Η Δανάη στον καναπέ προσπαθεί να μην κοιμηθεί. Ο άντρας της δίπλα έχει αποκοιμηθεί καθιστός. Τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο τραπεζάκι μπροστά του. Και οι δυο με τα κινητά δίπλα, σε ετοιμότητα, ντυμένοι. Μόνο παπούτσια δεν φοράνε αλλά και αυτά είναι έτοιμα δίπλα στην εξώπορτα. Έλεγξε δυο φορές την τσάντα της και την κρέμασε στην κρεμάστρα πίσω από την πόρτα. Ακριβώς από κάτω ένας ταξιδιωτικός σάκος.
Η Δανάη κλείνει τα μάτια και ονειρεύεται ξύπνια. Έρχεται μπροστά της η εικόνα μιας μαυροφορεμένης γυναίκας. Εχει κυρτώσει πολύ, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από την ζωή. Κουρασμένη γυναίκα η γιαγιά της, ταλαιπωρημένη. Προσπαθεί να την θυμηθεί πριν την εποχή των μαύρων και βλέπει μια ρόμπα καφέ με κίτρινα λουλούδια. Η γιαγιά τις μεγάλωσε, αυτήν και την αδερφή της, όταν οι γονείς ζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη Γερμανία. Την θυμάται να γυρνάει από το χωράφι με τον παππού πρωί πρωί και κατευθείαν να καταπιάνεται με το μαγείρεμα και το νοικοκυριό. Θυμάται το αζέσταντο πέτρινο σπίτι στο χωριό, ένα τεράστιο παλιό αρχοντόσπιτο. Σε ένα δωμάτιο ζούσαν, ιδιαίτερα τον χειμώνα. Εκεί στην ξυλόσομπα ζέσταινε η γιαγιά το βρόχινο νερό, που μάζευε στο καζάνι κάτω από το λούκι, και με αυτό τις έλουζε. Μία φορά την εβδομάδα – κατά προτίμηση Σάββατο- κουβαλούσε η γιαγιά –διπλωμένη στα δυο- μια μεγάλη σκάφη και τις έχωνε μέσα. Παρά την κούρασή της δεν έκανε εκπτώσεις, τέσσερα χέρια με πράσινο σαπούνι τα μαλλιά και ένα με σαμπουάν. Αυτές γκρίνιαζαν αλλά η γιαγιά τις ξεγελούσε με αστεία και όλο και τις τσιμπούσε. Μόνο η γιαγιά έκανε το τσίμπημα γαργαλητό καθώς ζούλαγε το δέρμα ανάμεσα σε αντίχειρα και μέσο με έναν δικό της τρόπο, όλο αγάπη. Την θυμάται να ασβεστώνει τα κράσπεδα. Την βλέπει να ακολουθεί τους επισκέπτες- και ήταν πολύ συχνοί οι επισκέπτες στο σπίτι τους- μέχρι την εξώπορτα της μεγάλης αυλής και να τους χώνει στην τσέπη κεράσματα. Προσπαθεί να θυμηθεί ένα μάλωμα .. μπα.. δεν μάλωνε η γιαγιά. Προσπαθεί να την θυμηθεί να παραπονιέται μπα… μόνο καμιά φορά μετά το θάνατο του θείου – όταν πια είχανε μπει στην εποχή των μαύρων- την έβλεπε να πιάνει το κεφάλι της χωρίς μιλιά, χωρίς παράπονο. Θυμάται τα ασημένια μαλλάκια της να γυαλίζουν όταν το βράδυ τα ελευθέρωνε από τον μαύρο φιλέ που τα συγκρατούσε όλη μέρα. Χαμογελούσε με το χαμόγελο κοριτσιού δεκάξι χρονών και το σχεδόν αρυτίδιαστο πρόσωπο έλαμπε. Την θυμάται αξημέρωτα- τότε πρόφταινε- να κάνει μετάνοιες κάτω από το εικονοστάσι, με το καντήλι πάντα αναμμένο, και να διαβάζει το προσευχητάρι- τι καταλάβαινε αγράμματη γυναίκα; Αγράμματη γυναίκα που, όμως , σπούδασε δυο γιους έναν καθηγητή και έναν δάσκαλο. Τον δάσκαλο έχασε νωρίς και τότε αντί να χάσει την πίστη της έγινε πιο πιστή. Τι καταλάβαινε; Καταλάβαινε την αγάπη.
Τινάζεται από τον ήχο του κινητού. Το σηκώνει με αγωνία. Πετάγεται και ο άντρας της και κολλάει πάνω της να ακούσει.- « Ελα, μαμά, γεννήσαμε! Αγόρι! Εγινες γιαγιά! Σε πόση ώρα θα είστε εδώ?» – « Δόξα τω θεω! Να μας ζήσει αγόρι μου! Έτοιμοι είμαστε. Ξεκινάμε. Σε κανα δυο ώρες θα είμαστε εκεί. Πήραμε άδεια θα μείνουμε μια εβδομάδα, όπως είπαμε».
Καθώς πάει να βάλει τα αθλητικά παπούτσια της βλέπει την εικόνα της στον καθρέφτη του χωλ. Βλέπει μια νέα περιποιημένη γυναίκα. Φτιάχνει λίγο τα βαμμένα πυκνά μαλλιά – ίσως το βρόχινο νερό να έχει βοηθήσει. Υπολογίζει… στην ίδια ηλικία πάνω κάτω η γιαγιά της ανέλαβε ακέραιη την ευθύνη τους. Πόσο άλλαξαν οι γιαγιάδες μέσα σε λίγες μόνο δεκαετίες! Τι θα γίνει τώρα ο κόσμος χωρίς γιαγιάδες σαν τη δική της; Μπα.. κάπως αλλιώς θα πρέπει να τη φωνάζει το μωρό. Δεν της αξίζει ο τίτλος!