταλαντευόμενη, που αναζητεί σημεία αναφοράς σε μία πόλη-Βαβέλ, που αφουγκράζεται τις Σειρήνες της αλλά και κρατάει τις αποστάσεις του από αυτήν, λαμβάνοντας στο τέλος μία απόφαση που εμπεριέχει δραστικά τον τρόπο που ξεδιπλώνει την αφήγηση του ο Τζον Ντος Πάσσος: Έτσι, ο αμφιταλαντευόμενος, αποφασίζει να απομακρυνθεί από την Νέα Υόρκη, διαρρηγνύοντας τα κάτοπτρα της εξέλιξης, εκεί όπου η ίδια η φυγή λειτουργεί ως αξίωση ελευθερίας.[7] Ως δυνατότητα ανάκτησης του συμβολικού του κεφαλαίου.
Για τον Ντος Πάσσος η Νέα Υόρκη συνιστά πόλη πολλών και διαφορετικών προτύπων ζωής, επανεπινοείται ως ηχητικό και οπτικό ‘αρχείο,’ φιλοξενώντας όλους όσοι πασχίζουν να βιώσουν: Νέα πόλη στον νέο κόσμο; Το ‘Manhattan Transfer’ είναι ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα, περιεχομενικά και μορφολογικά, το οποίο και τροφοδοτείται από το φαντασιακό της οικείας και της ανοίκειας πόλης.